«Άνω του 50% των βρετανών πολιτών είναι υπέρ της επιστροφής (…) Είναι αμφισβητήσιμος ο χειρισμός του Ηνωμένου Βασιλείου, το βρετανικό μουσείο αποφασίζει μεν, αλλά η κυβέρνηση μπορεί να αλλάξει νόμο», επισήμανε μεταξύ άλλων η Τατιάνα Φλέσσας μιλώντας στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ.
Η καθηγήτρια νομικής του London School of Economics, μίλησε για το ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα, σε συνέχεια και του «μπαράζ» δημοσιευμάτων για «συμφωνία» και νέο «όχι» από το Ηνωμένο Βασίλειο.
Ως προς τον τρόπο με τον οποίο το Ηνωμένο Βασίλειο διαχειρίζεται το θέμα, επισήμανε:
«Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις καταδεικνύουν ότι άνω του 50% των ερωτηθέντων του βρετανικού κοινού, είναι υπέρ της επιστροφής των γλυπτών. Και αυτό βεβαίως, δεδομένου ότι πολλά έχουν γίνει από πολλές οργανώσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και σε άλλα μέρη του κόσμου, ούτως ώστε να διασφαλιστεί η επιστροφή των μαρμάρων στην Ελλάδα. Άρα οι προσπάθειες του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη, καθώς και η δέσμευση υψηλόβαθμων αξιωματούχων στο Ηνωμένο Βασίλειο σίγουρα ασκούν πίεση για την επιστροφή των μαρμάρων. Και αυτό που είναι ενδιαφέρον είναι ότι αυτή η πίεση αφορά και θέματα ιδιοκτησίας, αλλά όχι μόνο.
Πλέον μιλάμε και για το θέμα της επανένωσης και αυτό αφορά αυτό το σπουδαίο έργο τέχνης, το οποίο πράγματι πρέπει να είναι ακέραιο και ενιαίο στην χώρα προέλευσής του.
Πιστεύω ότι μέχρι τώρα η προσέγγιση της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου και του Βρετανικού Μουσείου υπήρξε αρκετά αμφισβητήσιμη. Ο καθένας ρίχνει την ευθύνη για τα μάρμαρα στον άλλον. Το Βρετανικό Μουσείο ελέγχεται από την Πράξη για το Βρετανικό Μουσείο, βάσει της οποίας οι εντολοδόχοι πρέπει να διατηρήσουν τη συλλογή. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση πρέπει να τους δώσει την άδεια. Η κυβέρνηση από την άλλη πλευρά, δηλώνει ότι οι εντολοδόχοι διαχειριστές έχουν τον έλεγχο.
(…) Το Βρετανικό Μουσείο αποφασίζει. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο το Βρετανικό Μουσείο μπορεί να επιστρέψει τα μάρμαρα στην Ελλάδα εξαρτάται από το αν η βρετανική κυβέρνηση περάσει ένα νέο νόμο που θα επιτρέπει στο Βρετανικό Μουσείο να επιστρέψει τα μάρμαρα. Με άλλα λόγια, να αφαιρεθούν από τη συλλογή του Βρετανικού Μουσείου και να επιστραφούν στην Ελλάδα.
Κάθε φορά που η Ελλάδα κάνει αίτημα για την επιστροφή αυτών, το Βρετανικό Μουσείο λέει “δεν μπορούμε” και η κυβέρνηση στη συνέχεια λέει “αυτό εναπόκειται στο Βρετανικό Μουσείο”».
Ερωτηθείσα για το αν μπορούμε να καταλήξουμε σε μία συμφωνία ή σε μία σύμβαση, χωρίς να γίνεται αναφορά στο σε ποιον ανήκουν τα μάρμαρα, υπογράμμισε:
«Αυτό που πρέπει να εξετάσουμε είναι το θέμα της προθυμίας. Ο νόμος είναι μόνο εργαλείο. Είναι ηθικά ουδέτερος. Ο νόμος δεν μπορεί να κάνει κάτι που δεν θέλουμε εμείς να πραγματωθεί.
Και μέχρι τώρα ο νόμος δεν έχει υπάρξει ένα κατάλληλο εργαλείο, δεδομένου ότι οι άνθρωποι προσπαθούν να μιλήσουν για την αρχική απόκτηση των μαρμάρων. Αν παρόλα αυτά ρίξουμε τη ματιά μας προς το μέλλον, θα διαπιστώσουμε ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι που μπορεί να ορίσει ο νόμος για κοινή ιδιοκτησία, όπως παραδείγματος χάρη, ένα καταπίστευμα.
Ένα καταπίστευμα βάσει του οποίου οι εντολοδόχοι του Βρετανικού Μουσείου θα επιτρέπουν στους εντολοδόχους του Μουσείου της Ακρόπολης να έχουν ιδιοκτησία. Ή θα μπορούσε να υπάρξει και ένας άλλος τρόπος βάσει του οποίου, παραδείγματος χάρη, το Μουσείο της Ακρόπολης να γίνει ένα ένα αποθετήριο βάσει πάντα της πράξης του Βρετανικού Μουσείου για τα Μάρμαρα. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι εργάζονται πάρα πολύ σκληρά προκειμένου να επιλύσουν αυτό το θέμα.
Πιστεύω επίσης ότι αυτό στο οποίο θα πρέπει να αγγίξουμε δεν είναι το παρελθόν. Πρέπει να εξετάσουμε τι θέλουμε να κάνουμε τώρα και πιστεύω ότι παρατηρούμε μια αναδυόμενη συναίνεση σχετικά με το τώρα και το τι πρέπει να κάνουμε προκειμένου να επιστραφούν αυτά τα όμορφα γλυπτά στο σπίτι τους».
Σχετικά με το αν είναι πιθανό, να έχουμε ένα νόμιμο έγγραφο που θα επιτρέπει την επιστροφή των μαρμάρων χωρίς να γίνεται αναφορά στις έννοιες δάνειο ή ιδιοκτησία, κι αντιθέτως, να χρησιμοποιούνται άλλες έννοιες όπως «σταθμοί», τόνισε:
«Αυτό είναι ένα σπουδαίο ερώτημα. Τα τελευταία πέντε με δέκα χρόνια έχουμε δει πολλές και διαφορετικές συμφωνίες να συνάπτονται μεταξύ μουσείων, συλλεκτών, κυβερνήσεων και διαφόρων κοινοτήτων, βάσει των οποίων πολλά έργα τέχνης μετακινήθηκαν χωρίς να γίνεται αναφορά στην ιδιοκτησία καθόλου.
Δυστυχώς ο όρος “δάνειο” χρησιμοποιείται. Διότι αν δεν επιστραφούν κάποια έργα τέχνης ως δάνειο και δοθούν κάποια άλλα ως αντάλλαγμα, τότε δεν μπορούμε να μιλάμε κάτι άλλο πέρα από δάνειο. Και αυτό είναι το σημείο το οποίο θα πρέπει να υπερκεράσουμε».
Ως προς το αν είναι αισιόδοξη σχετικά με το μέλλον αυτού του θέματος, δήλωσε:
«Δεν γνωρίζω. Πιστεύω ότι είμαι… Αυτό που κάνει ο πρωθυπουργός είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο. Θεωρώ ότι η προσοχή πλέον που δίνεται σε αυτό το θέμα στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι μεγάλη και ο τρόπος με τον οποίο το προσεγγίζει η κοινή γνώμη είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον και υπέρ της επιστροφής.
Αν κάποιος θέλει να κάνει το σωστό, μπορεί να το κάνει. Δεν μας δεσμεύει κανένας επαναστατικός νόμος, ούτε τα γεγονότα του σήμερα. Μπορούμε να δημιουργήσουμε εμείς τα γεγονότα και το μέλλον».