Ομάδα Αρμένιων και Ευρωπαίων ερευνητών, πραγματοποίησε την πρώτη ολοκληρωμένη στατιστική ανάλυση των δρακόπετρων (“vishaps”). Πρόκειται για τους μυστηριώδεις, προϊστορικούς πέτρινους όγκους που βρίσκονται σε μεγάλους αριθμούς στα υψίπεδα της Αρμενίας.
Τα αποτελέσματα της μελέτης, δημοσιεύτηκαν στο Npj Heritage Science. Αποκαλύπτουν πως, η κατασκευή τους ήταν μια σκόπιμη και κολοσσιαία προσπάθεια και ότι, ήταν βαθιά συνυφασμένα με την αρχαία λατρεία του νερού.
Οι «πέτρες του Δράκου» (στα αρμένικα, vishaps σημαίνει “δράκος”), είναι προϊστορικά λίθινα μνημεία με λαξευμένες πάνω τους, μορφές ζώων. Ανακαλύφθηκαν σε ορεινά βοσκοτόπια της σημερινής Αρμενίας και των παρακείμενων περιοχών, σε υψόμετρα που κυμαίνονται από 1.000 έως 3.000 μέτρα πάνω από τη στάθμη της θάλασσας.
Λαξευμένες από τοπικά πετρώματα, κυρίως ανδεσίτη και βασάλτη, οι στήλες αυτές κατηγοριοποιούνται ως εξής:
- Ιχθύς: Σε σχήμα ψαριού
- Βέλλος: Σε σχήμα τεντωμένου ή κρεμασμένου δέρματος βοοειδών
- Υβρίδιο: Συνδυασμός εικονογραφικών απεικονίσεων των παραπάνω
Με ύψος από 1,1. έως 5,5 μέτρα, οι περισσότερες «πέτρες του Δράκου» έχουν πλέον γκρεμιστεί ή κείτονται οριζόντια. Το γεγονός ότι, όλες είναι λαξευμένες και με όλες τις πλευρές τους γυαλισμένες – εκτός από την “ουρά”, μαρτυρά πως αρχικά ήταν στημένες κάθετα.
Αρχαιολογικός γρίφος αιώνων
Το επιστημονικό ενδιαφέρον για τις δρακόπετρες άρχισε να εκδηλώνεται στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο ακαδημαϊκός Ash-Kharbek Kalantar πρωτοπόρησε στην μελέτη τους σε αρχαιολογικό πλαίσιο, ενώ τους συσχέτισε με άλλα μεγαλιθικά φαινόμενα.
Ήταν ο άνθρωπος που διατύπωσε μια σημαντική υπόθεση: Ότι οι «πέτρες του Δράκου» σηματοδοτούν καθοριστικά σημεία των προϊστορικών αρδευτικών συστημάτων. Ωστόσο, η συστηματική μελέτη των μνημείων αυτών, περιορίστηκε για δύο δεκαετίες.
Μόλις το 2012, μια συνεργασία ανάμεσα στο ινστιτούτο αρχαιολογίας και εθνογραφίας της εθνικής ακαδημίας επιστημών της Αρμενίας, του Ελεύθερου πανεπιστημίου στο Βερολίνου και του πανεπιστημίου Ca’ Foscari στη Βενετία, άρχισε και πάλι την μελέτη τους, αυτή τη φορά με σύγχρονες μεθόδους.
Σκοπός των επιστημόνων ήταν να ανακαλύψουν τη λειτουργία και το κοινωνικό – οικονομικό υπόβαθρο του φαινομένου των δρακόπετρων μέσα από έρευνες τοπίου και στρωματογραφικές ανασκαφές.

Καθοριστικής σημασίας χώρος στην έρευνα, ήταν το Tirinkatar (γνωστό και ως Karmir Sar), στις πλαγιές του Όρους Αραγκάτς, όπου έχει ανακαλυφθεί ο εντυπωσιακός αριθμός των 12 στηλών.
Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις ήταν η κατανόηση του χρόνου της δημιουργίας των δρακόπετρων. Η ιστορία της χρονολόγησής τους, έχει περάσει από πολλά στάδια. Κάποια στιγμή, είχαν αναχθεί στην Αρχαϊκή περίοδο.
Ένα σημαντικό εύρημα ήταν η στήλη με την περιγραφή Garni 1 , η οποία φέρει μια δευτερεύουσα σφηνοειδή επιγραφή της περιόδου των Ουράρτου από τον Βασιλιά King Argishti I (8ος αιώνα π.Χ.). Η καθοριστική στιγμή ωστόσο, ήταν οι ανασκαφές στον αρχαιολογικό χώρο Tirinkatar.
Η χρονολόγηση με ραδιενεργό άνθρακα 46 οργανικών δειγμάτων που ανακαλύφθηκαν σε στρωματοποιημένο αρχαιολογικό πλαίσιο, έδειξε, σε δύο συγκεκριμένες περιπτώσεις, πως ανεγέρθηκαν γύρω στο 4200 – 4000 π.Χ., δηλαδή κατά τη Χαλκολιθική ή την Εποχή του Χαλκού.
Αυτό μαρτυρά πως, οι «πέτρες του Δράκου» ήταν δημιούργημα της περιόδου αυτής, και αργότερα επαναχρησιμοποιήθηκαν και επανερμηνεύτηκαν με διαφορετικούς τρόπους. Ο αρχαιολογικός χώρος του Tirinkatar έχει ως εκ τούτου, διαμορφωθεί ως ένα ιερό πολιτιστικό όπου βρίσκονται συγκεντρωμένα πολλά μνημεία του είδους αυτού, τουλάχιστον από τα τέλη της πέμπτης χιλιετίας π.Χ.
Μέγεθος, υψόμετρο και απίστευτος μόχθος
Η νέα μελέτη, εστιάζει στη στατιστική ανάλυση δύο φυσικών χαρακτηριστικών συνολικά 115 δρακόπετρων που έχουν καταγραφεί στην Αρμενία: Του μεγέθους τους και του υψομέτρου στο οποίο ανακαλύφθηκαν.
Οι ερευνητές ξεκίνησαν από μια λογική υπόθεση. Το ποσοστό της εργασίας που χρειαζόταν για τη δημιουργία μιας «πέτρας του Δράκου»– από την εκσκαφή της μέχρι τη λάξευση, τη λείανση και την μεταφορά της – είναι αναλογικό του μεγέθους της. Δηλαδή, οι μεγαλύτερες πέτρες συνεπάγονταν περισσότερο ανθρώπινο μόχθο.
Την ίδια στιγμή, το υψόμετρο περιορίζει δραστικά τη χρονική διαθεσιμότητα της εργασίας. Πάνω από τα 2.000 μέτρα, το περιθώριο χωρίς χιόνια, είναι σημαντικά περιορισμένο, δυσχεραίνοντας σημαντικά κάθε κατασκευαστικό έργο.

Οι μεγαλύτερες δρακόπετρες απαιτούσαν περισσότερο χρόνο επεξεργασίας, ειδικά σε περιοχές όπου οι περίοδοι χωρίς χιόνι, μειώνονται όσο αυξάνεται το υψόμετρο. Έτσι, θα περιμέναμε πως, σε μεγαλύτερα υψόμετρα, θα συναντούσαμε μικρότερες «πέτρες του Δράκου», εξηγούν οι ερευνητές, γιατί ο χρόνος της δημιουργίας τους, ήταν συντομότερος.
Ωστόσο, τα αποτελέσματα κατέρριψαν την προσδοκία. Η ανάλυση δεν έδειξε συσχετισμό ανάμεσα στο μέγεθος των δρακόπετρων και στο υψόμετρο. Δεν παρατηρήθηκε καμία τάση που να δείχνει μείωση στον αριθμό των μεγάλων δρακόπετρων με την αύξηση του υψομέτρου.
Μάλιστα, κάποια από τα μεγαλύτερα και πιο βαριά δείγματα (όπως το Karakap 3 με βάρος 4.3 τόνων) ανακαλύφθηκαν πάνω από τα 2.800 μέτρα.

Το γεγονός αυτό, υποδηλώνει πως, οι δημιουργοί τους αφιέρωναν σκόπιμα τις περιορισμένες περιόδους της δραστηριότητάς τους σε υψηλότερες περιοχές για την κατασκευή και την μεταφορά των μεγάλων μνημείων, τα οποία απαιτούσαν περισσότερο μόχθο, σύμφωνα με την μελέτη, παρά τις παραπάνω λογιστικές δυσκολίες, όπως η παροχή τροφής και πόρων για τους εργάτες.
Η λατρεία του νερού στις κορυφές της Αρμενίας
Όλα τα στοιχεία – ο συσχετισμός με το νερό, το σχήμα των ψαριών, η τοποθεσία σε ακραία υψόμετρα, παρά το κόστος, όλα καταδεικνύουν το ίδιο συμπέρασμα: Ότι οι δρακόπετρες ήταν λατρευτικά μνημεία, αφιερωμένα στο νερό.
Η αβίαστη ώθηση των ανθρώπων για την έγερση των μνημείων σε υψηλότερα σημεία, μπορεί να συνδέεται με τη λατρεία του νερού, ως ζωογόνου δύναμης των κοιλάδων, συμπεραίνουν οι ερευνητές. Η κινητήριος δύναμη, ήταν η λατρεία.
Η τοποθέτηση των μνημείων αυτών κοντά σε κορυφές, με σημαντικότερα αποθέματα χιονιού, είχε βαθύ συμβολικό και πρακτικό νόημα. Το λιώσιμο του χιονιού από τις κορυφές είναι που δίνει ζωή στις κοιλάδες, ειδικά στη διάρκεια των ζεστών και ξηρών καλοκαιρινών μηνών.
H υπόθεση του Kalantar σχετικά με τη σύνδεσή τους με προϊστορικά αρδευτικά συστήματα, ακούγεται απόλυτα λογική. Οι «πέτρες του Δράκου» δεν ήταν απλώς κοντά σε νερό, αλλά εννοιοδοτούσαν και καθαγίαζαν την προέλευση του νερού.
Η διπλή συγκέντρωση των στηλών στα 1.900 και τα 2.700 μέτρα, μπορεί να συνδέεται με τα μοτίβα της εποχιακής μετανάστευσης ή των τελετουργικών προσκυνηματικών διαδρομών προς τις πηγές της ζωής σε αυτά τα ύψη.
Σημεία όπως είναι το Όρος Αραγκάτς ή η οροσειρά Γκεγχαμά, πλούσια σε νερό και αρχαιολογικά μνημεία, αντιπαραβάλλονται με άλλα, όπως είναι το Όρος Αραράτ, με πορώδη εδάφη και ελάχιστες πηγές νερού, όπου σπανίζουν και τα πολιτιστικά ευρήματα.
Η μελέτη, κορυφώνεται στην εξής σκέψη: Η ανθρώπινη ιστορία αποδεικνύει πως, οι λατρείες συνδέονται με τις πιο σημαντικές προσπάθειες των κοινωνιών. H ανάλυση των δρακόπετρων της Αρμενίας, υπερβαίνει την αρχαιολογία και φτάνει μέχρι τον κλάδο της ψυχολογίας και της οργάνωσης των πρώτων, σύνθετων κοινωνιών.
Αποκαλύπτει πως, πάνω από 6.000 χρόνια στο παρελθόν, οι κοινότητες των Αρμενικών υψιπέδων, ήθελαν να επενδύουν, καταβάλλοντας τεράστια ενέργεια και πόρους σε ένα – εμφανώς – μη χρηστικό έργο.
Δεν ήταν κάτι αυθαίρετο: Είναι η απόδειξη πάνω στην πέτρα, της βαθιά ριζωμένης πεποίθησης που κινητοποίησε μια ολόκληρη κοινότητα να φτάσει μέχρι τις πιο ψηλές κορυφές, αδιαφορώντας για τη λογική της διαφύλαξης ενέργειας, ώστε να εδραιώσει τα αιώνια σύμβολα της πίστης της στα σημεία από όπου αναβλύζει ζωή.