Σοφία Λόρεν: Το παγκόσμιο σύμβολο του σεξ – Ο θρυλικός έρωτας με τον Πόντι και η αγάπη για την Ύδρα

Της Ελένης Καραμήτσου

Παγκόσμιο σύμβολο του σεξ, μία ηθοποιός που κατέκτησε Ευρώπη και ΗΠΑ με το ταλέντο της, μία γυναίκα που έκαψε καρδιές διάσημων πρωταγωνιστών της εποχής αλλά κυρίευσε αυτήν που πραγματικά ήθελε. Μία γυναίκα που έζησε δυνατά κάθε στιγμή της αλλά κυρίως τον έναν και μοναδικό έρωτα που παρ’ ολίγον να την οδηγήσει στον αφορισμό από τον Πάπα.

Η Σοφία Λόρεν δεν μπορεί να περιγραφεί σε μερικές γραμμές. Είναι μία γυναίκα θύελλα με καθηλωτική εμφάνιση, μεσογειακό ταμπεραμέντο και επιβλητική προσωπικότητα. Μία γυναίκα πρότυπο και μία θρυλική ηθοποιός που άνοιξε τον δρόμο για τις νεότερές της. Σήμερα, Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020 συμπληρώνει τα 86α της χρόνια και αποδεικνύει ότι ο χρόνος είναι σύμμαχος σε ανθρώπους που ζουν τα όνειρα και τις στιγμές τους ακριβώς όπως επιθυμούν.

Η Σοφία Λόρεν γεννήθηκε στη Ρώμη στις 20 Σεπτεμβρίου 1934, ενώ ονομαζόταν Σοφία Βιλάνι Σικολόνε φέροντας και τα δύο επώνυμα των γονιών της, Ρικάρντο Σικολόνε και Ρομίλντα Βιλάνι, οι οποίοι δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Αν και απέκτησαν δεύτερη κόρη, το 1938, ο Ρικάρντο αρνήθηκε να παντρευτεί τη Ρομίλντα και την άφησε χωρίς υποστήριξη. Εκείνη, καθηγήτρια πιάνου που φιλοδοξούσε να γίνει ηθοποιός, πήρε τις κόρες της και επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα της, το Ποτσουόλι κοντά στη Νάπολη. Μεγάλωσε τις κόρες της με τη βοήθεια της μητέρας της.

Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το λιμάνι και τα εργοστάσια πυρομαχικών στο Ποτσουόλι έγιναν συχνά στόχοι βομβιστικών επιθέσεων από τους συμμάχους. Κατά τη διάρκεια μιας επιδρομής, καθώς η Σοφία έτρεχε προς το καταφύγιο, χτυπήθηκε από το θραύσμα μιας οβίδας στο σαγόνι. Στη συνέχεια, η οικογένεια μετακόμισε στη Νάπολη όπου τους περιμάζεψαν κάποιοι μακρινοί συγγενείς. Μετά τον πόλεμο, η οικογένειά της επέστρεψε στο Ποτσουόλι. Η γιαγιά Λουίζα διασκεύασε σε αίθουσα το σαλόνι του σπιτιού, πουλώντας σπιτικό λικέρ από κεράσι. Η Ρομίλντα έπαιζε πιάνο, η Μαρία τραγουδούσε και η ντροπαλή Σοφία, ένα λεπτοκαμωμένο κορίτσι, σέρβιρε και έπλενε τα πιάτα. Σε ηλικία 15 ετών η Λόρεν συμμετείχε στον διαγωνισμό ομορφιάς Μις Ιταλία, εκεί που γνώρισε και τον άνδρα της ζωής της Κάρλο Πόντι. Παρ’ ότι δεν κέρδισε, αναδείχθηκε από τις πρώτες.

Αργότερα ξεκίνησε μαθήματα υποκριτικής και επιλέχθηκε σε ρόλο κομπάρσου στην ταινία “Quo Vadis”, αφετηρία στην κινηματογραφική της καριέρα, ενώ ακολούθως άλλαξε και το όνομά της σε Σοφία Λόρεν. Λέγεται ότι η μητέρα της την έσπρωξε προς τη βιομηχανία του θεάματος για να πετύχει όσα δεν κατάφερε εκείνη που είχε την καλλιτεχνική φύση. Αφού την έστειλε στα καλλιστεία, ήταν εκείνη που τη συνόδευσε στη Σινετσιτά για να δοκιμάσει τις δυνάμεις της στην “Quo vadis”, όπου όταν ο σκηνοθέτης Μέρβιν Λιρόι κατάλαβε ότι η έφηβη ξέρει να λέει μόνο “ναι” στα αγγλικά, της προσέφερε έναν ρόλο χωρίς ατάκες. Εισέπραξε 50.000 λιρέτες, αρκετά χρήματα για να ταΐσει την οικογένειά της για δύο εβδομάδες. Η σχέση της με το φαγητό ακόμη κι όταν απέκτησε χρήματα ήταν έντονη. Η ίδια στην αυτοβιογραφία της έγραψε πως όταν ήταν υποψήφια για το Όσκαρ, δεν είχε το κουράγιο να ακούσει το αποτέλεσμα κι είχε κλειστεί στην κουζίνα. “Έκοβα κρεμμύδια για να κρύψω τα δάκρυά μου, στην κουζίνα ένιωθα ασφαλής” έχει γράψει ενώ παροιμιώδης εί ναι η φράση της “ό,τι βλέπετε, το οφείλω στις μακαρονάδες”.

Έως το τέλος της δεκαετίας του 1950, η Λόρεν άρχισε να διαγράφει λαμπερή πορεία στο Χόλιγουντ με ταινίες όπως αυτή του 1957 “Το παιδί και το δελφίνι” τα γυρίσματα της οποίας έγιναν στην Ύδρα, αλλά και το “Υπερηφάνεια και πάθος”, στην οποία συμπρωταγωνίστησε με τον Φρανκ Σινάτρα και τον Κάρι Γκραντ.

Απέκτησε παγκόσμια φήμη χάρη σε ένα συμβόλαιο για πέντε ταινίες με την Paramount Pictures. Ανάμεσα σ’ αυτές ήταν η “Πόθοι κάτω από τις λεύκες” στην οποία πρωταγωνίστησε στο πλευρό του Άντονι Πέρκινς, ενώ το σενάριο ήταν βασισμένο στο ομότιτλο έργο του Ευγένιου Ο’Νηλ. Επίσης, το “Σπίτι πάνω σε βάρκα”, μια ρομαντική κομεντί όπου συμπρωταγωνιστούσε με τον Κάρι Γκραντ και η “Διαβολογυναίκα” του Τζορτζ Κιούκορ στην οποία εμφανίστηκε για πρώτη φορά με ξανθά μαλλιά, φορώντας περούκα.

Ήταν το 1960 που η ερμηνεία της στην ταινία του Βιτόριο ντε Σίκα “Η Ατιμασμένη” της προσέφερε παγκόσμια καταξίωση, με βράβευσή της στα κινηματογραφικά φεστιβάλ των Καννών, της Βενετίας και του Βερολίνου, αλλά και στα Όσκαρ όπου απέσπασε Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου, το πρώτο σημαντικό Όσκαρ που δόθηκε σε μη-αγγλόφωνη ερμηνεία. Αρχικά, η θλιβερή, έντονη ιστορία μιας μητέρας και μιας κόρης που επιβιώνουν σε μια διαλυμένη από τον πόλεμο Ιταλία με την Άννα Μανιάνι στο ρόλο της μητέρας της Σοφία. Οι διαπραγματεύσεις, όμως, πιθανόν εξαιτίας της αμοιβής της, κατέρρευσαν και το σενάριο ξαναγράφηκε για να υποδυθεί η Λόρεν τη μητέρα και η Ελεονόρα Μπράουν την κόρη. Παρά την τυπική απεικόνιση κάθε όμορφης ηθοποιού ως «άδειας» και ανόητης, η Λόρεν ήταν γνωστή για την ευστροφία της και την έντονη διορατικότητά της. Στη δεκαετία του ’60 η Λόρεν κυριαρχούσε στη μεγάλη οθόνη, σε Ευρώπη και ΗΠΑ πρωταγωνιστώντας στο πλευρό γνωστών ηθοποιών. Το 1964, η καριέρα της έφτασε στο ζενίθ της, όταν έλαβε 1.000.000 δολάρια για να παίξει στην ταινία “Η Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας”.

Ανάμεσα στις πιο γνωστές ταινίες της Λόρεν από εκείνη την περίοδο είναι η επική παραγωγή του Σάμιουελ Μπρόνστον “Ελ Σιντ” (1961) με τον Τσάρλτον Ίστον, “Η εκατομμυριούχος” (1960) με τον Πίτερ Σέλερς, “Διακοπές στη Νάπολη” (1960) με τον Κλαρκ Γκέιμπλ, το “Χθες, Σήμερα, Αύριο” (1963) του Βιτόριο ντε Σίκα με το Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, η “Λαίδη Λ. (1965) του Πίτερ Ουστίνοφ με τον Πολ Νιούμαν, η κλασική ταινία του 1966 “Αραμπέσκ” με τον Γκρέγκορι Πεκ, και στην τελευταία ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν, Η “Κόμισσα από το Χονγκ Κονγκ” (1967) με τον Μάρλον Μπράντο. Παρά την αποτυχία πολλών ταινιών της να γεμίσουν τα ταμεία, η Λόρεν έχει μια εντυπωσιακή λίστα με συνεργασίες με διάσημους πρωταγωνιστές. Μερικές από τις πιο ελκυστικές της ερμηνείες περιλαμβάνουν τις ταινίες “Η Πριγκίπισσα Ολυμπία” (1960), “Madame Sans-Gêne” (1962), “Η Διαβολογυναίκα” (1960) και το “Μια φορά κι έναν καιρό” (1967).

Όμως, η Λόρεν είχε και μουσική καριέρα ηχογραφώντας περισσότερα από 25 τραγούδια, συμπεριλαμβανομένου και ενός άλμπουμ με κωμικά τραγούδια με τον Πίτερ Σέλερς, που έγινε ένα από τα πιο ευπώλητα της εποχής.

Λέγεται ότι η Λόρεν έπρεπε συχνά να αποκρούει τις ρομαντικές διαθέσεις του Σέλερς. Το διαζύγιό του με την πρώτη του γυναίκα, Αν Χάουι, οφειλόταν, εν μέρει στον έρωτα του Σέλερς για τη Λόρεν, η οποία έχει ξεκαθαρίσει σε πολλούς βιογράφους ότι ανταποκρίθηκε μόνο πλατωνικά στα συναισθήματα του Σέλερς. Αυτή η συνεργασία παρουσιάστηκε και στην ταινία “The Life and Death of Peter Sellers” όπου η ηθοποιός Σόνια Ακουίνο υποδύθηκε τη Λόρεν. Λέγεται πως για το τραγούδι “Where Do You Go To (My Lovely)” ο συνθέτης Peter Sarstedt το εμπνεύστηκε από τη Λόρεν.

Μόλις η Λόρεν έγινε μητέρα, άρχισε να δουλεύει λιγότερο. Πέρασε στα 40 και τα 50 της με ρόλους σε ταινίες συμπεριλαμβανομένης και της τελευταίας ταινίας του Ντε Σίκα “The Voyage” με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και την ταινία του Έτορε Σκόλα “Μια ξεχωριστή μέρα” με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι. Το 1980,η Λόρεν υποδύθηκε τον εαυτό της και τη μητέρα της σε μια τηλεοπτική μεταφορά της αυτοβιογραφίας της. Οι ηθοποιοί Ρίτζα Μπράουν και Κιάρα Φεράρι έπαιξαν τη Λόρεν σε νεαρότερη ηλικία.

Το 1982 πρωταγωνίστησε στα πρωτοσέλιδα όταν αναγκάστηκε να εκτίσει ποινή φυλάκισης 18 ημερών στην Ιταλία για κατηγορίες για φοροδιαφυγή, κάτι που δεν έκανε, όμως, κακό στην καριέρα και τη δημοτικότητά της. Στα 60 της, η Λόρεν έγινε πιο επιλεκτική με τις ταινίες, στις οποίες επέλεγε να παίξει και ασχολήθηκε με διάφορους επιχειρηματικούς κλάδους, όπως βιβλία μαγειρικής, οπτικά είδη, κοσμήματα και αρώματα. Κέρδισε, επίσης, θετικές κριτικές για τις ερμηνείες της στην ταινία “Ready to wear” του Ρόμπερτ Άλτμαν (η τελευταία ταινία της με τον Μαστρογιάννι) και στην κωμωδία του 1995 “Οι γκρινιάρηδες”, όπου έπαιξε μια μοιραία γυναίκα μαζί με τον Ουόλτερ Ματάου και τον Τζακ Λέμον. Το 1991, η Λόρεν έλαβε ένα τιμητικό Όσκαρ για τη συνεισφορά της στον παγκόσμιο κινηματογράφο ενώ την αποκάλεσαν «έναν από τους θησαυρούς του παγκόσμιου κινηματογράφου». Το 1995, έλαβε το τιμητικό Βραβείο Cecil B. DeMille στις Χρυσές Σφαίρες. Το 1993, παρουσίασε το Τιμητικό Βραβείο Όσκαρ, που δόθηκε στον Φεντερίκο Φελίνι. Το 1998 παρουσίασε το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, που απονεμήθηκε στον Ρομπέρτο Μπενίνι για την ταινία του “Η Ζωή Είναι Ωραία”. Το 2009, συμπαρουσίασε το Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου στην 81η Απονομή των Όσκαρ.

Έπειτα από τέσσερα χρόνια εκτός πλατό και δεκατέσσερα χρόνια χωρίς να έχει πρωταγωνιστήσει σε κάποια σημαντική αμερικανική κινηματογραφική παραγωγή, η Λόρεν συμμετείχε στην κινηματογραφική μεταφορά του “Nine”, μια ταινία του Ρομπ Μάρσαλ, βασισμένη σε ένα μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ που διηγείται την ιστορία του σκηνοθέτη Γκουίντο Κοντίνι, ο οποίος περνά την κρίση της μέσης ηλικίας, που τον κάνει να παλεύει να τελειώσει την τελευταία του ταινία και αναγκάζεται να ισορροπήσει ανάμεσα στις σημαντικές γυναίκες στη ζωή του, συμπεριλαμβανομένης και της μητέρας του. Η Λόρεν ήταν η πρώτη επιλογή του Μάρσαλ για να υποδυθεί τη μητέρα του Γκουίντο. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την έχει κατατάξει εικοστή πρώτη στη λίστα με τις 25 μεγαλύτερες σταρ όλων των εποχών.

Ο θρυλικός έρωτας με τον Πόντι, η πρόταση γάμου του Κάρι Γκραντ, και το “φονικό βλέμμα” στον Μάρλον Μπράντο

Καθοριστική στιγμή στη ζωή της ήταν το 1950, καθώς τότε γνώρισε τον άνδρα της ζωής της Κάρλο Πόντι, στη διάρκεια του διαγωνισμού ομορφιάς στον οποίο αυτή συμμετείχε και εκείνος ήταν κριτής. Αφού είχε βοηθήσει την καριέρα της Τζίνα Λολομπρίτζιτα να εκτοξευθεί, βοήθησε και τη Λόρεν να πάρει πολλούς μικρούς ρόλους. Αργότερα, ενώ ήταν στην Ατλάντα των ΗΠΑ το 1957, έβαλε δικηγόρους να του βγάλουν το διαζύγιό του στο Μεξικό από την τότε σύζυγό του Τζουλιάνα και ένα πιστοποιητικό του γάμου του με τη Λόρεν. Παντρεύτηκαν στις 17 Σεπτεμβρίου του 1957, σε μια μικρή, σύντομη και μυστική τελετή. Γιόρτασαν τον γάμο τους με ένα πριβέ δείπνο και λίγους καλούς φίλους στην ιδιωτικότητα της οικίας τους. Ωστόσο, τα διαζύγια δεν αναγνωρίζονταν στην Ιταλία, ενώ για τους καθολικούς Ιταλούς οι νόμοι ήταν εξαιρετικά αυστηρή. Τον επόμενο μήνα η Καθολική Εκκλησία,κατηγόρησε τον Πόντι για διγαμία και δεν αναγνώρισε τον γάμο με τη Λόρεν. Το ζευγάρι πέρασε διά πυρός και σιδήρου για να είναι μαζί με τους Ιταλούς να τους επιτίθενται επί χρόνια για τον έρωτά του. Το 1962 Λόρεν και Πόντι ακύρωσαν τον γάμο τους με τη σταρ να λέει ότι “με απειλούσαν με αφορισμό, πως θα καίγομαι στα καζάνια της κόλασης για μια αιωνιότητα, και για ποιον λόγο όλα αυτά; Επειδή είχα ερωτευτεί έναν άντρα του οποίου ο γάμος είχε τελειώσει πολύ πριν με γνωρίσει. Ήθελα να γίνω η γυναίκα του και να κάνω τα παιδιά του. Είχαμε κάνει ό,τι μπορούσαμε βάσει νόμου για να επισημοποιήσουμε τον γάμο μας, αλλά μας αποκαλούσαν δημόσια αμαρτωλούς. Θα έπρεπε να είχαμε πάει μήνα του μέλιτος αλλά το μόνο που θυμάμαι είναι να κλαίω για ώρες”. Ήταν το 1965 που ο Πόντι ήρθε σε διακανονισμό με την Τζουλιάνα στην οποία πρότεινε να μετακομίσουν οι τρεις τους στη Γαλλία, όπου επιτρέπονταν τα διαζύγια, και να γίνουν Γάλλοι πολίτες. Πράγματι, το 1965 η Τζουλιάνα Πόντι χώρισε τον άντρα της, επιτρέποντάς του να παντρευτεί τη Λόρεν. Ο πολιτικός γάμος έγινε στις 9 Απριλίου στις Σέβρες, κοντά στο Παρίσι. Με τον Πόντι απέκτησε δυο γιους, τον Κάρλο Πόντι Τζούνιορ και τον Εντοάρντο Πόντι. Ο τελευταίος παντρεύτηκε την ηθοποιό Σάσα Αλεξάντερ στη Γενεύη της Ελβετίας και απέκτησαν μαζί μια κόρη, τη Λουτσία Σοφία.Όσον αφορά στον Κάρι Γκραντ, η πρώτη τους συνάντηση ήταν στα γυρίσματα ταινίας το 1957. Παρά τα τριάντα χρόνια που τους χώριζαν και το γεγονός ότι αυτός ήταν ήδη παντρεμένος με την τρίτη του σύζυγό, δήλωνε παράφορα ερωτευμένος με τη Λόρεν, ενώ εκείνη ετοιμαζόταν να παντρευτεί τον Κάρλο Πόντι. Η Λόρεν στην αυτοβιογραφία της αποκαλύπτει ότι ο Γκραντ παρέμενε απτόητος στέλνοντάς της καθημερινά ερωτικά ραβασάκια και λουλούδια. “Με συγχωρείς, γλυκό μου κορίτσι. Σε πιέζω πάρα πολύ. Να προσευχηθείς -και το ίδιο θα κάνω και εγώ- μέχρι την επόμενη εβδομάδα. Αντίο Σοφία. Κάρι”, της έγραφε κρυφά από την τρίτη σύζυγό του και την παρακίνουσε

να προσευχηθούν μαζί για να τους καθοδηγήσει ο Θεός για το αν θα έπρεπε να εγκαταλείψουν τους συντρόφους τους. “Θα είσαι στις προσευχές μου” της έγραφε και “Αν θέλεις και εσύ, προσευχήσου με εμένα για τον ίδιο σκοπό. Όλα θα πάνε καλά και η ζωή θα είναι όμορφη”.

Το 1957, η Λόρεν πήρε τη σημαντικότερη απόφαση για τη ζωή της. Είχε ήδη σχέση με τον Πόντι και περίμενε να τον παντρευτεί ενώ από την άλλη την πολιορκούσε ο Γκραντ. Εκείνη έγραψε: “Έπρεπε να διαλέξω, ο Κάρλο ήταν Ιταλός, ανήκε στον κόσμο μου. Ήξερα ότι ήταν το σωστό πράγμα που έπρεπε να κάνω για μένα. Εκείνη την περίοδο δεν είχα ενοχές. Ήμουν ερωτευμένη με τον άντρα μου. Ήμουν πολύ τρυφερή με την Κάρι, αλλά ήμουν μόνο 23. Δεν μπορούσα να παντρευτώ έναν γίγαντα από μία άλλη χώρα και να αφήσω τον Κάρλο. Δεν ήμουν έτοιμη για ένα τόσο μεγάλο βήμα”. Παρά το γεγονός ότι αποφάσισε να μείνει με τον Ιταλό παραγωγό, ο Γκραντ συνέχισε να τη διεκδικεί. Το 1958 ξανασυναντήθηκαν σε μία ρομαντική κομεντί, που βασίστηκε σε ιδέα της συζύγου του Γκραντ, Μπέτσι Ντρέικ, η οποία αναμενόταν και να πρωταγωνιστήσει στο πλευρό του άνδρα της. Όμως αντικαταστάθηκε λόγω προβλημάτων στον γάμο τους. Η Λόρεν πήρε τη θέση της και η σεξουαλική ένταση με τον Γκραντ ήταν ολοφάνερη στη διάρκεια των γυρισμάτων. Παρά την πρόταση γάμου από τον Γκραντ η Λόρεν αποφάσισε να μείνει με τον Πόντι. Και έμεινε στο πλευρό του για 40 χρόνια, ως τον θάνατό του το 2007.

Στην αυτοβιογραφία της η Λόρεν αναφέρεται και στον Μάρλον Μπράντο και τη στενή πολιορκία του λέγοντας ότι τον “σκότωσε” με ένα βλέμμα στα γυρίσματα της ταινίας “A Countess from Hong Kong”. Περιγράφει ότι ο Μπράντο άπλωσε τα χέρια του πάνω της, κάτι που την εξόργισε: “Ξαφνικά έβαλε τα χέρια του πάνω μου. Εγώ γύρισα πολύ ήρεμα και του είπα: ”Μην τολμήσεις να το ξανακάνεις αυτό. Ποτέ ξανά”. Καθώς ένιωθα να τον συντρίβω με το βλέμμα μου, μου φάνηκε μικρός, ανυπεράσπιστος, θύμα της ίδιας του κακόφημης συμπεριφοράς”.

Η αγάπη της για την Ύδρα

Τον Νοέμβριο του 1956 πόζαρε μπροστά στην Ακρόπολη φορώντας μαντήλι, ενώ ήταν ξυπόλυτη. Είχε φτάσει στην Αθήνα δύο μήνες νωρίτερα, για τις ανάγκες των γυρισμάτων της ταινίας “Το παιδί και το δελφίνι”, με την οποία θα έκανε το ντεμπούτο της στον αμερικανικό κινηματογράφο.

Η Λόρεν παρέμεινε 39 ημέρες στην Ύδρα και πληρώθηκε 300.000 δολάρια, ενώ η ταινία κόστισε συνολικά 4.000.000 δολάρια. Μετά το τέλος των γυρισμάτων, οι κάτοικοι του νησιού συγκεντρώθηκαν στο λιμάνι για να αποχαιρετήσουν το συνεργείο, τους ηθοποιούς και τους παραγωγούς. Ο Ρουμάνος σκηνοθέτης Γιαν Νεγκουλέσκο είπε στους Υδραίους ότι μετά την προβολή της ταινίας έπρεπε να ετοιμαστούν να υποδεχθούν χιλιάδες τουρίστες. Στη συνέχεια όλοι μαζί επιβιβάστηκαν στο πλοίο “Ερμής” και έπλευσαν για τον Πειραιά, όπου η Σοφία Λόρεν δήλωσε στους δημοσιογράφους: “Δεν ξέρω από πού να αρχίσω. Από την ομορφιά του νησιού, την καλοσύνη των Υδραίων, από τη δουλειά που πήγε περίφημα; Είμαι τόσο ενθουσιασμένη απ’ όλα. Όμως, εκείνο που δεν θα λησμονήσω όσο ζω είναι η σημερινή ημέρα. Έπρεπε να βρισκόσαστε σε κάποια γωνιά της Ύδρας για να δείτε τις σκηνές αποχαιρετισμού με τους κατοίκους του νησιού” με τον σκηνοθέτη να προσθέτει: “Γυναίκες, άνδρες και παιδιά με δάκρυα στα μάτια μας αποχαιρετούσαν, μας αγκάλιαζαν, μας φιλούσαν. Είδα γριούλες που μόλις μπορούσαν να περπατήσουν να ασπάζονται με μητρική στοργή τη Σοφία. Και εκείνη, με δάκρυα στα μάτια, δεν ήξερε πως να αντιδράσει”.

Στους New York Times η Λόρεν είχε δηλώσει: “H Ύδρα είναι ένα από τα ομορφότερα μέρη του κόσμου”.

Στην ερώτηση αν υπάρχει κάποιο ξεχωριστό μέρος που έχει γυρίσει μια ταινία, η ηθοποιός απάντησε: “Γύρισα την ταινία “Το Παιδί και το Δελφίνι” στην Ελλάδα, στο νησί της Ύδρας, ένα από τα ομορφότερα μέρη του κόσμου. To θυμάμαι με πάρα πολύ μεγάλη χαρά. Γιατί για μένα, ήταν η στιγμή που ξεκίνησα στον αμερικανικό κινηματογράφο αλλά και η αρχή του έρωτα μου με τον άνδρα μου, οπότε είμαι συναισθηματικά δεμένη γιατί εκεί γνώρισα ουσιαστικά τον άνδρα μου. Ήταν μια περίοδος ευφορίας σε ένα μαγικό μέρος. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την Ύδρα” είχε πει σύμφωνα με τους ΝΥΤ.

Δέκα ημέρες πριν από τα 80ά της γενέθλια, η Σοφία Λόρεν αποφάσισε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Να διαλύσει μύθους και να διαψεύσει αναλήθειες που έχουν γραφεί για τη ζωή της. Και να εκθέσει «χωρίς φίλτρα» – όπως χαρακτηριστικά δήλωσε η ίδια – τα γεγονότα που τη σημάδεψαν σε ένα βιβλίο υπό τον τίτλο «Χθες, σήμερα, αύριο», ίδιο δηλαδή με εκείνον της βραβευμένης με Όσκαρ ταινίας του Βιτόριο ντε Σίκα στην οποία πρωταγωνιστούσε με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι (με τον οποίο διευκρινίζει ότι είχε κινηματογραφική χημεία, αλλά τίποτε περισσότερο) και περιλαμβάνει τη διάσημη σκηνή του στριπτίζ. “Επιτέλους θα μιλήσω εγώ για τη ζωή μου σε πρώτο πρόσωπο” είχε πει η Λόρεν και έτσι έκανε.

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ