Η ανάρτηση του υπουργού Προστασίας του Πολίτη, Τάκη Θεοδωρικάκου, για τις συλλήψεις επιβεβαίωσε το αποκλειστικό ρεπορτάζ της Realnews με τίτλο «4 κατηγορούμενοι για τη δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ». Η εφημερίδα αποκάλυψε τη δράση των εκτελεστών, μετά από έρευνα δύο ετών.
Αναλυτικά το ρεπορτάζ της εφημερίδας:
Δικογραφία με τα ονόματα τεσσάρων ατόμων που κατηγορούνται ως οι δράστες της δολοφονίας του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ υπέβαλε στην Εισαγγελία το Τμήμα Ανθρωποκτονιών της Ασφάλειας Αττικής. Μετά από εξονυχιστικές έρευνες, που διήρκεσαν δύο ολόκληρα χρόνια, οι αστυνομικοί κατέληξαν όχι μόνο στους δύο εκτελεστές που δολοφόνησαν με δεκατρείς σφαίρες τον δημοσιογράφο, αλλά και σε δύο ακόμη συνεργούς τους, οι οποίοι, σύμφωνα με τη δικογραφία, τους βοήθησαν στον σχεδιασμό της ενέδρας, στην επιχείρηση, αλλά και στη διαφυγή τους. Και οι τέσσερις είναι Ελληνες, έχουν ποινικό παρελθόν καθώς συνδέονται με ομάδες «νονών της νύχτας», ενώ οι δύο από αυτούς είναι αδέλφια.
Στην ίδια δικογραφία, σύμφωνα με πληροφορίες, περιλαμβάνεται μία ακόμη υπόθεση δολοφονίας, αυτή του 35χρονου πρωταθλητή πυγμαχίας Χάρη Κοντογιώργη, που διαπράχθηκε τον Δεκέμβριο του 2021 στο Γαλάτσι και για την οποία κατηγορείται τουλάχιστον ένας από τους τέσσερις, χωρίς όμως οι δύο υποθέσεις να συνδέονται.
Η εν ψυχρώ δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ διαπράχθηκε το μεσημέρι της 9ης Απριλίου του 2021, έξω από το σπίτι του στον Αλιμο. Μόλις βγήκε από το αυτοκίνητό του, τον πλησίασαν δύο άτομα που επέβαιναν σε ένα γκρι σκούτερ και ο συνοδηγός πυροβόλησε εναντίον του δεκατρείς φορές με ένα πιστόλι των εννέα χιλιοστών. Το θύμα δέχθηκε δέκα βλήματα στον θώρακα, το κεφάλι και τα χέρια, με αποτέλεσμα να υποκύψει επί τόπου.
Από τον πρώτο κύκλο των ερευνών, οι αστυνομικοί συνέλεξαν οπτικό υλικό από κάμερες στην ευρύτερη περιοχή, που έδειχνε τους δύο δολοφόνους με το γκρι σκούτερ τόσο κατά τη διαδρομή τους προς το σημείο της επίθεσης όσο και μετά τη δολοφονία, κατά τη διαφυγή τους προς τη λεωφόρο Ποσειδώνος. Οι εικόνες αυτές δεν ήταν αρκετές ώστε να προσφέρουν κάποιο σημαντικό στοιχείο, μέχρι που ολοκληρώθηκε και ένας δεύτερος κύκλος συλλογής οπτικού υλικού από ιδιωτικές και δημόσιες κάμερες, σε μια μεγάλη ακτίνα γύρω από το σημείο της εν ψυχρώ δολοφονίας, το οποίο αφορούσε και την ημέρα της εκτέλεσης αλλά και προηγούμενες ημέρες.
Σε αυτό το οπτικό υλικό εντοπίστηκε ένα λευκό βαν, το οποίο, σε μια διαδοχική εξέταση υλικού από κάμερες κατά μήκος της Ποσειδώνος και στη συνέχεια στον Κηφισό μέχρι το ύψος της Νίκαιας, φαινόταν να καλύπτει την πορεία του σκούτερ με τους δολοφόνους. Μάλιστα, σε ένα σημείο που δεν υπήρχε κάλυψη από κάμερες, ο συνοδηγός της μοτοσικλέτας «εξαφανίζεται» και οι αστυνομικοί εκτιμούν πως σε κάποιο σημείο της «τυφλής» γι’ αυτούς διαδρομής επιβιβάστηκε στο λευκό βαν.
Το ίδιο όχημα, όμως, εντοπίστηκε σε οπτικό υλικό να κινείται στην περιοχή της δολοφονίας και μία ημέρα πριν από την εκτέλεση του Γιώργου Καραϊβάζ. Μετά την ανάλυση όλων αυτών των βίντεο, οι αστυνομικοί διαπίστωσαν πως το βαν ανήκει σε πρόσωπο, ο αδελφός του οποίου είναι σεσημασμένος για διάφορα αδικήματα που συσχετίζονται με ομάδα «μπράβων». Από αυτό το σημείο ξεκίνησε μια σαρωτική έρευνα που αφορούσε στίγματα κινητών τηλεφώνων, επικοινωνίες μεταξύ των δύο ύποπτων αδελφών με άλλα άτομα πριν και μετά τη δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ, συνεχείς παρακολουθήσεις και ανάλυση όλων των δεδομένων, τα οποία, σύμφωνα με πληροφορίες, συνδέουν τελικά τους τέσσερις κατηγορουμένους. Οπως αναφέρουν οι ίδιες πληροφορίες, ένα από τα στοιχεία που προέκυψαν από τις έρευνες αυτές αφορούσε τα τηλέφωνα των τεσσάρων, τα οποία, ενώ κατά τη διάρκεια της επιχείρησης για τη δολοφονία του δημοσιογράφου ήταν κλειστά, ενεργοποιήθηκαν αμέσως μετά την εξαφάνιση του σκούτερ προς την περιοχή της Νίκαιας.
Ποινικό παρελθόν
Σε ό,τι αφορά τους τέσσερις κατηγορουμένους, ο ένας από τους αδελφούς έχει ποινικό παρελθόν και το όνομά του εμφανίστηκε και κατά τη διάρκεια των ερευνών για τη δολοφονία του ιδιοκτήτη πρατηρίων καυσίμων Γιώργου Μήτσου, στον Γέρακα. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν συγκεντρώσει οι αστυνομικοί, στο παρελθόν διατηρούσε στενές σχέσεις με δύο δολοφονημένους «μπράβους», τον Μανώλη Καραγιάννη και τον Βασίλη Γρίβα.
Ο τρίτος κατηγορούμενος είναι στενός φίλος του παραπάνω, εργάζεται σε δημόσια επιχείρηση και είναι συγγενής προσώπου που είχε συνδεθεί με κορυφαίο όνομα των «νονών» της νύχτας στη δεκαετία του 1990.
Ο τέταρτος είχε κατηγορηθεί το 2015 ως μέλος σπείρας εκβιαστών, ο αρχηγός της οποίας είχε δεχθεί δολοφονική επίθεση το καλοκαίρι του 2020 και είχε σωθεί από θαύμα.
Οι αναλυτές του Τμήματος Ανθρωποκτονιών της Ασφάλειας Αττικής, που συνεχίζουν να συναρμολογούν το παζλ όλων αυτών των στοιχείων που συνέλεξαν μετά τη δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ, έχουν, σύμφωνα με πληροφορίες, και μια πρώτη εικόνα σχετικά με το ποιος έδωσε την εντολή για την ενέδρα του θανάτου. Προς αυτή την κατεύθυνση προσπαθούν τώρα να συγκεντρώσουν αποδεικτικά στοιχεία, αλλά και να φωτίσουν το κίνητρο του εντολέα της εν ψυχρώ εκτέλεσης.
Διεθνείς αντιδράσεις
Η δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ είχε χαρακτηριστεί από την πρώτη στιγμή «υπόθεση υψηλής προτεραιότητας» από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη. Ταυτόχρονα είχε προκαλέσει διεθνείς αντιδράσεις, με κορυφαία αυτή της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η οποία, αφού είχε εκφράσει τα συλλυπητήριά της για την εν ψυχρώ δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ, τόνισε πως «η ελευθερία του Τύπου ίσως είναι η πιο ιερή από όλες. Οι δημοσιογράφοι πρέπει να είναι σε θέση να εργάζονται με ασφάλεια».
Μάλιστα, στη δήλωσή της μετά τη δολοφονία, είχε επιστήσει την προσοχή για άμεση κινητοποίηση για τη σύλληψη των δραστών, σημειώνοντας ότι «ελπίζω οι εγκληματίες να προσαχθούν σύντομα στη Δικαιοσύνη». Ανάλογες δηλώσεις είχαν γίνει από τον τότε πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Νταβίντ Σασόλι, ο οποίος υπογράμμισε πως «οι έρευνες πρέπει να αποσαφηνίσουν επειγόντως εάν η δολοφονία συνδέεται με τη δουλειά του», από τη διάδοχό του, αλλά και από εκπροσώπους φορέων για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελευθερία του Τύπου. Ολο αυτό το διάστημα, το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας δεχόταν επιστολές από φορείς και οργανώσεις που διατύπωναν την ανησυχία τους για την έκβαση των ερευνών και τον εντοπισμό των δραστών. Μάλιστα, πρόσφατα οι «Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα» κάλεσαν τις ελληνικές διωκτικές Αρχές να ζητήσουν τη βοήθεια της Europol για την εξιχνίαση της δολοφονίας.
Στο παρασκήνιο των διεθνών αυτών αντιδράσεων, στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών της Ασφάλειας Αττικής είχε συσταθεί ειδική ομάδα αστυνομικών, οι οποίοι ασχολούνταν μόνο με την ανάλυση των στοιχείων που προέκυπταν από τις έρευνες, αναζητούσαν νέα στοιχεία και πειστήρια που θα μπορούσαν να αποκαλύψουν τους δολοφόνους και χρησιμοποιούσαν όλα τα σύγχρονα τεχνολογικά εργαλεία της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών. Με τον τρόπο αυτό κατάφεραν τελικά να συνθέσουν το παζλ και να σχηματίσουν δικογραφία με τα ονόματα των κατηγορουμένων.