Όταν άρχισαν τα κατασκευαστικά έργα σε ένα αποστραγγιστικό κανάλι, ήταν διάχυτο το ενδεχόμενο να βρεθούν αρχαία αγγεία στην περιοχή. Γι’ αυτό και οι επικεφαλής του έργου πριν ακόμα ξεκινήσουν κάλεσαν τους αρχαιολόγους, οι οποίοι πρώτοι άρχισαν να σκάβουν.
Οι αρχαιολογικές ανασκαφές γίνονταν στον δρόμο Κ17 που συνδέει τις πόλεις Moisburg και Immenbeck της Κάτω Σαξονίας στη Γερμανία. Οι αρχαιολόγοι πράγματι αποκάλυψαν 30 τεφροδόχους της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (1200–600 π.Χ.). Η ανακάλυψη, με επικεφαλής τον αρχαιολόγο Δρ. Jochen Brandt, του Αρχαιολογικού Μουσείου του Αμβούργου (ΑΜΗ), δεν ήταν εντελώς αναπάντεχη.
Ήδη από το 1930, αγρότες είχαν ανακαλύψει τεφροδόχους καθώς καλλιεργούσαν τη γη στην περιοχή. Οι τεφροδόχοι είχαν ανακαλυφθεί κατά τη διάρκεια των ανασκαφών που έκανε τότε το μουσείο Helms-Museum, που ήταν πρόδρομο του Αρχαιολογικού Μουσείου του Αμβούργου.
Το προηγούμενο αυτό, οδήγησε τον Brandt στην απόφαση να εποπτεύει προσεκτικά τις εργασίες στο νέο αποστραγγιστικό κανάλι. Η απόφασή του τον δικαίωσε, κυρίως όταν είδε πόσο εξαιρετικά καλά είχαν διατηρηθεί τα ταφικά αγγεία.

Η πρώτη ακέραιη ανακάλυψη τεφροδόχων αποτέφρωσης
«Είναι η πρώτη φορά εδώ και χρόνια που καταφέρνουμε να ανακτήσουμε πλήρεις ταφές καύσης σε μια τόσο εντατικά καλλιεργούμενη περιοχή», εξήγησε ο Brandt. Συνήθως, η σύγχρονη γεωργία έχει καταστρέψει σχεδόν ολοκληρωτικά αυτού του είδους τα αποδεικτικά στοιχεία.
Οι τεφροδόχοι που ανακαλύφθηκαν, και οι οποίες ανήκουν στον λεγόμενο πολιτισμό Urnfield, (Πολιτισμός των Τεφροδόχων, άνθισε στην κεντρική Ευρώπη από το 1.300 ως το 750 π.Χ. ) προστατεύονταν από ένα κάλυμμα από πέτρες και σε ορισμένες περιπτώσεις σφραγίζονταν με μια μεγάλη πλάκα ή ακόμη και με ένα δεύτερο ανεστραμμένο αγγείο.
Η ομάδα του Αρχαιολογικού Μουσείου του Αμβούργου, μαζί με εθελοντές χειριστές ανιχνευτών μετάλλων – οι οποίοι, για τη συγκεκριμένη έρευνα, χρησιμοποίησαν φτυάρια και όχι τους ανιχνευτές τους – κατέγραψαν και απέσπασαν τα ευρήματα από σχεδόν τριάντα τάφους.
Τα χαρακτηριστικά των τεφροδόχων
Οι περισσότερες τεφροδόχοι ακολουθούν τα χαρακτηριστικά μοτίβα της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Οι κεραμικές τεφροδόχοι ήταν τοποθετημένες μέσα σε λίθινες δομές για τη διαφύλαξη των αποτεφρωμένων λειψάνων των νεκρών. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο Brandt, τα αγγεία περιλαμβάνουν ελάχιστα περισσότερα από τα αποτεφρωμένα οστά, καθώς τα κτερίσματα στη διάρκεια αυτής της περιόδου, είναι σπάνια.
Οι επόμενες αναλύσεις θα εστιάσουν στο Leichenbrand (στα γερμανικά, ο όρος σημαίνει τη στάχτη από την αποτέφρωση των οστών), υπό την προϋπόθεση ότι θα βρεθεί χρηματοδότηση για ανθρωπολογικές μελέτες.

Αν διεξαχθούν οι μελέτες, θα μπορέσουν να προσφέρουν πληροφορίες σχετικά με το φύλο και την κατά προσέγγιση ηλικία των θαμμένων ατόμων, ακόμη και δημογραφικά στοιχεία για τις μικρές, αγροτικές κοινότητες που κατοικούσαν στην περιοχή.
Με την ολοκλήρωση της κατασκευής, το τοπίο θα επανέλθει στην κανονική του μορφή και, ο χώρος θα καλυφθεί και πάλι. Οι τεφροδόχοι θα μελετηθούν και θα διατηρηθούν στο AMH, όπου πλέον θα αποτελέσουν τμήματα μιας αποσπασματικής, αλλά ουσιαστικής αφήγησης των προϊστορικών ταφικών τελετουργικών στη βόρεια Γερμανία.