Το πρόσφατο παραλήρημα μεγαλοϊδεατισμού του Τούρκου Προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος υπόσχεται ότι «θα απλώσει το χέρι» και σε άλλες περιοχές του κόσμου αποτυπώνει πλήρως τον τρόπο σκέψης και κυρίως τα μελλοντικά σχέδια για τις νέες εκστρατείες.
Του Χρήστου Μαζανίτη
«Έχουμε μεγάλες ευθύνες. Όπως στο Αφγανιστάν, στο Αζερμπαϊτζάν και στη Λιβύη. Απλώνοντας το χέρι μας στη Λιβύη, απλώνοντας το χέρι μας στο Αζερμπαϊτζάν φέραμε ηρεμία στην περιοχή. Όπως και στη Συρία, με τον ίδιο τρόπο και στο Ιράκ. Δόξα σοι έχουμε τη δυνατότητα, την πίστη, την αποφασιστικότητα, τον προγραμματισμό και την προετοιμασία για να αναλάβουμε τέτοιες ευθύνες» είπε ο Τούρκος Πρόεδρος.
Έχουν περάσει σχεδόν έντεκα χρόνια από τότε που οι χώρες της Βόρειας Αφρικής, διαδοχικά η μία μετά την άλλη μπήκαν στο μάτι του κυκλώνα και σ’ έναν κυκεώνα πολιτικών εξελίξεων που οδήγησε τελικά στην επονομαζόμενη «Αραβική Άνοιξη», μια φαινομενικά αυθόρμητη κίνηση πολιτών που εκδίωξε σημαίνοντες, «σχεδόν ισόβιους», αυταρχικούς ηγέτες όπως ο Mubarak στην Αίγυπτο και ο Ben Ali στην Τυνησία εγκαθιδρύοντας θεωρητικά πιο δημοκρατικά καθεστώτα.
Η αλήθεια βεβαίως είναι ότι λόγου χάρη στην Αίγυπτο η Μουσουλμανική Αδελφότητα του Mohamed Morsi που διαδέχθηκε τον αποπεμφθέντα Πρόεδρο Mubarak ήταν εξίσου αν όχι περισσότερο αυταρχική, στοχεύοντας επιπλέον στις θρησκευτικές ελευθερίες των πολιτών της, αποσκοπώντας στην επικράτηση ενός πιο ριζοσπαστικού Ισλάμ και τελικά στην καθολική επιβολή της shariah.
Η κατάσταση στην Τυνησία
Η Τυνησία από την άλλη, στην περίοδο που επακολούθησε της Αραβικής Άνοιξης, κινήθηκε σε πιο δημοκρατικά πλαίσια, διεξάγοντας τρεις δημοκρατικές εκλογικές διαδικασίες, στις οποίες ως επί το πλείστον κυριαρχούσαν τα κοσμικά κόμματα.
Εντούτοις τα πολιτικά κόμματα που πρεσβεύουν το πολιτικό Islam παρά την τελευταία τους εκλογική ήττα το 2014, επανήλθαν δριμύτερα το 2019 με το ισχυρότερο εξ’ αυτών, το Ennahdha που πρόσκειται στη Μουσουλμανική Αδελφότητα, να καταλαμβάνει την πλειοψηφία (52 από τις 217 έδρες) σε ένα ούτως ή άλλως κατακερματισμένο τυνησιακό κοινοβούλιο.
Πολιτικό αντίβαρο στην επιρροή της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στη χώρα και κατ’ επέκταση ανάχωμα στον άξονα Κατάρ – Τουρκίας αποτελεί η ανάρρηση στον προεδρικό θώκο της χώρας του Kaïs Saïed, ενός πρώην καθηγητή του συνταγματικού δικαίου, ο οποίος σε γενικές γραμμές ασκεί μετριοπαθή πολιτική. Ο σχηματισμός κυβέρνησης συνασπισμού όμως, με το κόμμα Ennahdha που διατηρεί άριστες σχέσεις με την Τουρκία, δημιούργησε ένα εκρηκτικό πολιτικό μείγμα, τις συνέπειες του οποίου βιώνει η Αραβική χώρα το πρόσφατο χρονικό διάστημα.
Η εμπλοκή της Τουρκίας στην Τυνησία είναι διαρκής και χρονολογείται ουσιαστικά από τότε που αποτελούσε επαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κορυφώθηκε όμως κατά τη διάρκεια του εμφυλίου στη Λιβύη. Τότε ο Τούρκος Πρόεδρος, κατά την επίσημη επίσκεψη του στην Τύνιδα πίεζε τον ομόλογό του Saïed, ώστε η Τυνησία να αναλάβει δράση στην γειτονική της χώρα, απειλώντας ότι σε περίπτωση ήττας του Κυβέρνησης της Τρίπολης και του Sarraj, οι συνέπειες για τον λαό της Τυνησίας θα ήταν ολέθριες.
Εν ολίγοις, η Τουρκία πίεζε την Τυνησία να καταστεί εναλλακτικός οδός διοχέτευσης του τουρκικού πολεμικού υλικού που συνέρρεε για την υποστήριξη της πολιορκούμενης Λιβυκής κυβέρνησης. Τελικά ο Τυνήσιος Πρόεδρος δεν ενέδωσε στις τουρκικές «σειρήνες» και υπό την πίεση της κοινής γνώμης που αντιδρούσε έντονα στην εμπλοκή της χώρας σε πόλεμο, πολλώ δε μάλλον συντασσόμενη με τον άξονα Άγκυρας – Ντόχα, διατήρησε όσο μπορούσε την ουδετερότητά του.
Επιπλέον οι οικονομικές συναλλαγές της χώρας με την Τουρκία μετά την Αραβική Άνοιξη και τη συμμετοχή μουσουλμανικών κομμάτων είτε άμεσα στις κυβερνήσεις είτε ως σημαντικοί πόλοι εξουσίας είναι ανθηρές, έχοντας ανέλθει σε ιστορικό υψηλό πέρσι διαμορφώνοντας το εμπορικό έλλειμμα με την Άγκυρα στα 642 εκατομμύρια δολάρια.
Όσο η οικονομική εξάρτηση της Τυνησίας από την Τουρκία αυξανόταν, τόσο εντατικοποιούνταν και οι πολιτικές παρεμβάσεις της δεύτερης η οποία με «δούρειο ίππο» τα φίλα προσκείμενα σε αυτήν πολιτικά κόμματα για την εξυπηρέτηση των γεωπολιτικών της συμφερόντων. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα τοπικά μέσα τα οποία μετέδιδαν την επίσκεψη Ερντογάν στις αρχές του 2020 στο παραθαλάσσιο προάστιο της Καρχηδόνας, τον παρομοίαζαν με αποικιοκράτη ο οποίος ήρθε να επιβάλλει τις απόψεις του και όχι να συζητήσει με τον Saïed.
Είναι γνωστό ότι μια χώρα η οποία δεν έχει πλήρως αποκρυσταλλώσει τον δημοκρατικό της προσανατολισμό και με αδύναμη οικονομία, είναι ευάλωτη σε κρίσεις. Η πολιτική κρίση που διέρχεται η χώρα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αποτυχία της παρούσας τυνησιακής κυβέρνησης στην οποία πρωτοστατεί το φιλοτουρκικό κόμμα Ennahdha, να διαχειριστεί αποτελεσματικά την πανδημία, σε συνδυασμό με τις κακές επιδόσεις της στην οικονομία που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στη φτωχοποίηση του τυνησιακού λαού.
Η συνεπακόλουθη απόφαση του Τυνήσιου Προέδρου να πάψει την κυβέρνηση και να αναστείλει τη λειτουργία του Κοινοβουλίου για 30 ημέρες επικαλούμενος σχετική διάταξη του Συντάγματος αντιμετωπίστηκε με ανησυχία από την Διεθνή Κοινότητα. Αυτή η εξέλιξη όμως ενόχλησε ιδιαίτερα την Άγκυρα η οποία μπροστά στον ορατό πλέον κίνδυνο να χάσει τα ερείσματά της στην Αραβική χώρα έσπευσε να υιοθετήσει το αφήγημα της αποπεμφθείσας κυβέρνησης περί πραξικοπήματος.
Ακόμα πιο σημαντικό όμως είναι ότι το λεγόμενο κίνημα της «Αραβικής Άνοιξης» που ξεκίνησε από την Τυνησία το 2011 φαίνεται ότι αποτυγχάνει και παίρνει άλλη τροπή. Αντίστοιχα με την Αίγυπτο, όπου ο Πρόεδρος Αλ-Σίσι εκδίωξε τους εκπροσώπους της μουσουλμανικής αδελφότητας και άλλαξε την πορεία της χώρας, αυτή μπορεί να είναι μία πιθανή εξέλιξη και στη Τυνησία.
Δεν είναι απίθανο φυσικά, πέραν από τις ρηματικές καταδίκες του Τούρκου ΥΠΕΞ Τσαβούσογλου να ενεργοποιηθούν κι οι υπόγειοι μηχανισμοί του τουρκικού παρακράτους ώστε να επιχειρήσουν να αναστρέψουν τη δυσμενή για τα νεοοθωμανικά σχέδια εξέλιξη. Άλλωστε δεν θα είναι η πρώτη φορά ούτε φυσικά η τελευταία! Το έχουν πράξει στη Συρία, στη Λιβύη και στο Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Το ζήτημα είναι αν η Διεθνής Κοινότητα θα ανεχτεί μια παρόμοια κατάσταση όπως αυτή που βιώσαμε πέρσι στη Λιβύη, αποδεχόμενη σιωπηλά ότι η Τουρκία έχει το δικαίωμα να επεμβαίνει όποτε και όπου αυτή κρίνει σκόπιμο.
Οψόμεθα!