Σιδηροπενία: Συμπτώματα, διάγνωση και αντιμετώπιση

Η σιδηροπενία, η οποία ορίζεται ως ανεπάρκεια σιδήρου αποτελεί το πιο συχνό αίτιο αναιμίας στον γενικό πληθυσμό. Η αναιμία η οποία οφείλεται σε έλλειψη σιδήρου ονομάζεται σιδηροπενική και είναι η συχνότερη μορφή αναιμίας σε όλο τον κόσμο. Περίπου 1 στα 3 άτομα στον γενικό πληθυσμό εμφανίζουν αναιμία, με τη σιδηροπενική να συναντάται περίπου στο 60% των περιστατικών.

Ο σίδηρος αποτελεί βασικό συστατικό στην παραγωγή της αιμοσφαιρίνης, συνεπώς η έλλειψή του στον οργανισμό οδηγεί σε χαμηλά επίπεδα αιμοσφαιρίνης και ερυθρών αιμοσφαιρίων, με αποτέλεσμα την εμφάνιση σιδηροπενικής αναιμίας. Τα παραπάνω αναφέρει η Γεωργία Καϊάφα Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Αιματολογίας ΑΠΘ, Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ.

Εξηγεί στο enikos.gr , τα αίτια της σιδηροπενίας, τα συμπτώματα, τη διάγνωση και την αντιμετώπισή της.

Τα αίτια της σιδηροπενίας είναι συχνά πολυπαραγοντικά και περιλαμβάνουν τα ακόλουθα: πτωχή διατροφή, αυξημένες ανάγκες σε σίδηρο, όπως για παράδειγμα στην περίοδο της εγκυμοσύνης, της λοχείας και στην παιδική ηλικία, απώλειες αίματος που μπορεί να οφείλονται σε σοβαρή μηνορραγία, σε αιμορραγία του πεπτικού, καθώς και σε σοβαρή χειρουργική επέμβαση που συνοδεύεται από απώλεια αίματος.

Η σιδηροπενία επίσης εμφανίζεται σε περιπτώσεις χρόνιας φλεγμονής ή μειωμένης απορρόφησης σιδήρου – ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου (ΙΦΝΕ). Επίσης αποτελεί συχνό εύρημα σε χρόνια νοσήματα, όπως η χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια και η χρόνια νεφρική νόσος. Εφόσον η σιδηροπενία, η οποία θεωρείται ως το πρώιμο στάδιο της αναιμίας, δεν αντιμετωπιστεί, οδηγεί σε ανάπτυξη σιδηροπενικής αναιμίας με σοβαρές συνέπειες για την υγεία και την ποιότητα ζωής του ασθενή.

Τα συμπτώματα της σιδηροπενίας οφείλονται σε ανεπαρκή οξυγόνωση των ιστών και περιλαμβάνουν τα ακόλουθα: αίσθημα μόνιμης εξάντλησης ή έντονης κούρασης (κόπωση), τριχόπτωση μεγαλύτερη από τη φυσιολογική, αδυναμία συγκέντρωσης, κεφαλαλγία, ευθραυστότητα ονύχων, ωχρή όψη, μειωμένη σεξουαλική διάθεση και απώλεια ελαστικότητας δέρματος.

H διάγνωση της σιδηροπενίας/σιδηροπενικής αναιμίας απαιτεί αιματολογικό έλεγχο, ο οποίος περιλαμβάνει τα επίπεδα αιμοσφαιρίνης, τη φερριτίνη ορού και τον κορεσμό τρανσφερίνης (TSAT). Μπορεί να γίνει από ειδικό ιατρό και είναι σημαντικό, με την εκδήλωση των πρώτων συμπτωμάτων, ο ασθενής να απευθυνθεί άμεσα στον ιατρό του για την έγκαιρη διάγνωση και τη βέλτιστη θεραπευτική διαχείριση.

Η θεραπεία της σιδηροπενίας περιλαμβάνει συνήθως σκευάσματα σιδήρου που λαμβάνονται από το στόμα με άδειο στομάχι για μεγάλο χρονικό διάστημα, 3-6 μήνες, με στόχο την αποκατάσταση των αποθηκών σιδήρου του οργανισμού (φερριτίνη-δείκτης επάρκειας του οργανισμού σε σίδηρο) στα φυσιολογικά επίπεδα. Τα σκευάσματα αυτά έχουν ως συνήθεις παρενέργειες γαστρεντερικές διαταραχές όπως η ναυτία, οι διάρροιες και η δυσκοιλιότητα.

Ο ενδοφλέβιος σίδηρος ενδείκνυται σε ασθενείς για τους οποίους o από του στόματος σίδηρος είτε είναι αναποτελεσματικός, είτε δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί λόγω πτωχής συμμόρφωσης, καθώς και όταν είναι αναγκαία η ταχεία αναπλήρωση των αποθηκών σιδήρου, κάτι το οποίο δεν μπορεί να επιτευχθεί με τα σκευάσματα σιδήρου τα οποία χορηγούνται από του στόματος.

Σκευάσματα ενδοφλέβιου σιδήρου υψηλής περιεκτικότητας επιτρέπουν τη χορήγηση έως και 1g σιδήρου σε σύντομο χρονικό διάστημα, διευκολύνοντας και απλοποιώντας τη φροντίδα των ασθενών με πολύ καλό προφίλ ασφάλειας. Σήμερα έχουμε στη διάθεσή μας τέτοια σκευάσματα ενδοφλέβιου σιδήρου υψηλής δοσολογίας, που επιτρέπουν τη γρήγορη χορήγηση του σιδήρου σε νοσηλευτικό ίδρυμα, χωρίς να απαιτείται πολύωρη παραμονή του ασθενούς, όπως γινόταν στο παρελθόν.

Η έγκαιρη διάγνωση, η αναζήτηση του αίτιου της σιδηροπενίας και η θεραπευτική αντιμετώπισή της με την κατάλληλη αγωγή είναι καθοριστική για την υγεία και την ποιότητα ζωής των ασθενών.

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ