Βασίλης Λογοθετίδης: Η θυελλώδης σχέση του με τη Λιβυκού και το σημάδι πριν από το τέλος – Η τελευταία “πρεμιέρα”

Επιμέλεια: Ελένη Καραμήτσου

“Μεγάλος ηθοποιός: μεγάλος κωμικός, μεγάλος δραματικός, μεγάλος τραγωδός, γιατί όλα είναι όταν είσαι μεγάλος ηθοποιός” είχε πει ο Αλέκος Σακελλάριος αναφερόμενος στον Βασίλη Λογοθετίδη, σύμφωνα με σπάνιο αρχειακό υλικό της ΕΡΤ. Γιατί αυτό ήταν ο Βασίλης Λογοθετίδης, μεγάλος ηθοποιός, κορυφαίος ερμηνευτής, που έγραψε ιστορία στον κινηματογράφο και το θέατρο.

Έφυγε από τη ζωή στις 20 Φεβρουαρίου 1960 από καρδιακή ανακοπή, σε ηλικία 62 ετών στερώντας την ελληνική καλλιτεχνική σκηνή από την τεράστια υποκριτική του δεινότητα.

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη. “Είχε λύσσα για το θέατρο και έπαιζε σε όλους τους ερασιτεχνικούς θιάσους” σύμφωνα με τον Αλέκο Σακελλάριο. Τον ανακάλυψε ουσιαστικά η Μαρίκα Κοτοπούλη, η οποία ενώ επισκεπτόταν την Πόλη της πρότειναν να δει έναν ερασιτεχνικό θίασο και όταν είδε στη σκηνή τον Βασίλη Λογοθετίδη σάστισε και του πρότεινε να συμμετέχει στον θίασό της. Εκείνος δέχθηκε και το 1918, λοιπόν, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Τον επόμενο χρόνο έκανε την εμφάνισή του ως επαγγελματίας πλέον ηθοποιός με τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη με τον οποίο και συνεργάσθηκε μέχρι το 1935 όταν για μία μόνο θεατρική περίοδο δημιούργησε ο ίδιος θίασο συνεταιρικά με την Αλίκη και τον Κώστα Μουσούρη. Μετά το τέλος της περιόδου εκείνης επανήλθε στον θίασο της Κοτοπούλη παραμένοντας έως το 1946. Κατά τη θερινή περίοδο του 1947 συνεργάσθηκε με την Κατερίνα Ανδρεάδη και τον χειμώνα του ίδιου έτους συγκρότησε αποκλειστικά δικό του θίασο.

Ο Βασίλης Λογοθετίδης ήταν και από τους πρώτους ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου, όπου πρωτοεμφανίστηκε το 1933, σε ταινίες που σχεδόν σε όλες πρωταγωνιστεί όπως Κακός δρόμος (1933), Μαντάμ Σουσού (1948), Οι Γερμανοί ξανάρχονται (1948), Ένα βότσαλο στη λίμνη (1952), Σάντα Τσικίτα (1953), Δεσποινίς ετών 39 (1954), Ούτε γάτα, ούτε ζημιά (1955), Η κάλπικη λίρα (1955), Ο ζηλιαρόγατος (1956), Δελησταύρου και υιός (1957) και Ένας ήρως με παντούφλες (1958) που ήταν και η τελευταία κινηματογραφική του παρουσία. Από τις 12 ταινίες που γύρισε ο κορυφαίος ηθοποιός, στις εννιά είχε ως παρτενέρ την Ίλυα Λιβυκού.

“Οι ηθοποιοί μετά πηγαίναμε σε κέντρο. Του άρεσε πολύ να πηγαίνει να βλέπει σε κέντρα διάφορα τραγουδιστές. Του άρεσε πολύ το τραγούδι να ακούει” είχε πει εκείνη, που υπήρξε η γυναίκα της ζωής του μέχρι τον θάνατό του, το 1960. “Πηγαίναμε πάρα πολλά βράδια έξω”, πρόσθεσε η Ίλυα Λιβυκού στο επεισόδιο από τη σειρά της ΕΡΤ, δύο κύκλων που αναφερόταν στον ελληνικό κινηματογράφο, και ήταν αφιερωμένο στον Βασίλη Λογοθετίδη, “Τ’ αστέρια λάμπουν για πάντα”.

“Δεν μετέφερε την υπερβολή στο πανί. Ήξερε τη διαφορά μεταξύ κινηματογράφου και θεάτρου. Και στο θέατρο δεν ήταν υπερβολικός” είχε επισημάνει η Ροζίτα Σώκου μιλώντας για την κορυφαία προσωπικότητα της θεατρικής σκηνής και του ελληνικού κινηματογράφου στο ίδιο επεισόδιο με τον Βαγγέλη Πρωτοπαππά να υπογραμμίζει: “Τρακ στο θέατρο δεν γνώρισα. Αλλά κάθε φορά που μιλώ για τον μεγάλο μου δάσκαλο συγκινούμαι και τρακάρομαι… Δεν ήταν απλώς ένας κωμικός με την έννοια που δίνουμε σήμερα στον όρο”. Ο Βύρων Πάλλης, επίσης, θυμόταν ότι όταν θεσπίστηκε η αργία της Δευτέρας στα θέατρα είχε εκνευριστεί καθώς ήθελε να είναι διαρκώς στο θέατρο. “Του έλεγα “μα δεν θέλεις να ξεκουραστείς;”. Ποτέ, ποτέ, ποτέ”.

Η Σμαρώ Στεφανίδου αποκάλυψε στο ίδιο αφιερωματικό επεισόδιο, ότι ενώ πήγαιναν στην Αμερική για την περιοδεία τους, γλίστρησε ενώ ήταν στο κατάστρωμα και έσπασε το χέρι του. “Η στεναχώρια του ήταν πώς θα περιόδευε στη μισή Αμερική με σπασμένο χέρι και μάλιστα χωρίς να το μάθει κανείς γιατί έλεγε πως “όταν πονάει ο κωμικός και τον λυπάται το κοινό δεν γελάει ποτέ κανείς”. Και όμως το έκρυψε και το κοινό γέλασε πολύ… Ήταν συγκλονιστικός ηθοποιός. Στη ζωή του ήταν σοβαρός, δεν μίλαγε πολύ και ήταν και λίγο μελαγχολικός. δεν ξέρω γιατί”.

Το σημάδι λίγο πριν από το τέλος – Η τελευταία “πρεμιέρα”

Η Ίλυα Λιβυκού περιέγραψε μία στιγμή τρία βράδια πριν από τον θάνατό του, λες και ο σπουδαίος ηθοποιός είχε σημάδι ότι το τέλος πλησίαζε: “Αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση και μου έμεινε, ήταν ένα βράδυ, τρεις βραδιές πριν πεθάνει. Ήταν Πέμπτη. Και όταν βγήκε στη σκηνή, παίζαμε το έργο του Τζαβέλλα “Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα”. Όταν έβγαινε, δεν προλάβαινε να πατήσει στη σκηνή, μόλις ο κόσμος αντιλαμβανόταν τη σκιά του μάλλον, χειροκροτούσε πολύ. Εκείνο το βράδυ της Πέμπτης, το κοινό στιγμιαία δεν άρπαξε το χειροκρότημα ο Λογοθετίδης και συνέχισε να παίζει. Όταν βγήκε μου είπε: “Ίλυα, την είδες την αρχή του τέλους;”.”

Η Σμαρώ Στεφανίδου είπε για το τέλος του: “Ήταν η τελευταία, προτελευταία παράσταση και πήγα εκεί. Βγαίνει η ταμίας και μου λέει στεγνά, από αυτά που δεν πιστεύει κανείς: Ο Λογοθετίδης πέθανε! Τι αντίδραση; Δεν το πίστεψα. Όταν το συνειδητοποίησα ήταν πολύ θλιβερό!.. Η κηδεία του ήταν ένα πράγμα, τι να πω! Όλη η Αθήνα τον ακολούθησε, τον αγαπούσαν πολύ, τον έραιναν με λουλούδια, γελούσαν και χειροκροτούσαν. Λες και ήταν η τελευταία του πρεμιέρα”.

Η θυελλώδης σχέση του με την Ίλυα Λιβυκού

Ο Βασίλης Λογοθετίδης και η Ίλυα Λιβυκού υπήρξαν ένα από τα πιο κορυφαία δίδυμα του ελληνικού κινηματογράφου. Τους αγαπήσαμε στις ταινίες «Κάλπικη λίρα», «Σάντα Τσικίτα», «Βότσαλο στη λίμνη», «Ζηλιαρόγατος», «Δελησταύρος και υιός» «Ήρωας με παντούφλες». Γνωρίστηκαν το 1948, λίγο πριν εκείνος γίνει θιασάρχης. Εκείνη βρισκόταν πάντα στο πλευρό του στο θέατρο, από την ημέρα που εκείνος έφτιαξε τον δικό του θίασο. Οι δυο τους όμως πέρα από θεατρικό και κινηματογραφικό ζευγάρι, ήταν και στη ζωή μαζί αν και την προσωπική τους σχέση όχι μόνο δεν επισημοποίησαν ποτέ αλλά ούτε την παραδέχτηκαν. Λέγεται πως αιτία ήταν το γεγονός πως ο Λογοθετίδης ήταν φοβερά μοναχικός.

Η Ίλυα Λιβυκού γεννήθηκε ως Αμαλία Χατζάκη στο Ηράκλειο. Έκανε την πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο το 1947 και από το 1948 έως το 1960 έπαιζε με τον Βασίλη Λογοθετίδη. Σύζυγός της υπήρξε ο Αγησίλαος Κοζύρης με τον οποίο απέκτησε τρία παιδιά. Μετά το διαζύγιό της ήταν σύντροφος του ηθοποιού Βασίλη Λογοθετίδη, έως τον θάνατό του. Στη ζωή του δεν ήταν κοινωνικός. Δεν παντρεύτηκε, ούτε απέκτησε παιδιά και τα τελευταία χρόνια της ζωής του έμενε μόνος του στο Παλαιό Φάληρο, όπου τον έβλεπαν να τρώει μόνος του σε ταβέρνα της περιοχής.

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ