ΤτΕ: Δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού -Να δοθούν περισσότερες λύσεις για τα “κόκκινα δάνεια”

Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα εμφανίζονται ευοίωνες αναφέρεται στην Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος από την Τράπεζα της Ελλάδας.

Όπως αναφέρει,το 2018 αναμένεται θετικός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, με τη νεώτερη εκτίμηση της Τράπεζας της Ελλάδος για αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος κατά 2,4%. Επίσης, η ενιαία νομισματική πολιτική στη ζώνη του ευρώ παραμένει διευκολυντική. Σε συνδυασμό με την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταθετών και των επενδυτών, οι παραπάνω παράγοντες αναμένεται να διευκολύνουν τον τραπεζικό τομέα στην προσπάθειά του για αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησής τους.

Ωστόσο, δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. Το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ευάλωτο σε μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές. Το 2018 οι τράπεζες καλούνται να προσαρμοστούν σε νέες προκλήσεις, με κυριότερες την εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9), την αυστηροποίηση του χειρισμού των προβλέψεων για τα νέα ΜΕΑ, αλλά και τη διενέργεια της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων από την ΕΚΤ.

Κατά τη διάρκεια του εννεαμήνου του 2017 παρατηρήθηκε σταδιακή πτώση του λόγου κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από συσσωρευμένες προβλέψεις, οποίος πάντως διατηρήθηκε ελαφρά κάτω από το 50% (2017 γ΄ τρίμηνο: 48,0%, 2017 β΄ τρίμηνο: 48,3%, 2017 α΄ τρίμηνο: 49,1%, 2016 δ΄ τρίμηνο: 49,7%).

Η παρατηρούμενη βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας θα μπορούσε να αντιστραφεί εφόσον εξωγενείς κίνδυνοι αλληλεπιδράσουν σημαντικά με τους ενδογενείς κινδύνους που αφορούν τόσο το μακροοικονομικό περιβάλλον όσο και το εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Για το έτος 2018 εκτιμάται ότι ο κίνδυνος ρευστότητας και οι συνακόλουθες συστημικές επιπτώσεις θα υποχωρήσουν υπό την προϋπόθεση ότι οι προοπτικές ανάπτυξης θα συνεχίσουν να βελτιώνονται με την επιτυχή ολοκλήρωση του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής. Παρ’ όλα αυτά, μία μη αναμενόμενη επιδείνωση των μακροοικονομικών μεγεθών θα μπορούσε να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στα οικονομικά αποτελέσματα του τραπεζικού συστήματος, με συνακόλουθη συνέπεια την αναστροφή της τάσης βελτίωσης της δυνατότητας άντλησης ρευστότητας από τη διατραπεζική αγορά. Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι θετικό που υπάρχει ένα απόθεμα ασφαλείας, με σκοπό τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, για την ενδεχόμενη στήριξη του τραπεζικού τομέα εάν αυτή καταστεί αναγκαία.

Επιπρόσθετα, η διατήρηση μακροπρόθεσμα μιας υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα θα συντελούσε σε μείωση των καταθέσεων και αύξηση των χρηματοδοτικών πιέσεων. Παράλληλα, ενδεχόμενη μείωση των τιμών των ακινήτων και των κινητών αξιών θα είχε πτωτική επίδραση και στην αξία των εξασφαλίσεων που διακρατούν οι τράπεζες ως ενέχυρο. Τυχόν μείωση της αξίας των εξασφαλίσεων θα μπορούσε να δυσχεράνει την άντληση ρευστότητας εκ μέρους των τραπεζών με χρήση ενεχύρων υψηλής ποιότητας. Τέλος, η δυνατότητα των τραπεζών να αντεπεξέρχονται σε περιόδους τυχόν επιδείνωσης των συνθηκών ρευστότητας σε μακροπρόθεσμο επίπεδο θα εξαρτηθεί και από τις συνθήκες χορήγησης μέσω του μηχανισμού έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (Emergency Liquidity Assistance – ELA).

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ