Παυλόπουλος: Η πρόοδος της τεχνολογίας μεταβάλλει τα δεδομένα της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος κήρυξε την έναρξη των εργασιών της ημερίδας με θέμα: «ARTIFICIAL INTELLIGENCE AND THE RULE OF LAW» που διοργανώνεται από το «Institute of Electrical and Electronics Engineers» στο Λαγονήσι, αφιερώνοντας την ομιλία του, στον αείμνηστο Μιχάλη Δερτούζο, τον πρωτοπόρο και οραματιστή επιστήμονα του ΜΙΤ στον τομέα της Πληροφορικής και της Ψηφιακής Τεχνολογίας. Μάλιστα, σημείωσε, ότι ήταν «Εκείνος, ο οποίος τόσο έγκαιρα επισήμανε, μεταξύ άλλων, την ανάγκη της αμιγώς ανθρωπιστικής χρήσης του υπολογιστή και της πληροφορικής, δηλαδή, εν τέλει, την ανάγκη να τεθεί η τεχνολογία στην υπηρεσία του ανθρώπου και να υπάρξει, επέκεινα, αρμονική συμβίωση του κόσμου της τεχνολογίας και των ανθρωπιστικών επιστημών».

Κατά την ομιλία του, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναφέρθηκε αναλυτικά στα πολύ σημαντικά επιτεύγματα της τεχνολογίας και τις εφαρμογές τους στη σύγχρονη ζωή, αλλά ταυτόχρονα και στις «σκοτεινές» πλευρές της τεχνολογικής προόδου, τις οποίες καλείται σήμερα ν’ αντιμετωπίσει, από την πλευρά του και κατά την θεσμική και πολιτική αποστολή του, ο κανόνας Δικαίου, υπερασπιζόμενος, ταυτοχρόνως, το Κράτος Δικαίου και την αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, ιδίως σε ό,τι αφορά την αποτελεσματική άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Όπως τόνισε ο κ. Παυλόπουλος, αποτελεί γεγονός αναμφισβήτητο, τόσο στον χώρο των Θετικών Επιστημών όσο και σ’ εκείνον της Νομικής Επιστήμης εν γένει, ότι η ραγδαία πρόοδος της τεχνολογίας μεταβάλλει, μ’ εξίσου ραγδαίους ρυθμούς, τα δεδομένα της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας, επί των οποίων επιδρά, αμέσως ή και εμμέσως, γεγονός το οποίο έχει μεγάλης κλίμακας επιπτώσεις -θεσμικές και όχι μόνο- επί του, lato sensu, Κανόνα Δικαίου, ο οποίος καλείται, in concreto, να ρυθμίσει κανονιστικώς τις κάθε είδους κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις, που αναπτύσσονται από τα μέλη του κοινωνικού συνόλου, επί του οποίου εφαρμόζεται.

Αναφερόμενος στις «σκοτεινές» πλευρές της τεχνολογικής προόδου, υπογράμμισε δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα βγαλμένα από την σύγχρονη καθημερινότητα, που παρουσιάζουν την διάσταση του προβλήματος, όπως σημείωσε: «Δεν είναι η τεχνολογική υφή του διαδικτύου που οδηγεί στον ευτελισμό της γνώσης και στην «αποθέωση» της πληροφορίας. Είναι, αντιθέτως, ο πρόχειρος έως απλουστευτικός τρόπος, με τον οποίο ο σύγχρονος άνθρωπος βιώνει τον «κόσμο» του διαδικτύου, σαν να πρόκειται για ένα «σύμπαν», το οποίο έχει ως προορισμό όχι την διευκόλυνση της ανθρώπινης δημιουργίας αλλά την ολική της μετάλλαξη, έτσι ώστε να «πλέει» σε μια «θάλασσα» «εύπεπτων» διανοητικών φαντασιώσεων».

Επίσης, η «τεχνολογική ανεργία» δεν συνιστά νομοτελειακή παρενέργεια της τεχνολογικής προόδου. Και τούτο διότι ναι μεν η τεχνολογική πρόοδος προκαλεί σημαντική απώλεια θέσεων εργασίας σε πολλούς τομείς απασχόλησης, οι οποίοι μας είναι εξαιρετικά οικείοι από το παρελθόν. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι έχουμε ολιγωρήσει ασυγχώρητα να χρησιμοποιήσουμε και την πρόοδο της τεχνολογίας, ώστε να δημιουργηθούν νέες, πρόσφορες, θέσεις εργασίας, οι οποίες κάλλιστα θα μπορούσαν να καλύψουν το προαναφερόμενο κενό.

Αυτές τις «σκοτεινές» πλευρές της τεχνολογικής προόδου καλείται σήμερα ν’ αντιμετωπίσει, από την πλευρά του και κατά την θεσμική και πολιτική αποστολή του, ο κανόνας Δικαίου, υπερασπιζόμενος, ταυτοχρόνως, το Κράτος Δικαίου και την αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, ιδίως σε ό,τι αφορά την αποτελεσματική άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Αυτή η διπλή αποστολή του κανόνα Δικαίου, έναντι των τόσο σημαντικών, θετικών ή αρνητικών, επιπτώσεων της τεχνολογίας, έχει την ρίζα της στην άρρηκτη σχέση, η οποία τον συνδέει με το Κράτος Δικαίου, καθώς και με την επέκεινα ευθεία σύνδεση του Κράτους Δικαίου με την αντιπροσωπευτική Δημοκρατία».

Ειδικότερα, ο Πρόεδρος σημείωσε, ότι αν ο Κανόνας Δικαίου υπερκερασθεί, ως προς τις κανονιστικές του διαστάσεις, από την τεχνολογική εξέλιξη και βρεθεί σ’ ένα είδος αδυναμίας θεσμικής τιθάσευσης των αρνητικών της επιπτώσεων, τούτο θα έχει άμεση αρνητική επιρροή πάνω στα θεσμικά και πολιτικά θεμέλια του Κράτους Δικαίου, άρα και της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

Κατά λογική ακολουθία, αποκτά, αναμφισβήτητα, μεγάλο θεσμικό και πολιτικό ενδιαφέρον η έρευνα αφενός του φαινομένου της κανονιστικής αποδυνάμωσης του Κανόνα Δικαίου λόγω της επίδρασης της Τεχνολογίας επί του ρυθμού εξέλιξης των κοινωνικών και οικονομικών δεδομένων, τα οποία ο Κανόνας Δικαίου καλείται να πλαισιώσει ρυθμιστικώς. Και, αφετέρου, των μέσων, τα οποία πρέπει να ενεργοποιηθούν, προκειμένου το φαινόμενο αυτό να μην φθείρει περισσότερο τόσο τον Κανόνα Δικαίου όσο και το Κράτος Δικαίου, άρα την ίδια την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία.

«Υπό τα δεδομένα αυτά, η ως άνω έρευνα δικαιολογεί πλήρως την προαναφερόμενη, έστω και άκρως συνοπτική, θεώρηση του θεσμικού και πολιτικού διανύσματος, το οποίο συνδέει τον Κανόνα Δικαίου με το Κράτος Δικαίου και την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία. Πολλώ μάλλον, όταν στην Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία οι κανόνες δικαίου παράγονται από τον δημοκρατικώς νομιμοποιημένο Νομοθέτη και, βάσει της αρχής του Κράτους Δικαίου και της εξ αυτού εκπορευόμενης Αρχής της Νομιμότητας, δεσμεύουν την Εκτελεστική και την Δικαστική Εξουσία ώστε, τελικώς, να πραγματώνεται η Λαϊκή Κυριαρχία ως θεμέλιο του Πολιτεύματος» υπογράμμισε ο κ. Παυλόπουλος.

Ωστόσο, παρατήρησε ότι σε αυτή του την μεγάλη αποστολή ο Κανόνας Δικαίου υπονομεύεται από την κανονιστική του σχετικότητα, όπως αυτή εμφανίζεται είτε ως εγγενής είτε ως επίκτητη. «Σε αυτή δε την επίκτητη κανονιστική σχετικότητα του Κανόνα Δικαίου συμβάλλει, ως ένα βαθμό αρνητικά -φυσικά μαζί με άλλες αιτίες, μεταξύ των οποίων βαρύνουσα σημασία έχει η «επικυριαρχία» του οικονομικού επί του θεσμικού, λόγω της φύσης της οικονομικής παγκοσμιοποίησης- και η ραγδαία εξέλιξη της Τεχνολογίας. Τούτο οφείλεται, ιδίως, στο ότι εξαιτίας αυτής της εξέλιξης μεταβάλλονται, αντιστοίχως, με τόσο ραγδαίο ρυθμό και οι κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις, ώστε ο Κανόνας Δικαίου είναι σχεδόν αδύνατο να προσαρμόσει το κανονιστικό του πεδίο στις ως άνω μεταβολές, χάνοντας έτσι, εν τη γενέσει του πολλές φορές, την κανονιστική του αξία και αξιοπιστία» επισήμανε ο Πρόεδρος.

Ακολούθως, παρατήρησε ότι αυτή την κανονιστική ανεπάρκεια του Κανόνα Δικαίου έναντι και της τεχνολογικής προόδου καλούνται να καλύψουν:

Πρώτον, ο Νομοθέτης, προσαρμόζοντας τη νομοθετική του πρωτοβουλία στα νέα δεδομένα και αξιοποιώντας στο έπακρο κάθε κατάλληλη τεχνοκρατική βοήθεια και συνδρομή κατά την θέσπιση του Κανόνα Δικαίου.

Και, δεύτερον, -αλλά πρωτίστως- ο Δικαστής, ο οποίος, φθάνοντας ως τα όρια της διαπλαστικής νομολογίας, κυρίως όταν θίγεται ο ίδιος ο πυρήνας συγκεκριμένων Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καλείται να προσαρμόσει, μέσω των κατάλληλων μεθόδων ερμηνείας και του συνδυασμού τους, την ρύθμιση του Κανόνα Δικαίου στα μεταβαλλόμενα δεδομένα της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας, δίνοντάς του έτσι «θεσμική ζωή», προκειμένου να συνεχίσει την ρυθμιστική του πορεία κατά την επιτέλεση της κανονιστικής του αποστολής.

Πηγή πληροφοριών: ΑΠΕ – ΜΠΕ

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ