Μία πήλινη σφραγίδα που ήρθε πρόσφατα στο φως των αρχαιολογικών ανακαλύψεων, μπορεί να συνδέεται με υψηλόβαθμο αξιωματούχο της αυλής του βασιλιά Ιωσία. Το εύρημα αποτελεί μια σπάνια, απτή σύνδεση με την ιστορική αφήγηση της Βίβλου.
Σε μια ανακάλυψη όπου συνδυάζεται η αρχαιολογία με τις αρχαίες γραφές, οι ερευνητές, στο πλαίσιο του προγράμματος για τη μελέτη στο Όρος του Ναού, ανακάλυψαν μια πήλινη σφραγίδα (μπούλα) 2.600 ετών με το όνομα Ο γιος Ασάγιαχου, γραμμένο σε Παλαιό – Εβραϊκή γραφή.
Το εύρημα, διατηρημένο σε εξαιρετική κατάσταση, ανάγεται στην περίοδο του Πρώτου Ναού, ενώ μπορεί ν’ ανήκε στον γιο κάποιου βιβλικού αξιωματούχου που υπηρέτησε τον Βασιλιά Ιωσία της Ιουδαίας – ενδεχομένως να πρόκειται για μια πρωτοπορία στα υλικά στοιχεία, σχετικά με τα βιβλικά αρχεία.
Η λεπτοδουλεμένη πήλινη σφραγίδα ανακαλύφθηκε μέσα σε τόνους από χώμα που κοσκινίστηκε από τα ερείπια του Όρους του Ναού – χώμα από τους πιο ευαίσθητους θρησκευτικούς χώρους της Ιερουσαλήμ κατά τη διάρκεια αυθαίρετης κατασκευής, στα τέλη του 1900.
Την ανακάλυψη πραγματοποίησε ο αρχαιολόγος Mordechai Ehrlich, στη διάρκεια καθημερινής μελέτης του κοσκινισμένου υλικού. Στην αρχή θεώρησε ότι πρόκειται για θραύσμα οστού.
Σύντομα ωστόσο, η σφραγίδα αποκάλυψε την ταυτότητά της λόγω της ολοκληρωμένης επιγραφής και ενός αρχαίου δαχτυλικού αποτυπώματος στο πίσω μέρος της – ενδεχομένως του αξιωματούχου που την χρησιμοποιούσε.
“Είναι μια από τις πιο ακέραιες σφραγίδες που έχουμε ανακαλύψει σε διάστημα μεγαλύτερο από δυο δεκαετίες”, δήλωσε ο αρχαιολόγος Zachi Dvira και ένας από τους επικεφαλής του προγράμματος για την έρευνα στο Όρος του Ναού. “Διαβάζεται σχεδόν κάθε γράμμα της. Ευρήματα όπως αυτό, ειδικά με ιστορική σημασία, είναι εξαιρετικά σπάνια” πρόσθεσε.
Βασιλική σύνδεση;
Η επιγραφή γράφει: “Ανήκει στον Yeda‛yah γιο του Ασάγιαχου”. Το όνομα Ασάγιαχου (το ολόκληρο όνομα του Ασάγια), εμφανίζεται στη Βίβλο και σχετίζεται με την αυλή του βασιλιά Ιωσία.
Συγκεκριμένα, ο Ασάγιαχου ήταν ένας από τους ανώτερους απεσταλμένους που πήγαν να συμβουλευτούν την προφήτισσα Χούλδα, μετά την ανακάλυψη ενός ιερού παπύρου – ίσως του Δευτερονομίου, στη διάρκεια των ανακαινίσεων του Ναού (αναφέρεται στο Βιβλίο των Βασιλέων 22: 12 και το Βιβλίο των Χρονικών 34: 20).

Σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες, ο ιδιοκτήτης της σφραγίδας, μπορεί να ήταν ο γιος του, Yeda‛yah, ο οποίος κατείχε διοικητικό ρόλο στο βασιλικό ή το θησαυροφυλάκιο του Ναού.
Δεδομένου ότι η πήλινη μπούλα χρησιμοποιούταν για να σφραγίσει αποθηκευτικά αγγεία ή σάκους – κυρίως με προμήθειες φαγητού ή ιερά υλικά – η παρουσία της στηρίζει τη θεωρία που λέει ότι, ο υψηλόβαθμος αξιωματούχος υπηρέτησε στην Ιερουσαλήμ, λίγο πριν από τη Βαβυλωνιακή Κατάκτηση, το 586 π.Χ.
“Η σφραγίδα δεν μπορεί να ανήκε σε κοινό πολίτη”, εξηγεί η Δρ. Anat Mendel-Geberovich, ειδική στην αρχαία εβραϊκή επιγραφία και επικεφαλής της αποκρυπτογράφησης της σφραγίδας.
“Χρησιμοποιούταν από κάποιο πρόσωπο εξουσίας – κάποιον με την εξουσιοδότηση της επίβλεψης πολύτιμων αγαθών ή ιερών χώρων”.
Ίχνη ενός εξαφανισμένου βασιλείου
Το δακτυλικό αποτύπωμα που διατηρείται ακόμη στον πηλό, προκαλεί ένα απόκοσμο αίσθημα χρονικής συνέχειας.
“Κυριολεκτικά αγγίζουμε το αποτύπωμα ενός ανθρώπου που έζησε στις κρισιμότερες περιόδους της Ιερουσαλήμ – ίσως ακόμη και κάποιας μορφής που αναφέρεται στη Βίβλο”, εξηγεί ο Dvira. “Ένα σιωπηρό μήνυμα που άντεξε 2.600 χρόνια”.
Το εύρημα αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία, καθώς ανακαλύφθηκε πριν από το Τίσα Μπαάβ, την Εβραϊκή επέτειο της καταστροφής του Πρώτου και του Δεύτερου Ναού. Συμβολικά, η σφραγίδα αντηχεί μέσα στους αιώνες, ένα θραύσμα πίστης και ιστορίας που ανακαλύφθηκε από τις στάχτες της απώλειας.

Οι σφραγίδες ως αρχαίες υπογραφές
Στην αρχαία Ιουδαία, οι σφραγίδες δεν ήταν απλά εργαλεία, αλλά δηλώσεις ταυτότητας, εξουσίας και νομιμοποίησης. Συνήθως τις κρεμούσαν με κορδόνι σε αποθηκευτικά αγγεία ή έγγραφα από πάπυρο. Οι σφραγίδες εξυπηρετούσαν τόσο πρακτικούς, όσο και συμβολικούς σκοπούς.
Δήλωναν την ιδιοκτησία και προστάτευσαν τα αντικείμενα, λειτουργώντας έτσι ως ο γραφειοκρατικός θεμέλιος λίθος της αρχαίας διακυβέρνησης. Μέχρι σήμερα, οι περισσότερες σφραγίδες που κυκλοφορούσαν, προέρχονται από τις αγορές της αρχαιότητας, χωρίς όμως να προσφέρουν αρχαιολογικό πλαίσιο.
Το Πρόγραμμα για την Εξερεύνηση του Όρους του Ναού, αντίθετα, ανατρέπει τα δεδομένα στην επιτόπια έρευνα, έχοντας ανακτήσει εκατοντάδες ευρήματα από ελεγχόμενο περιβάλλον, αξιοποιώντας προηγμένες τεχνικές απεικόνισης, όπως η Απεικόνιση Μετασχηματισμού Αντανάκλασης (RTI), για την μεγέθυνση των επιγραφών, χωρίς να προκαλείται φθορά στα τεχνουργήματα.
Ανακτώντας το παρελθόν κομμάτι – κομμάτι
Το Πρόγραμμα για την Εξερεύνηση του Όρους του Ναού ξεκίνησε μετά τη πραγματοποίηση μη εξουσιοδοτημένης ανασκαφής στο Όρος του Ναού, από το 1996 έως το 1999 και έχει αποδώσει πάνω από μισό εκατομμύριο ευρήματα, ανάμεσα στα οποία κεραμικά, νομίσματα, κοσμήματα και καμένα οστά ζώων.
Στην προσπάθεια έχουν συμμετάσχει πάνω από 260.000 εθελοντές, συντελώντας στην ανάκτηση της ιστορίας – κοσκινίζοντας κάθε φορά, έναν κουβά με χώμα.
“Το εύρημα μας υπενθυμίζει ότι με κάθε φτυαριά, η ιστορία περιμένει να ξετυλιχθεί – μια ιστορία που γεφυρώνει την αρχαιολογία, την πίστη και την πολιτιστική κληρονομιά”, εξήγησε ο Dvira.
Μπορεί η μοίρα του Yeda‛yah να παραμένει άγνωστη, ωστόσο η πήλινη σφραγίδα του, η οποία εξετάζεται και καταγράφεται προσεκτικά αυτή την περίοδο, αποτελεί μια αξιόπιστη πηγή στοιχείων για τον κόσμο της αρχαίας Ιερουσαλήμ, όπου συνυφαίνονταν η πολιτική με τη θρησκεία και τις προφητείες.
Σύντομα αναμένεται η δημοσίευση μελέτης για το τεχνούργημα, η οποία θα προσφέρει ένα ακόμη κομμάτι που θα συμπληρώσει το μακραίωνο παζλ της βιβλικής ιστορίας.