Η επιδραστική μπάντα του John Mayall, οι Bluesbreakers, αποτέλεσε ιδανικό καλλιτεχνικό «σπίτι» για μεγάλα ονόματα της μουσικής.
Από μία ανάρτηση στον λογαριασμό του John Mayall στο Instagram έγινε γνωστός ο θάνατός του, λέγοντας ότι ο μουσικός πέθανε τη Δευτέρα στο σπίτι του στην Καλιφόρνια. «Τα προβλήματα υγείας που ανάγκασαν τον John να τερματίσει την επική του καριέρα στις περιοδείες, οδήγησαν τελικά στην ειρήνη έναν από τους μεγαλύτερους πολεμιστές του δρόμου σε αυτόν τον κόσμο», ανέφερε η ανάρτηση.
Ο Mayall συνέβαλε στην ανάπτυξη της βρετανικής εκδοχής των blues, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αναβίωση του είδους στα τέλη της δεκαετίας του 1960 στην Ευρώπη. Σε διάφορες περιόδους, από τους Bluesbreakers πέρασαν οι Eric Clapton και Jack Bruce, που αργότερα δημιούργησαν τους Cream, τους Mick Fleetwood, John McVie και Peter Green των Fleetwood Mac, τον Mick Taylor, ο οποίος έπαιξε πέντε χρόνια με τους Rolling Stones, τους Harvey Mandel και Larry Taylor των Canned Heat και τους Jon Mark και John Almond, οι οποίοι στη συνέχεια σχημάτισαν τους Mark-Almond Band.
Όπως σημειώνει ο Guardian, σε συνεντεύξεις του δήλωνε ότι δεν ήταν «ανιχνευτής ταλέντων», αλλά έπαιζε από αγάπη για τη μουσική που είχε ακούσει για πρώτη φορά στους δίσκους 78 στροφών του πατέρα του.
«Ηγούμαι ενός συγκροτήματος και ξέρω τι θέλω να παίζει στο συγκρότημά μου – ποιοι μπορούν να είναι καλοί μου φίλοι», δήλωσε ο Mayall σε συνέντευξή του στο Southern Vermont Review. «Είναι σίγουρα μια οικογένεια».
Αν και ο Mayall δεν πλησίασε ποτέ τη φήμη των μουσικών που έπαιξαν στο συγκρότημά του, εξακολουθούσε να εμφανίζεται στα τέλη της δεκαετίας του ’80, παίζοντας τη δική του εκδοχή των blues του Σικάγο.
«Δεν είχα ποτέ μια δισκογραφική επιτυχία, δεν κέρδισα ποτέ ένα Grammy και το Rolling Stone δεν έχει γράψει ποτέ ένα άρθρο για μένα», είπε σε συνέντευξή του στο Santa Barbara Independent το 2013. «Εξακολουθώ να είμαι ένας underground καλλιτέχνης».
Γνωστός για τη φυσαρμόνικα και το παίξιμο των πλήκτρων του, ο Mayall είχε 1 υποψηφιότητα για Grammy για το «Wake Up Call» και μια δεύτερη υποψηφιότητα το 2022 για το άλμπουμ του «The Sun Is Shining Down». Κέρδισε επίσης επίσημη αναγνώριση στη Βρετανία με το βραβείο OBE, βρεταινικό ιπποτικό παράσημο που επιβραβεύει τη συνεισφορά στις τέχνες και τις επιστήμες, το 2005.
Επιλέχθηκε για την τάξη του 2024 στο Rock & Roll Hall of Fame, ενώ το άλμπουμ του 1966 «Blues Breakers With Eric Clapton», θεωρείται ένα από τα καλύτερα βρετανικά blues άλμπουμ.
Ο Mayall γεννήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 1933 στην πόλη Macclesfield του Cheshire, νότια του Μάντσεστερ. O Mayall είπε κάποτε: «Ο μόνος λόγος που γεννήθηκα στο Macclesfield ήταν επειδή ο πατέρας μου ήταν πότης και εκεί ήταν η αγαπημένη του παμπ».
Το πιάνο ήταν το κύριο όργανό του, αν και έπαιζε επίσης κιθάρα και φυσαρμόνικα, καθώς και τραγουδούσε με μια χαρακτηριστική φωνή. Βοηθούμενος μόνο από τον ντράμερ Keef Hartley, ο Mayall έπαιξε όλα τα υπόλοιπα όργανα για το άλμπουμ του «Blues Alone» του 1967.
Ο Mayall αποκαλείται συχνά «πατέρας των βρετανικών μπλουζ», αλλά όταν μετακόμισε στο Λονδίνο το 1962, στόχος του ήταν να απορροφήσει την εκκολαπτόμενη blues σκηνή. Οι Bluesbreakers βασίστηκαν σε μια κοινότητα μουσικών που μπαινόβγαιναν σε διάφορα συγκροτήματα. Το μεγαλύτερο όνομα του Mayall ήταν ο Clapton, ο οποίος είχε εγκαταλείψει τους Yardbirds και εντάχθηκε στους Bluesbreakers το 1965 επειδή δεν ήταν ευχαριστημένος με την εμπορική κατεύθυνση των Yardbirds.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Ο Mayall και ο Clapton μοιράζονταν το ίδιο πάθος για τα μπλουζ του Σικάγο και ο κιθαρίστας θυμόταν αργότερα ότι ο Mayall είχε «την πιο απίστευτη συλλογή δίσκων που είχα δει ποτέ».
Ο Mayall ανέχθηκε την ιδιοτροπία του Clapton, ο οποίος εξαφανίστηκε λίγους μήνες μετά την ένταξή του στο συγκρότημα, στη συνέχεια επανεμφανίστηκε αργότερα την ίδια χρονιά, παραγκωνίζοντας τον νεοαφιχθέντα Peter Green, και στη συνέχεια έφυγε οριστικά το 1966 με τον Jack Bruce για να σχηματίσουν τους Cream, οι οποίοι ηχογράφησαν εμβληματικά άλμπουμς, αφήνοντας τον Mayall πολύ πίσω.
Ο Clapton, μιλώντας σε ένα ντοκιμαντέρ του BBC για τον Mayall το 2003, ομολόγησε ότι «σε κάποιο βαθμό χρησιμοποίησα τη φιλοξενία του, χρησιμοποίησα το συγκρότημά του και τη φήμη του για να ξεκινήσω τη δική μου καριέρα».
Ο Clapton πρόσθεσε: «Νομίζω ότι είναι ένας σπουδαίος μουσικός. Απλά θαυμάζω και σέβομαι τη σταθερότητα του».
Ο Mick Taylor, ο οποίος διαδέχτηκε τον Peter Green ως Bluesbreaker στα τέλη της δεκαετίας του 1960, εκτιμούσε το μεγάλο περιθώριο που επέτρεπε ο Mayall στους σολίστες του. «Είχες πλήρη ελευθερία να κάνεις ό,τι ήθελες», είπε ο Taylor σε συνέντευξή του το 1979 στον συγγραφέα Jas Obrecht. «Μπορούσες επίσης να κάνεις όσα λάθη ήθελες».
Η δεκαετία του ’70 βρήκε τον Mayall να αντιμετωπίζει προσωπικά προβλήματα, αλλά εξακολουθούσε να περιοδεύει και να κάνει περισσότερες από 100 συναυλίες το χρόνο.
«Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, έδινα τις περισσότερες συναυλίες μου μεθυσμένος», είπε ο Mayall σε συνέντευξή του στον Dan Ouellette για το περιοδικό DownBeat το 1990. Μια από τις συνέπειες ήταν μια απόπειρα να πηδήξει από ένα μπαλκόνι σε μια πισίνα, η οποία απέτυχε – συντρίβοντας μία από τις φτέρνες του Mayall και αφήνοντάς τον κουτσαίνοντας.
«Αυτό ήταν ένα περιστατικό που με έκανε να σταματήσω να πίνω», είπε ο Mayall.
Ο Mayall και η δεύτερη σύζυγός του, Maggie, χώρισαν το 2011 μετά από 30 χρόνια γάμου. Είχαν δύο γιους. Ήταν 90 χρονών.