Eurostat:Tην κόλαση του Δάντη ζει ο Γεωργίου

Eurostat:Tην κόλαση του Δάντη ζει ο Γεωργίου

 

Με την κόλαση του Δάντη παρομοιάζει, σε συνέντευξή του στη βελγική εφημερίδα Le Soir, ο Διευθυντής της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας Βάλτερ Ράντερμαχερ τις διώξεις που υφίσταται στην Ελλάδα ο νυν πρόεδρος της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής.

Ο Ράντερμαχερ, διευθυντής της Eurostat, από την 1η Αυγούστου 2008, επαναλαμβάνει την κατηγορηματική αντίθεση της Eurostat στις διώξεις, ενώ εκ παράλληλου αναφέρεται στα προβλήματα που αντιμετώπισε η υπηρεσία του κατά τις διαδικασίες συλλογής στατιστικών στοιχείων στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες μέλη της ΕΕ.

 

Σε ερώτηση δημοσιογράφου, « πάρχει κάτι δύσκολο να καταλάβουμε: η έλλειψη φερεγγυότητας, των στατιστικών στοιχείων της Ελλάδας ήταν γνωστή από καιρό. Γιατί, το 2009, το πρόβλημα δεν είχε ακόμη επιλυθεί;», ο Ράντερμαχερ σημείωσε:

«Η Ελλάδα είχε ήδη γνωρίσει σοβαρά προβλήματα με τα στατιστικά της στοιχεία το 2004 και το 2005. Η Επιτροπή είχε τότε προτείνει κάποια εργαλεία, για να λυθεί το πρόβλημα. Οι προτάσεις της έγιναν εν μέρει δεκτές. Δημιουργήσαμε ένα “κώδικα καλών πρακτικών”, επανεξετάσαμε τη νομοθεσία σχετικά με τις στατιστικές στο πλαίσιο της διαδικασίας για το υπερβολικό έλλειμμα. Αλλά ένα στοιχείο δεν έγινε δεκτό: το να δοθεί, στην Eurostat, η τελική εξουσιοδότηση να πάει σε ένα Κράτος-Μέλος της ΕΕ, σε περίπτωση σοβαρού προβλήματος, ώστε να ελέγξει τα λογιστικά του βιβλία. Τα μεγάλα Κράτη κυρίως, δεν δέχτηκαν να δώσουν μία τέτοια εξουσία στην Επιτροπή. Εδώ βρίσκεται η βάση όλων των υπολοίπων».

Παράλληλα υπογράμμισε ότι «κάθε φορά που ζητούσαμε από τις Ελληνικές Αρχές να εξηγήσουν κάποια ακατανόητα ή αμφίβολα στοιχεία, λαμβάναμε την επίσημη απάντηση ότι τα δεδομένα ήταν σωστά».

«Δεν ήμασταν σε θέση να αποδείξουμε το αντίθετο. Αυτό το κενό στη νομοθεσία καλύφτηκε μόνο το 2010. Και θυμάμαι καλά ότι ο Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ είχε παραδεχτεί ότι ήταν μεγάλο λάθος το ότι δε είχε η Eurostat αυτή τη δυνατότητα από το 2005. Στην έκθεσή της, το 2010, η Επιτροπή εμφανίσθηκε πολύ αυστηρή. Δήλωσε κατηγορηματικά ότι η Ελλάδα είχε εσκεμμένα παραδώσει εσφαλμένα στοιχεία. Μπορείτε να φανταστείτε πόσο αυτές οι εκφράσεις είναι ασυνήθιστες στο στόμα της Επιτροπής», πρόσθεσε.

«Αποκτήσαμε πρόσβαση στα ελληνικά ντοκουμέντα μόνο το 2010 . Επισκέφτηκα τότε προσωπικά την Ελλάδα, για μεγάλο χρονικό διάστημα και συζήτησα με πολλά μέλη της κυβέρνησης, ζητώντας τους… να μας παραδώσουν όλα τα στοιχεία εκείνα που χρειαζόμασταν. Δημοσιεύσαμε τότε, το Νοέμβριο του 2010, οριστικά στοιχεία που έδειχναν ένα έλλειμμα της τάξης του 16% του ΑΕΠ», ανέφερε στη συνέντευξη ενώ ερωτηθείς αν «οι ποινικές διώξεις που διεξάγονται έναντι του νυν διευθυντή της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας δεν είναι ανησυχητικές για τη φερεγγυότητα της χώρας;», απάντησε:

«Θα έλεγα ότι είναι τουλάχιστον παράξενο γεγονός. Και δύσκολο να το κατανοήσουμε οι εκτός Ελλάδας: για πρώτη φορά, υπάρχει Γενικός Διευθυντής της Στατιστικής Υπηρεσίας ο οποίος κάνει τη δουλειά του με μία απλώς τεχνική προσέγγιση – όχι πολιτική και ο οποίος δεν συνδέεται με κανένα κόμμα. Και αυτός ο πρώτος ανεξάρτητος υπεύθυνος κατηγορείται τώρα ότι υπερέβαλε σε ότι αφορά στους αριθμούς. Ενώ οι προκάτοχοί του, οι οποίοι επί χρόνια παρέδιναν λανθασμένα στοιχεία, δεν ενοχλούνται διόλου. Αυτό μοιάζει με την κόλαση του Δάντη».

Ωστόσο τόνισε ότι τόσο ο ίδιος, όσο και συνάδελφοί του αντέδρασαν δημοσίως καθώς, όπως είπε, «υπογράψαμε μία κοινή δήλωση υποστήριξης».

«Θυμάμαι ότι, το Φεβρουάριο του 2012, η Ελλάδα υπέγραψε ένα κείμενο δέσμευσης εμπιστοσύνης σχετικά με τις στατιστικές. Αν διαβάσετε το κείμενο αυτό, διατυπώνεται ξεκάθαρα ότι συστήνεται να δημιουργηθούν διαχωριστικές γραμμές ώστε να εξασφαλίζεται η ανεξαρτησία των Στατιστικών Υπηρεσιών, σε σχέση με την πολιτική εξουσία», είπε.

 Αναφορικά με τις σχέσεις με τους εθνικούς συνομιλητές από την αρχή της κρίσης, ο κ. Ράντερμαχερ σημείωσε ότι «είναι διαφορετικές», λέγοντας χαρακτηριστικά: «Μπορεί πιο ήπιες το πρωί και πιο σκληρές το βράδυ. Από τη μία δημιουργήσαμε κάτι καινούργιο, στο πλαίσιο της εταιρικής σχέσης, με μεγάλο βαθμό συλλογικότητας. Από την άλλη, αναλαμβάνουμε μία πολύ αυστηρή παρακολούθηση, όπως θα έκανε ένας εξουσιοδοτημένος ελεγκτής. Θα θέλαμε όμως μία προσέγγιση λιγότερο κυρωτική και περισσότερο προληπτική και με αυτό το πνεύμα διεξάγουμε συζητήσεις σε βάθος».

 

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ