Όλο το σκηνικό της αποκάλυψης της… σκεπασμένης με κεντήματα μεγάλης ποσότητας χασίς στον Ισθμό της Κορίνθου.
Όπως το «έγκλημα στου Χαροκόπου», όπου μάνα και θυγατέρα σκότωσαν, τεμάχισαν και πέταξαν στον Κηφισό τον σύζυγο και γαμπρό εργολάβο Αθανασόπουλο, έγινε άσμα και το τραγουδούσε όλη η Ελλάδα, έτσι και το βαπόρι με το τεράστιο φορτίο χασίς, που πιάστηκε στον Ισθμό της Κορίνθου, έγινε μεγάλο σουξέ από τον συνθέτη Βασίλη Τσιτσάνη. Ας δούμε την ιστορία του περιβόητου βαποριού, γεμάτο χασίς.

Το μότορσιπ «Γκλόρια» με κυπριακή σημαία, πλήρωμα τρείς Έλληνες ναυτικούς, πλοίαρχο τον Νίκο Ξανθόπουλο από την Καβάλα και συνοδούς δύο ένοπλους Τούρκους, θείο και ανεψιό, ξεκίνησε από την Βηρυτό με προορισμό το Ρότερνταμ της Ολλανδίας, με δηλωμένο φορτίο κεντήματα, αντί για το πραγματικό χασίς. Είχε 303 σακιά, με 80 πλάκες χασίς του μισού κιλού το καθένα, συνολικής αξίας πάνω από 4 δίς. δραχμές! Η τελευταία βάρκα που έφερε το εμπόρευμα στο πλοίο, αντί να φέρει και τα 300.000 δολάρια κόμιστρα, είχε σημείωμα ότι ο πλοίαρχος θα πληρωθεί στο Ρότερνταμ.

Δυο μέρες πριν ξεκινήσει το «Γκλόρια» ο Ξανθόπουλος μιλά στο ραδιοτηλέφωνο με τον υπολιμενάρχη Κλειώση και τον ενημερώνει για το φορτίο και την πορεία του πλοίου καθώς και το ραντεβού συνάντησης νοτίως της Πύλου. Αλλά καθ’ οδόν, λόγω θαλασσοταραχής, ο Ξανθόπουλος ενημερώνει τον Κλειώση η συνάντηση να μη γίνει στην Πύλο που θα δυσκόλευε την επιχείρηση, αλλά για ασφάλεια κοντά στον Ισθμό.
Ήταν σούρουπο, 6.30 μ.μ. ανήμερα των Φώτων του 1977, όταν κοντά στον Ισθμό της Κορίνθου, ο πλοίαρχος ενημερώνει στο ραδιοτηλέφωνο τον Κλειώση ότι έφτασε. «Έχω και δυο Τούρκους κοτόπουλα στ’ αμπάρι», του είπε. Ήταν ένοπλοι, οι οποίοι μόλις διαπίστωσαν ότι εισέβαλαν οπλισμένοι λιμενικοί στο πλοίο, έριξαν μερικές πιστολιές και κλειδώθηκαν στ΄ αμπάρι. Οι λιμενικοί συνέλαβαν το πλήρωμα και τον Ξανθόπουλο και τους οδήγησαν στον λιμενάρχη και τον εισαγγελέα που ήταν πάνω σε σκάφος του Λιμενικού. Στη συνέχεια με τη χρήση δακρυγόνων υποχρέωσαν τους Τούρκους με υψωμένα χέρια να παραδοθούν και οδηγήθηκαν στις φυλακές Ναυπλίου.

Ο Ξανθόπουλος τέθηκε σε περιορισμό και αφέθηκε μετά ελεύθερος, ενώ όλοι οι άλλοι οδηγήθηκαν στο Λιμεναρχείο Κορίνθου όπου έφτασε εν τω μεταξύ και ο υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας, Αλέξανδρος Παπαδόγγονας, για να συντονίσει το έργο των λιμενικών. Συνελήφθη τότε και ο βοηθός του αρχηγού της σπείρας Αντουάν Σρούρ σε ξενοδοχείο του Νέου Φαλήρου, ενώ ο αρχηγός διέφυγε στη Βηρυτό. Ο Σρούρ αποκάλυψε, ότι ένα μέρος του φορτίου, θα το ξεφόρτωναν στο Ναβαρίνο…

Η όλη επιχείρηση ήταν επιτυχής. Βοήθησε σ’ αυτό πολύ ο πλοίαρχος Ξανθόπουλος, που «ενημέρωνε» και μάλιστα, αντί να κάνει τον γύρο της Πελοποννήσου, προχώρησε στον Ισθμό για να συλληφθεί, ώστε να ελαφρώσει τη θέση του σε άλλη υπόθεση που ήταν κατηγορούμενος. Λίγες μέρες μετά, κλείστηκε στις φυλακές Κορυδαλλού με την κατηγορία της ένοπλης πειρατείας, αδίκημα που διέπραξε το 1973, ανοικτά των Ιταλικών ακτών με την θαλαμηγό «Πουσικάτ» όταν έκανε ρεσάλτο στο μότορσιπ «Αλέξανδρος» και αφήρεσαν τσιγάρα αξίας 105.000 δολαρίων! Ο Ξανθόπουλος, από τα 80 εκατ. που ήταν η αμοιβή της επικήρυξης από το Δημόσιο για την ανακάλυψη του φορτίου του «Γκλόρια», πήρε μόνο 1,5 εκατ. δρχ. και τον έβαλαν να υπογράψει για 3 εκατ. και το άλλο ποσό μοιράστηκαν αξιωματικοί και ναύτες του λιμενικού που μετείχαν στην επιχείρηση. Το Χασίς, που σύμφωνα με την Ιντερπόλ θα ανταλλασσόταν με όπλα, μεταφέρθηκε στην Κόρινθο, ζυγίστηκε και βρέθηκε να είναι 12.553 κιλά. Όμως, 433 κιλά ζύγιζε το νάιλον της συσκευασίας και το καθαρό βάρος ήταν 12.120 κιλά. Όπως ελέχθη, όλο το φορτίο μεταφέρθηκε στον Ασπρόπυργο, όπου οι Αρχές κατέστρεφαν, τις κατασχεμένες ναρκωτικές ουσίες, στην υψικάμινο της «Χαλυβουργικής» .
Το φορτίο του «Γκλόρια», έμελλε να γίνει λαϊκό άσμα, από έναν μεγάλο συνθέτη, τον Βασίλη Τσιτσάνη, που διεκτραγωδούσε τον πόνο των χασισοποτών : «Το βαπόρι απ’ την Περσία/ πιάστηκε στην Κορινθία/ Τόνοι έντεκα γεμάτο/ με χασίσι μυρωδάτο/ Τώρα κλαίν’ όλα τ’ αλάνια/ που θα μείνουνε χαρμάνια/ Βρε κουρνάζε μου τελώνη/ τη ζημιά ποιος την πληρώνει/ Και σ’ αυτή την ιστορία/ μπήκαν τα λιμεναρχεία/ Ήταν προμελετημένοι/ καρφωτοί και λαδωμένοι/ Δυο μεμέτια, τα καημένα / μεσ’ στο κόλπο ήταν μπλεγμένα/ Τώρα κλαίν’ όλα τ’ αλάνια/ που θα μείνουνε χαρμάνια».