Μία μελέτη με επικεφαλής τη Julia Montes-Landa και μια διεθνή ομάδα αρχαιολόγων, η οποία δημοσιεύτηκε στο Journal of Archaeological Science, ανέλυσε τις τεχνικές παραγωγής χαλκού, και συγκεκριμένα ενός κράματος χαλκού (Cu) και κασσίτερου (Sn), που ήταν καθοριστικής σημασίας προϊστορικά υλικά για την κατασκευή εργαλείων, όπλων και τελετουργικών αντικειμένων στη βορειοανατολική Ιβηρία, μεταξύ του 2100 και του 200 π.Χ.
Μέχρι σήμερα, οι ερευνητές πίστευαν πως, οι τεχνικές παραγωγής του χαλκού, είχαν εξελιχθεί από πιο πρωτόγονες μεθόδους σε περισσότερο προηγμένες. Ωστόσο η νέα αυτή μελέτη, δείχνει πως η εξέλιξη της παραγωγής του, δεν υπήρξε γραμμική. Αντίθετα, διαφορετικές κοινότητες επέλεξαν τεχνικές και μεθόδους βάσει των αναγκών, των πηγών που είχαν και των συνθηκών που αντιμετώπιζαν.
Οι τεχνικές παραγωγής του Χαλκού συνυπήρχαν
Οι ερευνητές ταυτοποίησαν πέντε κύριες μεθόδους οι οποίες εφαρμόζονταν από την αρχαιότητα για την παραγωγή του χαλκού:
- Τα φυσικά κράματα, δηλαδή τη χρήση των μετάλλων που περιείχαν ήδη χαλκό και κασσίτερο, αναμιγμένα με άλλα.
- Τη σύντηξη, δηλαδή την τήξη μετάλλων χαλκού και κασσίτερου μαζί,
- Την τσιμεντοποίηση, την μίξη μεταλλικού χαλκού με κασσιτερίτη,
- Την τήξη ήδη επεξεργασμένου χαλκού και κασσίτερου και,
- Την ανακύκλωση, την επαναχρησιμοποίηση δηλαδή, χρησιμοποιημένου χαλκού για τη δημιουργία νέων αντικειμένων.

Μέχρι σήμερα, οι μελετητές θεωρούσαν πως, “προηγμένες” τεχνικές, όπως ήταν η σύντηξη, είχαν αντικαταστήσει τις προηγούμενες. Η μελέτη ωστόσο, υποστηρίζει πως αντίθετα, για αιώνες, συνυπήρχαν πολλές τεχνικές και η επιλογή της μίας ή της άλλης, εξαρτιόταν κυρίως από παράγοντες πρακτικούς και κοινωνικούς.
Οι μελετητές ανέλυσαν τα αρχαιολογικά ευρήματα από τέσσερις τοποθεσίες στην Καταλονία, της βορειοανατολικής Ιβηρίας:
- Από το Minferri (2100–1650 π.Χ.), ένα χωριό της Εποχής του Χαλκού, όπου έχουν καταγράψει την εφαρμογή της σύντηξης, της τσιμεντοποίησης και της ανακύκλωσης, μία ποικιλομορφία τεχνικών, που πιθανώς διατηρούσαν λόγω της αστάθειας των δικτύων προμήθειας των πρώτων υλών, όπου οι τεχνίτες αξιοποιούσαν τα υλικά που είχαν στη διάθεσή τους.
- Το Vilars (750–350 π.Χ.), ένα οχυρό όπου εφαρμοζόταν μόνον η τσιμεντοποίηση, ίσως λόγω της πιο σταθερής και εξειδικευμένης οργάνωσης, την οποία μπορεί να ήλεγχε κάποια ελίτ.
- Το Mas Castellar (550–400 π.Χ.), έναν οικισμό κοντά στην Ελληνική αποικία Εμπόριο (Ampurias), όπου συνυπήρχαν η σύντηξη και η τσιμεντοποίηση.
Ενδιαφέρον είναι πως, η ελληνική επιρροή δεν οδήγησε στην υιοθέτηση της σύντηξης – αντίθετα, ο τοπικός πληθυσμός προτίμησε να διατηρήσει τις δικές του μεθόδους.
- Επίσης, το Ullastret μια μικρή πόλη, στην επαρχία της Χιρόνα, στην Καταλονία της Ισπανίας (525–200 π.Χ.), ήταν ένα σημαντικό κέντρο της Ιβηρικής όπου συνυπήρχαν πολλές τεχνικές κατά τα τέλη της Εποχής του Χαλκού, όταν ο Σίδηρος είχε πλέον γίνει το πιο πολύτιμο μέταλλο.

Γιατί απέρριπταν τις ελληνικές τεχνικές
Η μελέτη προτείνει ότι η επιλογή της μιας τεχνικής έναντι της άλλης εξαρτιόταν από δύο βασικούς παράγοντες. Ο ένας ήταν η σταθερότητα της προμήθειας πρώτων υλών, καθώς αν η προμήθεια ήταν σταθερή, οι κοινότητες μπορούσαν να ειδικευτούν σε μία μόνο τεχνική. Αν όμως ο χαλκός ή ο κασσίτερος ήταν δύσκολο να αποκτηθούν, οι τεχνίτες χρησιμοποιούσαν πιο ευέλικτες μεθόδους, όπως η συν- τήξη ή η ανακύκλωση.
Ο άλλος παράγοντας ήταν οι πρακτικές ανάγκες, καθώς ορισμένες τεχνικές εξοικονομούσαν περισσότερο χαλκό, άλλες ήταν ταχύτερες και άλλες επέτρεπαν την παραγωγή μεγαλύτερων αντικειμένων. Για παράδειγμα, η τσιμεντοποίηση ήταν ιδανική για την εξοικονόμηση χρόνου και τη μείωση των ακαθαρσιών, ενώ οι συγκολλήσεις ήταν καλύτερες για την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση του διαθέσιμου χαλκού.
Η μελέτη αποκαλύπτει πως, αν και οι Έλληνες του Εμπορίου, εφάρμοζαν τη σύντηξη, με τη σύμμειξη επεξεργασμένου χαλκού και κασσίτερου, οι τοπικές κοινωνίες δεν υιοθέτησαν ποτέ τη συγκεκριμένη τεχνική.
Οι Έλληνες δεν έδιναν κασσίτερο
Οι μελετητές υποδηλώνουν πως, αυτό μπορεί να οφείλεται σε διάφορους λόγους, όπως το γεγονός ότι οι Έλληνες δεν μοιράζονταν τον κασσίτερο, λόγω της σπανιότητάς του στην περιοχή, ή λόγω κάποιας πολιτιστικής αντίστασης, με την άρνηση της υιοθέτησης ξένων τεχνικών.
Συνεπώς, οι τεχνολογικές αποφάσεις, επηρέαζαν βαθιά το κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο, ενώ οι κοινότητες δεν ακολουθούσαν “τυφλά” τις καλύτερες τεχνολογίες, αλλά επέλεγαν εκείνες που εξυπηρετούσαν καλύτερα τις ανάγκες τους.
Οι μελετητές, καταλήγουν στο συμπέρασμα πως, η γνώση που δημιουργήθηκε στην Ιβηρική, μπορεί να είναι χρήσιμη και στην εξερεύνηση άλλων περιπτώσεων στις οποίες απορρίφθηκε η τεχνολογία, ή παρατηρήθηκαν ασυνέχειες ή καθυστερήσεις στην υιοθέτησή της.
Μ’ αυτή την έννοια, η έρευνα πρέπει να γίνει κατανοητή ως συμβολή στην καλύτερη κατανόηση των τεχνολογικών επιλογών, οι οποίες τελικά αποκαλύπτουν, κατά τ’ άλλα αόρατες πτυχές της σχέσης ανάμεσα στην τεχνολογία και την κοινωνία.