Πόσες ημέρες άδεια δικαιούσαι;

Του Κώστα Τσουκαλά, δικηγόρου – εργατολόγου

Ένα ζήτημα που απασχολεί τους μισθωτούς και συχνά αποτελεί αιτία τριβών με τους εργοδότες τους είναι το ζήτημα των αδειών. Πόσες μέρες άδεια δικαιούται ο εργαζόμενος , πότε μπορεί να την πάρει και αν ο εργοδότης μπορεί να την αρνηθεί.

Ο χρόνος χορηγήσεως των αδειών καθορίζεται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ μισθωτών και εργοδότη. Οι μισοί τουλάχιστον από τους μισθωτούς πρέπει να πάρουν άδεια μέσα στο χρονικό διάστημα από 1 Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου. Ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια εντός δύο μηνών από το χρονικό σημείο κατά το οποίο διατυπώθηκε το σχετικό αίτημα. Επίσης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια οπωσδήποτε πριν τη λήξη του ημερολογιακού έτους, έστω και αν δεν του την ζήτησε ο μισθωτός .

Πόσες ημέρες άδεια δικαιούται κάθε μισθωτός ανά έτος ;

Οι εργαζόμενοι που απασχολούνται για πρώτο χρόνο σε μια επιχείρηση δικαιούνται αναλογία ημερών αδείας σύμφωνα με τους μήνες απασχόλησης , η οποία υπολογίζεται με βάση τις 20 ημέρες για όσους απασχολούνται με πενθήμερο και 24 ημέρες για όσους απασχολούνται με εξαήμερο.

Τον δεύτερο χρόνο εργασίας δικαιούνται 21 ημέρες άδεια όσοι απασχολούνται με πενθήμερο και 25 ημέρες άδειας όσοι απασχολούνται με εξαήμερο. Από τον τρίτο χρόνο έως και τον ένατο χρόνο δικαιούνται 22 ημέρες όσοι απασχολούνται με πενθήμερο και 26 ημέρες όσοι απασχολούνται με εξαήμερο.

Οι μισθωτοί με προϋπηρεσία τουλάχιστον 10 έτη στον ίδιο εργοδότη ή 12 έτη σε οποιοδήποτε εργοδότη δικαιούνται 25 εργάσιμες ημέρες άδειας, για όσους είναι με πενθήμερο, ή 30 εργάσιμες ημέρες άδειας, για όσους είναι με εξαήμερο με αποδοχές.

Η άδεια για μεν το πρώτο ημερολογιακό έτος χορηγείται σε τμήματα, Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους, εντός του οποίου προσελήφθηκε ο μισθωτός, να χορηγήσει σε αυτόν την αναλογία της κανονικής του άδειας. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος ο μισθωτός δικαιούται να λάβει τμηματικά την άδειά του με αποδοχές, που αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στο έτος αυτό. Η αναλογία υπολογίζεται και πάλι με βάση της 20 ημέρες για τους εργαζόμενους με πενθήμερο ή τις 24 ημέρες για τους εργαζόμενους με εξαήμερο .

Στη διάρκεια του έτους αυτού και στο σημείο που συμπληρώνει 12 μήνες εργασία , η άδεια αυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα. Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του δεύτερου ημερολογιακού έτους, να του χορηγήσει αναλογικώς ή ολόκληρη την άδεια που φθάνει μέχρι τις 21 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους με πενθήμερο, και τις 25 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους με εξαήμερο. Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος, καθώς και τα επόμενα ο μισθωτός δικαιούται να λάβει ολόκληρη την άδεια του σε κάθε χρονικό σημείο του έτους αυτού. Η άδεια αυτή θα φθάσει τις 22 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους με πενθήμερο ή τις 26 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους με εξαήμερο, εάν έχουν συμπληρωθεί 2 έτη απασχόλησης μέσα στο τρίτο ημερολογιακό έτος.

Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η κατάτμηση της αδείας υπό προϋποθέσεις, δηλαδή, σε περίπτωση ιδιαίτερης σοβαρής ή επειγούσης ανάγκης της επιχειρήσεως ή κατ’ αίτηση του μισθωτού λόγω δικαιολογημένης αιτίας και πάντοτε μετά από έγκριση της αρμόδιας περιφερειακής Υπηρεσίας του Υπ. Εργασίας. Στην περίπτωση αυτή το πρώτο τμήμα της αδείας πρέπει να περιλαμβάνει 6 τουλάχιστον ημέρες. Για δε τους ανηλίκους, κάτω των 18 ετών 12 τουλάχιστον εργάσιμες μέρες. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου για τη διάρκεια της άδειας (όχι λιγότερο από 6 ημέρες) και το χρόνο χορήγησής της αποφασίζει τριμελής επιτροπή της αρμόδιας Επιθεώρησης Εργασίας, ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων.

Ζητήματα που άπτονται μη εφαρμογής της νομοθεσίας εκ μέρους του εργοδότη, μπορούν να επιλυθούν σε αρχικό στάδιο με προσφυγή του εργαζομένου στην επιθεώρηση εργασίας. Σε περίπτωση που δεν βρεθεί λύση αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια με την διαδικασία των εργατικών διαφορών .

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ