Μίμης Παπαϊωάννου: Ο θρυλικός κανονιέρης του ελληνικού ποδοσφαίρου

Πάνος Ν. Αβραμόπουλος
Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι M.Sc Δ/χος Μηχανικός Ε.Μ.Π.

Οι αξεπέραστες ποδοσφαιρικές επιδόσεις του έγιναν συνώνυμο του θρύλου και εξέθρεψαν γενιές και γενιές φιλάθλων του ελληνικού ποδοσφαίρου, αφού ο έξοχος κανονιέρης και μπαλαδόρος της ΑΕΚ και της Εθνικής Ελλάδος, Μίμης Παπαϊωάννου κατόρθωνε να υποστασιοποιεί τα όνειρα και τις μεγάλες προσδοκίες των φιλάθλων και να συνεγείρει τις καρδιές τους, με τα ασύλληπτα ποδοσφαιρικά του κατορθώματα.

Γράφει ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος,

M.Sc Δ/χος Μηχανικός Ε.Μ.Π.

www.panosavramopoulos.blogspot.gr

Για τούτο εξάλλου αναδείχθηκε από την Διεθνή Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής Ποδοσφαίρου (IFHS) το 2000, καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής του 20ου αιώνα, ενώ το 2003 ψηφίστηκε από την ΕΠΟ ως ο τρίτος καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής, με την ευκαιρία του εορτασμού των 50 χρόνων από την ίδρυση της ΟΥΕΦΑ. Ακολούθως η IFHS το 2021 τον επέλεξε για την καλύτερη ενδεκάδα όλων των εποχών του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Μίμης Παπαϊωάννου

Μίμης Παπαϊωάννου

Στην αδαμάντινη επίσης αλυσίδα των επιτευγμάτων του αξεπέραστου Μίμη Παπαϊωάννου, περιλαμβάνονται η διάκριση ως πρώτου σκόρερ του ελληνικού πρωταθλήματος το 1964 και το 1966, η τρίτη θέση στη κατάταξη των σκόρερ του πρωταθλήματος έως σήμερα, κάτω από τους Θωμά Μαύρο με 260 γκολ και Χριστόφ Βαζέχα με 244 γκολ, η πέμπτη θέση σε συμμετοχές και γκολ με την Εθνική Ελλάδος με 61 συμμετοχές και 21 γκολ και άλλες ακόμη επιμέρους διακρίσεις, στο στατιστικό πεδίο του ποδοσφαίρου της μεγάλης κατηγορίας μας.

Τέλος ήταν ακόμη εκείνος ο Έλληνας ποδοσφαιριστής, για τον οποίο η κραταιά βασίλισσα της Ευρώπης Ρεάλ Μαδρίτης, τον Οκτώβριο του 1965 πρόσφερε, μέσω του Ραϊμούντο Σαπόρτα το μυθικό ποσό για την εποχή των 4.000.000 στην ΑΕΚ και 750.000 χιλιάδες δραχμές στον παίκτη, για να τής παραχωρηθεί, πρόταση που απέρριψε η ΑΕΚ, γκρεμίζοντας τα όνειρα του λατρεμένου μας Μίμη Παπαϊωάννου για διεθνή καριέρα.

Παπαϊωάννου- Πούσκας

Είχε προηγηθεί ένα φιλικό παιχνίδι της Ρεάλ με την ΑΕΚ στην Νέα Φιλαδέλφεια που έληξε 3-3 με τον ακαταμάχητο Παπαϊωάννου να σκοράρει τα δυο από τα τρία γκολ της ΑΕΚ και τους Ισπανούς εκστασιασμένους από τις μαγικές του ικανότητες, να βάζουν αμέσως πλώρη για τη μεταγραφή του.

Μάλιστα η άρνηση τότε της Ένωσης να παραχωρήσει τον Παπαϊωάννου, επέφερε ψύχρανση στις σχέσεις παίκτη και σωματείου και εξώθησε προσωρινά τον Μίμη να σταματήσει το ποδόσφαιρο και να στραφεί στο τραγούδι, δοθείσης της εγκάρδιας σχέσης του με τον συμπατριώτη του Πόντιο κορυφαίο Έλληνα τραγουδιστή, Στέλιο Καζαντζίδη, οπότε και τους ακολούθησε μαζί και με την Μαρινέλλα, σε μια δίμηνη περιοδεία τους στην Γερμανία.

Παπαϊωάννου- Δομάζος

Εν τέλει με την καθοριστική παρέμβαση του Καζαντζίδη – που διέβλεψε τον κίνδυνο ο Μίμης να κόψει το ποδόσφαιρο – πήγαν μαζί στη διοίκηση της ΑΕΚ και ο λαϊκός μας βάρδος πρότεινε στην ΑΕΚ να δώσει στον Παπαϊωάννου ένα ποσό της τάξεως των 500.000 δραχμών, έναντι της απώλειας που υφίστατο από την παρακώλυση της μεταγραφής του στην Ρεάλ. Πρόταση που έγινε αποδεκτή από τη διοίκηση και έδωσε τέλος στην φιλονικία, αλλά και τη δυνατότητα στον κορυφαίο μας ποδοσφαιριστή να μην διακόψει το ποδόσφαιρο, στρεφόμενος στο άλλο επίσης τάλαντό του, το τραγούδι.

Εδώ ας σημειώσουμε ακόμη, πως ο Μίμης Παπαϊωάννου, όταν γράφτηκε ο ύμνος της ΑΕΚ το 1965 από τον μεγάλο μας στιχουργό Χρήστο Κολοκοτρώνη και σε ενορχήστρωση του Χρήστου Νικολόπουλου, τον ερμήνευσε.

Αλλά ας δούμε διεξοδικότερα τη μακρά και επιτυχημένη πορεία του έξοχου Μίμη Παπαϊωάννου στο ποδοσφαιρικό μας στερέωμα. Είδε το φως της ζωής στις 23 Αυγούστου 1942, μέσα στην πυρά της Κατοχής, στην Νέα Νικομήδεια Ημαθίας, όπου και εκδήλωσε από την παιδική του ηλικία ιδιαίτερες αρετές για το ποδόσφαιρο και τον αθλητισμό. Έκανε έτσι την πρωτόλεια ποδοσφαιρική του εμφάνιση, με την τοπική ομάδα της γενέτειράς του, την “Νέα Γενεά” της Νέας Νικομήδειας, στη γυμνασιακή του ηλικία, εκδηλώνοντας τις μοναδικές ποδοσφαιρικές του αρετές. Και ήδη από τα 17 του χρόνια το 1959 μεταγράφηκε στην ομάδα της Βέροιας, που καθιερώθηκε τάχιστα.

Μέρα με τη μέρα οι ασύγγνωστες ικανότητες του Μίμη μάγευαν τον κόσμο και τον αποκαλούσαν ένεκα του μικρού του σωματότυπου, του εκπληκτικού του άλματος και της φονικής του κεφαλιάς, της εκπληκτικής του ντρίμπλας και του φοβερού αριστερού του σουτ, Έλληνα Πελέ! Τα σπουδαία επιτεύγματα του Μίμη έγιναν αμέσως γνωστά στις μεγάλες ομάδες του κέντρου και έτσι γρήγορα το 1962, ήλθε και η πολυπόθητη μεταγραφή στην ΑΕΚ – συγγενές για τον Μίμη σωματείο, που εξέφραζε τους πόθους, τους καημούς και τα οράματα του Μικρασιατικού και Ποντιακού Ελληνισμού – με το γιγάντιο για την εποχή ποσό των 175.000 δραχμές.

Στο κιτρινόμαυρο σωματείο ο Μίμης Παπαϊωάννου πραγμάτωσε μια μακρά και λαμπρή καριέρα, που αδιαφιλονίκητα τού χάρισε την αθανασία στο ποδοσφαιρικό μας πάνθεον. Αγωνίστηκε με την ΑΕΚ 17 συνεχείς περιόδους και κατέκτησε με αυτήν πέντε πρωταθλήματα (1963, 1968, 1971, 1978, 1979) και τρία κύπελλα Ελλάδος (1964, 1966, 1978), ενώ αποτέλεσε τον αρχιτέκτονα σε δυο μεγάλες στιγμές της ΑΕΚ στα ευρωπαϊκά κύπελλα.

Ειδικότερα το 1968-69 στο Κύπελλο Πρωταθλητριών και το 1976-77 στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ. Στα 1979 ο μεγάλος μας άσσος έπειτα από μια μακρά και λαμπρή πορεία με 480 αγώνες πρωταθλήματος στην πλάτη του και έχοντας πετύχει το ρεκόρ των 234 γκολ, που τον καθιστούσε πρώτο ιστορικά σκόρερ της Α’ Εθνικής – θα καταρρίψουν το ρεκόρ του ο Θωμάς Μαύρος 11 χρόνια αργότερα και ακόμη αργότερα ο Χριστόφ Βαζέχα – για να κατέλθει στην τρίτη θέση των σκόρερ, αποχώρησε από το ελληνικό πρωτάθλημα. Και την ίδια χρονιά μετέβη στις ΗΠΑ όπου ανέλαβε προπονητής και παίκτης με τον Παγκύπριο Νέας Υόρκης, επιτυγχάνοντας να κατακτήσει η ομάδα το νταμπλ στο τοπικό πρωτάθλημα και Κύπελλο.

Μάλιστα ενδεικτικό της αειθαλούς παρουσίας του είναι το γεγονός, ότι παρότι είχε φτάσει πλέον τα 40 του χρόνια αποτέλεσε αντικείμενο ενδιαφέροντος της υψηλού κύρους επαγγελματικής λίγκας των ΗΠΑ, της NASL, ωστόσο είχε αποφασίσει να κρεμάσει τα παπούτσια του. Σε ό,τι αφορά την παρουσία του στο εθνικό μας συγκρότημα και με την Εθνική Ελλάδος, ο κορυφαίος Μίμης Παπαϊωάννου, αποτύπωσε αδρά τον έξοχο ποδοσφαιρικό του σφραγιδόλιθο. Αγωνίστηκε με την Εθνική από το 1963 έως το 1978 καταγάγοντας μέχρι τότε, με 61 συμμετοχές και 21 γκολ ρεκόρ για την εποχή, κατέχοντας τελικά σήμερα την πέμπτη θέση στους σκόρερ της εθνικής όλων των εποχών. Και στήριξε την εθνική μας ομάδα, με την αριστοτεχνική του κατάρτιση και τις ηγετικές του ικανότητες, σε όλα της τα σημαντικά εγχειρήματα.

Ο Μίμης Παπαϊωάννου φορούσε τη φανέλα με το νούμερο 10 και αγωνιζόταν στην αριστερή πτέρυγα της ΑΕΚ. Με την έλευση του μεγάλου Θωμά Μαύρου στην Ένωση το 1976, πέρασε πιο πίσω ως μεσοεπιθετικός. Για πολλά χρόνια έφερε το περιβραχιόνιο του αρχηγού της Ένωσης και τον χαρακτήριζε πέρα από το φοβερό του σουτ, το σπουδαίο άλμα, η μοναδική κεφαλιά του και η ντρίμπλα, η αντίληψή του στο “διάβασμα” της κρίσιμης φάσης για γκολ και της αντίπαλης άμυνας και η παρεπόμενη δεινότητά του στο σκορ.

Έκδηλες ήταν δε κάθε στιγμή, οι ηγετικές του ικανότητες και οι επιτελικές του αρετές. Με τη λήξη της ποδοσφαιρικής του καριέρας, ο Μίμης Παπαϊωάννου, πραγματοποίησε καριέρα ως προπονητής. Ξεκίνησε έτσι ως προπονητής του Παγκύπριου της Νέας Υόρκης και κατόπιν σε διάφορα ελληνικά σωματεία. ΄Ήτοι σε Α.Ο. Κέρκυρας (1986-87), Εδεσσαϊκό (1987-88), Α.Ε. ΚΩΣ (1989-1990), στον Εύγερο Φαρακλάτων Κεφαλονιάς, στον Πανναυπλιακό κ.α. Στις 11 Οκτωβρίου 2000 δόθηκε προς τιμή του φιλικός αγώνας, μεταξύ των παλαίμαχων της ΑΕΚ και της Γερμανίας.

Στις 15 Μαρτίου 2023 ο μεγάλος κανονιέρης των γηπέδων και βιρτουόζος της μπάλας, σε ηλικία 80 ετών, έφυγε από τη ζωή, σκορπίζοντας με τον θάνατό του, άφατη θλίψη σε όλους τους Έλληνες φιλάθλους, που τον είχαν λατρέψει για τις μοναδικές του ποδοσφαιρικές και χάρες και αρετές, αλλά και το ευγενές και αδαμάντινο ήθος του. Υπήρξε αδιαμφισβήτητα αν όχι ο πρώτος, ένας τουλάχιστον από τους πέντε καλύτερους Έλληνες ποδοσφαιριστές όλων των εποχών. Και για τούτο θα τον θυμόμαστε πάντα με σεβασμό και αγάπη!

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ

ENIKOS NETWORK