Μάτι: «Ανύπαρκτος ο κρατικός μηχανισμός» – Οι δραματικές περιγραφές των συγγενών των θυμάτων

Συγκλονίζουν οι δραματικές περιγραφές και οι καταγγελίες των συγγενών των θυμάτων στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι.

Των A. ΚΑΝΔΥΛΗ, K. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟY

Τον εφιάλτη της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι τον Ιούλιο του 2018, αλλά και το αδιανόητο αλαλούμ που επικράτησε στον κρατικό μηχανισμό βιώνουν και πάλι στη δικαστική αίθουσα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κάτοικοι της περιοχής που έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους και είδαν τις περιουσίες τους να γίνονται στάχτη μέσα σε λίγα λεπτά.

Οι στιγμές κόλασης που βίωσαν ενώ η καταστροφική φωτιά μαινόταν έγιναν ακόμα πιο εφιαλτικές εξαιτίας της πλήρους έλλειψης οποιασδήποτε μέριμνας από την Πυροσβεστική ή τις άλλες κρατικές υπηρεσίες. Η Ιωάννα Πεταλά, που έχασε τους γονείς της στο Μάτι και υπέστη σοβαρότατα εγκαύματα, κατέθεσε ότι, αν κάποιος είχε ενημερώσει τους κατοίκους λίγα λεπτά πριν η πυρκαγιά φτάσει στα σπίτια, τότε οι δικοί της άνθρωποι δεν θα είχαν βρει τραγικό θάνατο.

«Δεν μας ενημέρωσε κανείς. Υπήρξε η αντίληψη στο Μάτι ότι, αν συνέβαινε κάτι επικίνδυνο, χτυπούσαν οι καμπάνες. Αν μας ειδοποιούσε κάποιος έστω και δέκα λεπτά νωρίτερα, ήταν μια κατηφόρα, θα είχαμε φτάσει στη θάλασσα.

Οι δικοί μου θα ζούσαν». Παράλληλα, η αδελφή της, Δήμητρα Πεταλά, περιέγραψε τις βασανιστικές της απόπειρες να επικοινωνήσει με κάποιον υπεύθυνο, μέχρι τη στιγμή που της απάντησε η Πυροσβεστική Υπηρεσία της Θεσσαλονίκης… «Αναζητώντας τους δικούς μου ανθρώπους, έκανα δεκάδες τηλέφωνα παντού. Λιμενικό, Πυροσβεστική, νοσοκομεία. Δεν έβρισκα κανέναν. Και δέχομαι κλήση λίγη ώρα αργότερα από την Πυροσβεστική Θεσσαλονίκης! Εκεί δήλωσα τους αγνοούμενους! Στην Πυροσβεστική Θεσσαλονίκης», κατέθεσε η Δ. Πεταλά, συμπληρώνοντας με κατηγορηματικό τρόπο: «Καμία υπηρεσία δεν λειτούργησε».

«Ακινητοποιημένα αυτοκίνητα»

Και οι πιο δυνατοί λύγισαν στο άκουσμα όσων είπε η Βαρβάρα Βουκάκη-Φύτρου, που έχασε τον σύζυγό της Γρηγόρη Φύτρο και τα δύο παιδιά τους, Εβίτα και Ανδρέα. Με δάκρυα στα μάτια και όση δύναμη της έχει απομείνει, ζήτησε την τιμωρία των υπευθύνων. «Θα ήθελα να μην είμαι στη δουλειά μου εκείνο το απόγευμα. Θα ήθελα να ήμουν μαζί τους. Τηλεφώνησα στον σύζυγό μου και αρχικά μου είπε ότι άδικα ανησυχώ… Γύρω στις έξι παρά, βγήκε και πάλι να δει. Με πήρε τηλέφωνο και ήταν άλλος άνθρωπος. Ήταν τρομοκρατημένος, γιατί η φωτιά πλησίαζε απειλητικά. Θα έφευγε από το σπίτι για να βρει ασφαλές σημείο με τα παιδιά. Εγώ, μόλις το άκουσα αυτό, έφυγα από το γραφείο. Όταν κατάφερα να βρεθώ στη λεωφόρο Μαραθώνος, στην έξοδο προς Ραφήνα, αυτό που αντίκρισα ήταν τρομακτικό. Ακινητοποιημένα αυτοκίνητα. Δεν καταλάβαινα γιατί έχουν σταματήσει. Έπαιρνα τον Γρηγόρη, τα παιδιά στα κινητά τους, δεν το σήκωναν». Έπειτα από πολλά τηλεφωνήματα, ο γιος της τελικά σήκωσε το τηλέφωνο του συζύγου της.

«Το παιδί ήταν τρομοκρατημένο. Μου είπε ότι βρίσκεται στο λιμάνι του Ματιού, ότι γίνονταν εκρήξεις και ήταν μια χαοτική κατάσταση. “Φοβάμαι, μαμά μου” μου είπε. Του είπα ότι προσπαθώ να έρθω να τους βρω. Μου λέει “εσύ να μην έρθεις, θα έρθουμε εμείς”. Ήταν φοβισμένος κι εγώ δεν ήμουν εκεί. Να του κρατήσω το χέρι, να του πω ότι όλα θα πάνε καλά».

Όπως είπε, βρήκε τον φίλο της Τάκη Μπαλάσκα, που τη βοήθησε να ψάξει την οικογένειά της. «Του είπα να πάει στο σπίτι στο Μάτι να δει μήπως τους βρει. Με παίρνει και μου λέει “στο σπίτι δεν υπάρχει κανένας” και πως καιγόταν ένα σημείο του σπιτιού και προσπαθούσε να το σβήσει μόνος του. Να το ξαναπώ; Ανυπαρξία κρατικού μηχανισμού. Ξεκίνησα να πάω στο Μάτι φορτωμένη με όσα πράγματα θεωρούσα ότι μπορεί να χρειάζονταν άνθρωποι που έχουν περάσει από φωτιά. Πριν φτάσω στην Αγία Μαρίνα, είδα δύο περιπολικά σταματημένα και έκλειναν τον δρόμο. «Πού πάτε, κυρία μου; Είστε τρελή; Κάτω κάηκαν τα πάντα», μου είπαν. «Σε αυτή τη χώρα ζούμε από τύχη. Όσοι έζησαν εκείνη την ημέρα έζησαν από τύχη. Δέκα δευτερόλεπτα χώριζαν τη ζωή από τον θάνατο, όπως γίνεται στον πόλεμο», είπε στην κατάθεσή του ο Θεοφάνης Χατζησταματίου, περιγράφοντας στο δικαστήριο όσα βιώνουν μέχρι και σήμερα η σύζυγος και ο γιος του εξαιτίας της φωτιάς. Ο ίδιος, όταν ξέσπασε η φονική πυρκαγιά, βρισκόταν στο Ντουμπάι.

«Στις 30 Ιουλίου μού είπαν “έλα να προλάβεις την Κάλλη πριν τη διασωληνώσουν”. Ποτέ δεν θα ξεχάσω όταν είδα τις ακτινογραφίες του θώρακός της, δύο άσπρες κηλίδες. Επρεπε να φορέσω χαμόγελο, γέλιο, και να πάω στο παιδί. Να μην ξέρω τι να πω στο παιδί, αν θα την ξαναδεί. Η μαμά του δεν είχε πνευμόνια». Συνέχισε να μιλά για τον Γολγοθά του γιου του και τις φοβίες που απέκτησε.

«Έμεινε 60 ημέρες στο νοσοκομείο. Ο μόνος που δεχόταν να κάτσει μαζί του ήμουν εγώ. Έπαιρνε μορφίνη. Δεν μπορούσε να ξαπλώσει, είχε καμένα πόδια και πλάτη. Έκανε δύο φορές χειρουργείο. Πλέον, πρέπει να φορά ελαστικά ρούχα. Ψυχολογικά, τέσσερα χρόνια τώρα, χρειάζεται στήριξη. Μπαίνει στην εφηβεία με το μισό του σώμα σημαδεμένο. Κεράκι δεν μπορούσε να δει ούτε στην τούρτα του ούτε στην εκκλησία».

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ