Τζανακόπουλος: Δεν υφίσταται νομοθετική ρύθμιση για τη διατήρηση των Κ.Ο.

“Δεν υπάρχει καμία τέτοια νομοθετική ρύθμιση. Δεν υφίσταται τέτοια νομοθετική ρύθμιση” δήλωσε ο Υπουργός Επικρατείας και Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος, στον ρ/σ «ΕΡΑ Κρήτης», απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με τα δημοσιεύματα για τη νομοθετική ρύθμιση για τη διατήρηση των κοινοβουλευτικών ομάδων.

Εμείς αυτό που είπαμε χθες, ήταν ότι έχει δημιουργηθεί μια συνθήκη στο ελληνικό Κοινοβούλιο επί της οποίας θα πρέπει να τοποθετηθούν όλες οι πολιτικές δυνάμεις. Σκεφτείτε το εξής. Εξαιτίας της διαμόρφωσης του πολιτικού σκηνικού κατά την περίοδο της κρίσης, έχουν προκύψει μια σειρά από ζητήματα με κυριότερο το εξής: πολιτικά κόμματα, τα οποία έχουν λάβει το 3% στις βουλευτικές εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015, έχουν λάβει πάνω από 3%, είτε έχουν βρεθεί χωρίς Κ.Ο, όπως είναι «ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ», είτε κινδυνεύουν, ενδεχομένως, να βρεθούν χωρίς Κ.Ο, με δεδομένες δηλώσεις οι οποίες έχουν γίνει. Εμείς τι λέμε; Λέμε, ότι πρέπει να ανοίξει ένας πολιτικός διάλογος, να τοποθετηθούν όλες οι πολιτικές δυνάμεις σε σχέση με τον τρόπο που θεωρούν ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί αυτό το ζήτημα. Εμείς δεν θεωρούμε ορθό πολιτικά να διαλύονται κοινοβουλευτικές ομάδες ή, εν πάση περιπτώσει, να αποστερούνται τα πολιτικά κόμματα των δικαιωμάτων” σχολίασε.

Δεν είναι ζήτημα προνομίων. Είναι ζήτημα δικαιωμάτων, κατά τη γνώμη μου, που έχουν από τον Κανονισμό της Βουλής, εξαιτίας αποχωρήσεων βουλευτών. Επομένως, εδώ είναι μια πολιτική συνθήκη, η οποία και ενόψει απλής αναλογικής θα πρέπει να συζητηθεί και να συζητηθεί με μια σοβαρότητα” συμπλήρωσε.

“Οι «ασκοί του Αιόλου» νομίζω ότι έχουν ανοίξει στην Ευρώπη, αλλά όχι εξαιτίας των προοδευτικών δυνάμεων της αριστεράς. Έχουν ανοίξει εξαιτίας της έντονης λαϊκής δυσαρέσκειας, η οποία βρίσκει πολιτική έκφραση σε αρκετές χώρες, κυρίως της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, στην ακροδεξιά. Και βλέπουμε ότι και εδώ, στην χώρα μας, υπάρχουν τέτοια πολιτικά ρεύματα και νομίζω ότι είναι αναγκαία μια συμπόρευση, είναι αναγκαίες οι πολιτικές συγκλίσεις, είναι αναγκαίος ο πολιτικός διάλογος μεταξύ των προοδευτικών δυνάμεων, της αριστεράς, της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, της φιλελεύθερης κεντροαριστεράς, για να μπορέσουμε να απαντήσουμε στα μεγάλα πολιτικά ερωτήματα του καιρού μας, ένα από τα οποία, το κεντρικό ίσως, είναι με ποιο πολιτικό πρόγραμμα, με ποια πολιτικά προτάγματα πρέπει να προχωρήσουμε μπροστά για να μπορέσουμε να γίνουμε εμείς, ο χώρος ο προοδευτικός και ο αριστερός, εκφραστές της λαϊκής δυσαρέσκειας από τη μία μεριά, αλλά και των λαϊκών προσδοκιών από την άλλη, για μια καλύτερη ζωή, για μία βελτίωση της καθημερινότητας και του επιπέδου ζωής” ανέφερε.

“Αν το ΚΙΝΑΛ έχει να κατηγορεί κάποιον για το γεγονός ότι προοδευτικός κόσμος, κόσμος, ο οποίος, εν πάση περιπτώσει, εντασσόταν ή καταγωγικά προερχόταν από τον χώρο της κεντροαριστεράς, σιγά – σιγά μετατοπίζεται και βλέπει ότι ο πολιτικός φορέας που μπορεί να εκφράσει τις πολιτικές του ανησυχίες, τις πολιτικές του θέσεις, δεν βρίσκεται στο ΚΙΝΑΛ, αλλά βρίσκεται στην ευρύτερη προοδευτική σύγκλιση με τον ΣΥΡΙΖΑ και την αριστερά. Αν, λοιπόν, κάποιον θα είχε να κατηγορεί το ΚΙΝΑΛ, θα ήταν τον εαυτό του. Και θα σας πω γιατί. Το ζήτημα της Συμφωνίας των Πρεσπών, φυσικά, ήταν καταλύτης, και νομίζω ότι θα συμφωνήσετε μαζί μου ότι πρόκειται για ένα κορυφαίο προγραμματικό ζήτημα, στη βάση του οποίου εκκίνησε αυτός ο διάλογος, εκκίνησε αυτή η συζήτηση, εκκίνησαν όλες αυτές οι πρωτοβουλίες σύγκλισης. Άρα, λοιπόν, καμία σχέση με μεταγραφολογία δεν έχει όλη αυτή η πολιτική κινητικότητα, αν θέλετε, αντιθέτως, εκκινεί από πραγματικές πολιτικές ανάγκες και από κοινές απαντήσεις που δίδονται σε ένα πολιτικό ερώτημα, που είναι υψηλότατης σημασίας και υψηλότατης καταγραφής στη δημόσια συζήτηση, της Συμφωνίας των Πρεσπών”.

Η Συμφωνία των Πρεσπών ήταν καταλύτης και θα σας εξηγήσω ακριβώς, τι εννοώ. Το ΚΙΝΑΛ στη Συμφωνία των Πρεσπών αποφάσισε να βάλει σφραγίδα, και να θέσει ένα πολύ σαφές πολιτικό στίγμα μέσω της ταύτισής του, όχι μόνο με την πολιτική τοποθέτηση της ΝΔ, της ακραίας πια ΝΔ, η οποία αρνήθηκε να υποστηρίξει τη Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά και μέσω της επιχειρηματολογίας την οποία ανέδειξε και η πολιτική του ηγεσία και πολλοί από τους βουλευτές του μέσα στο Κοινοβούλιο. Απομακρύνθηκε από την πολιτική του παράδοση, απομακρύνθηκε από μία στάση κεντροαριστερής η σοσιαλδημοκρατικής μετριοπάθειας και, ακριβώς, για αυτό τον λόγο, νομίζω, ότι το ίδιο πυροδότησε τη διαδικασία αποσύνθεσής του. Το Ποτάμι σας θυμίζω ότι έφυγε από το ΚΙΝΑΛ με αφορμή, μάλλον όχι με αφορμή, με αιτία τη Συμφωνία των Πρεσπών, η ΔΗΜΑΡ αποχωρεί από το ΚΙΝΑΛ, επίσης με αιτία τη Συμφωνία των Πρεσπών και την τοποθέτηση του ΚΙΝΑΛ σε σχέση με αυτό το ζήτημα, και, από εκεί και πέρα, νομίζω ότι με τον τρόπο αυτό, πλέον, το ΚΙΝΑΛ απέδειξε με τον πιο σαφή και κατηγορηματικό τρόπο, ότι η σύγκλισή του με τη ΝΔ έχει φτάσει στο επίπεδο της ταύτισης πια”.

Αυτό που μπορώ εγώ να σας πω για τον ΣΥΡΙΖΑ και για τον τρόπο που θα πορευτεί η Αριστερά, είναι συγκεκριμένο. Δηλαδή, ο ΣΥΡΙΖΑ ανήκει στο κόμμα της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Ως πολιτική δύναμη, κεντρική μέσα στο κόμμα της ευρωπαϊκής Αριστεράς, μιλήσαμε από την πρώτη στιγμή για μια ανάγκη ευρύτερης συμπαράταξης, αν θέλετε, στο επίπεδο της Ευρώπης όλων των δυνάμεων, από τη Σοσιαλδημοκρατία μέχρι τους Πράσινους. Αυτό δεν έγινε εφικτό. Άνοιξε, όμως, ένας πολιτικός διάλογος. Και στη βάση αυτού του πολιτικού διαλόγου και στη βάση του στόχου να αποκρουστεί η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ευρώπη συνολικά, είναι προφανές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο. Και θα το κάνει αυτό, με έναν τρόπο ανοιχτό, αναζητώντας πολιτικές συγκλίσεις με πρόσωπα, με πολιτικούς φορείς, με οργανώσεις, με κινήματα. Τώρα, ο τρόπος έκφρασης στην εκλογική μάχη είναι κάτι το οποίο νομίζω, ότι δεν είναι της στιγμής αυτής. Έχουμε καιρό ακόμη μέχρι τις εκλογές. Αλλά, παρ΄ όλα αυτά, είναι δεδομένο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα κινηθεί με μια ανοιχτή ματιά και προσπαθώντας να συσπειρώσει όσο το δυνατόν πιο πλατιές δυνάμεις σε αυτή τη μάχη” ανέφερε.

“Ο στόχος της κυβέρνησης έχει πολλάκις διακηρυχθεί και είναι η ολοκλήρωση της συνταγματικής θητείας της κυβέρνησης. Έχουμε πάρα πολλά πράγματα να κάνουμε ακόμα. Έχουμε να ολοκληρώσουμε τη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης. Έχουμε να ολοκληρώσουμε τον διάλογο με την Εκκλησία. Έχουμε ακόμα πάρα πολλές νομοθετικές πρωτοβουλίες, οι οποίες σκοπεύουν να λύσουν μικρά και μεγάλα προβλήματα, να ενισχύσουν το κοινωνικό κράτος, να αναδιαμορφώσουν και να ανασυγκροτήσουν τους διοικητικούς θεσμούς, να ελαφρύνουν τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Επομένως, το πολιτικό έργο της κυβέρνησης έχει ορίζοντα τη λήξη της τετραετίας” πρόσθεσε.

Δεν είναι ζήτημα αφηγήματος απλά. Το αφήγημά μας αναπτύσσεται καθημερινά, εδώ και αρκετό καιρό. Είναι ζήτημα συγκεκριμένων πολιτικών πρωτοβουλιών, αλλά είναι και ζήτημα που αφορά την ίδια την πολιτική σταθερότητα. Δηλαδή, εμείς αυτό το οποίο θέλουμε να δώσουμε, είναι ένα σήμα ότι για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια ολοκληρώνεται, μετά από μια 15ετία θα έλεγε κανείς, ολοκληρώνεται η τετραετία. Περνάμε σε μια φάση πολιτικής ομαλότητας και πολιτικής σταθεροποίησης. Και νομίζω ότι αυτό είναι ένα μήνυμα, το οποίο έχει ανάγκη να το ακούσει ολόκληρος ο κόσμος” είπε ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος.

“Δεν είναι 145. Είναι 151, καθώς, όπως ξέρετε, μας έλεγαν ότι δεν θα αντέξουμε εάν δεν πάμε σε ψήφο εμπιστοσύνης. Εν πάση περιπτώσει, ανεξαρτήτως της εκτίμησης που μπορεί να είχε κανείς γι΄ αυτό, εμείς προχωρήσαμε, ζητήσαμε την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής. Έχουμε την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής. Το ζήτημα της κυβερνητικής σταθερότητας έχει κριθεί. Από εκεί και πέρα, έχουμε κερδίσει τρεις διαδοχικές ψηφοφορίες από την ημέρα της ψήφισης της εμπιστοσύνης. Έχουμε κερδίσει δύο νομοσχέδια κομβικά με ονομαστικές ψηφοφορίες και φυσικά έχουμε καταφέρει να κυρώσουμε τη Συμφωνία των Πρεσπών με μια πλειοψηφία, η οποία ήταν ευρύτερη ακόμα και από την πλειοψηφία που συγκεντρώσαμε στην ψήφο εμπιστοσύνης. Επομένως, για μένα και για την κυβέρνηση δεν τίθεται κανένα ζήτημα κυβερνητικής σταθερότητας. Το αντίθετο ισχύει. Η κυβέρνηση είναι απολύτως σταθερή και δεν έχει κανένα πρόβλημα να ολοκληρώσει το νομοθετικό της έργο. Και αυτό μπορεί ο καθένας να το διαπιστώσει, κοιτώντας, κατ΄ αρχήν, τις ονομαστικές ψηφοφορίες. Και να σας πω και κάτι ακόμα; Εμείς είμαστε έτοιμοι να πηγαίνουμε σε ονομαστικές ψηφοφορίες μέχρι τον Οκτώβριο. Κανένα πρόβλημα δεν έχουμε με αυτό. Ο μόνος που θα έχει πρόβλημα είναι ο κύριος Μητσοτάκης. Ούτως ή άλλως, θεωρούμε ότι με τον τρόπο αυτό, πιθανόν, ενδεχόμενα, να αναβαθμίζεται και ο ρόλος του βουλευτή μέσα στο Κοινοβούλιο, που είναι να συζητά, να καταθέτει απόψεις και φυσικά να ψηφίζει πάντοτε με βάση τη συνείδησή του”.

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ