Εκλογές ΚΙΝΑΛ: Στο μικροσκόπιο η κοινή γνώμη

Άρθρο της συμβούλου πολιτικής επικοινωνίας, Μαρίας Σταματοπούλου

Είναι φανερό ότι οι εσωκομματικές εκλογές του ΚΙΝΑΛ ανέδειξαν την ίδια την έννοια της συμμετοχικής δημοκρατίας, με τον πιο εμφαντικό τρόπο και την συμμετοχή πάνω από 270.000 ψηφοφόρων.

Στην χώρα που γεννήθηκε η δημοκρατία και αποτέλεσε την παγκόσμια διδαχή των δημοκρατικών αξιών, είναι τουλάχιστον ενθαρρυντικό να διαπιστώνεται ότι όταν μία πολιτική παράταξη ανοίγεται στον λαό, οι πολίτες συμμετέχουν και γίνονται κοινωνοί της διαδικασίας αυτής.

Πέραν του τελικού αποτελέσματος, το οποίο και θα κριθεί στον δεύτερο γύρο μεταξύ των δύο πρώτων υποψηφίων του πρώτου γύρου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσέγγιση και ανάλυση των συμπεριφορικών δεδομένων του εκλογικού σώματος.

Πολλοί έσπευσαν να ασκήσουν κριτική στα δημοσκοπικά ευρήματα, που αφορούσαν τα αποτελέσματα της εσωκομματικής αυτής αναμέτρησης.

Οι προσδοκίες όλων σχετίζονταν με την απόλυτη πρόβλεψη του νικητή, κάτι το οποίο δεν ικανοποιείται από την ίδια την δυναμική φύση των δημοσκοπήσεων και των σχετικών τους αποτελεσμάτων.

Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι η δημοσκόπηση αποτελεί ένα εργαλείο διερεύνησης της γνώμης ενός αντιπροσωπευτικού δείγματος του πληθυσμού πάνω σ’ ένα ή περισσότερα θέματα (δημοσκόπηση: αρχ. δῆμος “λαός” + σκοπῶ “εξετάζω”).

Μέλη της παγκόσμιας ακαδημαϊκής κοινότητας μάλιστα, υποστηρίζουν ότι οι δημοσκοπήσεις δεν συγκεντρώνουν καν γνώμες αλλά απλές απαντήσεις σε ερωτήσεις. Οι απαντήσεις αυτές μπορεί να εμπεριέχουν ή να αποτελούν γνώμη, ανάλογα με την κοινωνική ομάδα στην οποία ανήκουν οι ερωτηθέντες.

Ένα ακόμα ερμηνευτικό εργαλείο στην φαρέτρα των δημοσκοπικών αναλύσεων, είναι οι λεγόμενες «στάσεις» του εκλογικού σώματος.

Οι στάσεις του εκλογικού σώματος, είναι ο τρόπος που τοποθετείται ο κάθε δυνητικός ψηφοφόρος, σε σχέση με κοινωνικά φαινόμενα, γεγονότα, πρόσωπα και καταστάσεις.

Ο τρόπος αυτός που τοποθετείται, προκύπτει ως συνισταμένη πολλών παραγόντων, όχι μόνο κοινωνικό – οικονομικών αλλά και ιδεολογικό – ψυχολογικών δεδομένων του ερωτώμενου ατόμου.

Η εκτίμηση της γνώμης, αφορά την απάντηση στην ερώτηση που τίθεται (παράσταση νίκης: “ποιος πιστεύτε ότι θα νικήσει?”), ενώ η εκτίμηση της στάσης αφορά την τοποθέτηση στο σύνολο των ερωτημάτων ως ολότητα (πρόθεση ψήφου: “ποιόν θα ψηφίσετε?”).

Σχηματίζεται λοιπόν μία διάσταση μεταξύ της «γνώμης» και της «στάσης» των δυνητικών ψηφοφόρων, με σαφή ευμετάβολη και ρευστή φύση.

Οι εκτιμήσεις αυτές που προκύπτουν με βάση τα εργαλεία αυτά, δεν είναι εφικτό να συνάδουν απόλυτα με την τελική ψήφο του καθενός. Δεν ταυτίζονται και δεν ακολουθούν απαραίτητα το ένα δεδομένο το άλλο.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της «διπολικής» προσέγγισης της διερεύνησής και τελικά της ανάλυσης των τάσεων αυτών, είναι η έννοια των «επιδράσεων του συρμού» (bandwagon effect).

Στην περίπτωση της «επίδρασης του συρμού» τα άτομα επιδιώκουν να βρίσκονται με τη μεριά του νικητή, του πρώτου, του πλειοψηφικού (αναφέρεται και ως «σύνδρομο του νικητή»).

Στο πολιτικό πεδίο, το φαινόμενο αυτό εκδηλώνεται όταν ένα μέρος των ψηφοφόρων αλλάζει τις προτιμήσεις του υπέρ του επικρατέστερου υποψηφίου, αποτυπώνοντας την τάση των ανθρώπων να ακολουθούν τις απόψεις τις πλειοψηφίας χωρίς να υπολογίζουν αν αυτές τους εκφράζουν επί της ουσίας.

Τα δημοσκοπικά ευρήματα είναι γεγονός ότι έχουν την δυνατότητά να επηρεάζουν τους ψηφοφόρους, στην περίπτωση αυτή προς την κατεύθυνση του διαφαινόμενου νικητή. Ακόμα κι αν πρόκειται για ένα πολύ μικρό ποσοστό ψηφοφόρων και κυρίως; εκείνων που θεωρούν τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων αξιόπιστα και ακριβή.

Σε κάθε κοινωνικό – πολιτική θεωρία όμως, υπάρχει η δράση και η αντίδραση και σε αυτό το πλαίσιο εντοπίζεται η αντίθετη ακριβώς προσέγγιση.

Το «σύνδρομο του νικητή» ή η «επίδραση του συρμού», μπορεί να προκαλέσει την συσπείρωση των αντιπάλων του διαφαινόμενου νικητή, οδηγώντας τους ψηφοφόρους να στηρίξουν τον φαινομενικά πιο αδύναμο ή τον πιο αδικημένο. Στην περίπτωση αυτή μιλάμε για το φαινόμενο του «συνδρόμου του αουτσάιντερ» (underdog effect).

Βλέπουμε λοιπόν ότι ενώ θα μπορούσε να υπάρχει μία ανάγνωση και μία ανάλυση των συμπεριφορικών δεδομένων, ταυτόχρονα μπορεί να υπάρξει και μία δεύτερη, ίσως και μία τρίτη.

Είναι δεδομένο ότι η ανάλυση της εμπειρικής κοινωνικής έρευνας, είναι μία δύσκολη υπόθεση, καθιστώντας την όποια πρόβλεψη ή το όποιο στατιστικό μοντέλο, ανεπαρκές.

Εν προκειμένω, απομένει να δούμε την επόμενη Κυριακή ποιος από τους δύο υποψηφίους θα κάνει καλύτερη ανάγνωση αλλά και αξιοποίηση, των δεδομένων που προέκυψαν από την πρώτη εκλογική αναμέτρηση, σχηματίζοντας την αντίστοιχη στρατηγική του τοποθέτηση.

 

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ