Το συγκινητικό «αντίο» στον Γιάννη Μιχαλόπουλο

«Πολύ κύριος. Πολύ, πολύ πόνεσα», μου είπε το κορίτσι που τον φρόντιζε 18 χρόνια, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Γιατί εκείνος δεν ήθελε δάκρυα και συμβατικότητες. Κρατούσε μόνον την ουσία της ευγένειας. Κι αυτό ήταν το μεγαλείο του ανθρώπου. «Στο θέατρο είχα μόνον γνωστούς, φίλος ήταν μόνον ο Γιάννης», λέει η Κατερίνα Γιουλάκη, ένας από τους ελάχιστους στην παράξενη φυλή των ηθοποιών που κράτησε αδιάλειπτη σχέση μαζί του ως το τέλος.

Και η Άρτεμις, το μοναχοπαίδι του, μου τονίζει: «Θέλω να γράψεις με κεφαλαία ότι ήταν ΕΝΑΣ ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ» κι όταν φεύγει ένας τέτοιος άνθρωπος αφήνει μεγάλο κενό, γιατί όλοι έχουμε γαϊδουρέψει. Υπήρξα τυχερή που ήμουν κόρη του».

Δημοσιογραφικά, έπρεπε πρώτα να μνημονεύσω τη διαδρομή του ως ηθοποιού, ή μάλλον να μην γράψω τίποτα, γιατί δεν είμαι καθόλου ειδική σ’ αυτά που στη δουλειά αποκαλούμε «καλλιτεχνικά». Όμως επιτρέπω στον εαυτό του και με την άδεια του ΑΠΕ-ΜΠΕ, μετά από 25 χρόνια που το υπηρετώ, έναν προσωπικό τόνο. Γιατί ο Γιάννης Μιχαλόπουλος ήταν ο πολυαγαπημένος μου θείος. Μοναχοπαίδια και τα μοναδικά πρώτα ξαδέρφια αυτός κι η μάνα μου, έχω τις ιστορίες τους χαραγμένες στη μνήμη μου. Για τους παιδικούς καυγάδες που κάνανε στο Μαυρομάτι – την Αρχαία Μεσσήνη – σε ποιόν θα σερβίρει η γιαγιά στο πορσελάνινο πιάτο με την κόκκινη ρίγα- γιατί τα άλλα ήταν πήλινα.

Για τα πρώτα νεανικά χρόνια των δύο στα Εξάρχεια και στο Μετς που έμεναν. Ο θείος δούλευε και φοιτούσε στο Εθνικό Θέατρο κι η μαμά μου μαθήτευε ως μοδίστρα. Μάζευαν χαρτζιλίκι στο τέλος της βδομάδας για να αντικαταστήσουν τις σπασμένες χορδές στο βιολί που έπαιζε ο θείος.

Τελικά το παράτησε, λέγοντας πως φταίγανε τα «χοντρά του δάχτυλα».

Με τον πατέρα μου συγχρονίζονταν απόλυτα στις ατάκες. Ήταν κι οι δύο τρομερά εύστοχοι. Όχι πλακατζήδες. Χιουμορίστες. Το θέατρο σειόταν από μια φράση του θείου, από μία χειρονομία του, από εκείνες που τον έκαναν μοναδικό κι όμως όταν ερχόταν στο σπίτι μας, έλεγε στον πατέρα μου: «βρε Γιώργο, πες κάτι να γελάσουμε». Στην επικοινωνία που είχαν τα τελευταία χρόνια, κυρίως τηλεφωνική, ήταν πικροί, αυτοσαρκαστικοί, αλλά πάντα χιουμορίστες. Ήταν παραγωγοί πρωτότυπου χιούμορ. Εγώ και η μαμά μου απλώς το αναγνωρίζαμε και το απολαμβάναμε.

 

 

 

Εγώ του χρωστάω την πρώτη μου επαφή με την κλασσική λογοτεχνία. Μου έφερνε πάντα ένα διαλεγμένο βιβλίο μαζί με γλυκίσματα, λουλούδια, ανάλογα με τη γιορτή. Πάντα τα καλύτερα, από το καλύτερο ζαχαροπλαστείο. Αυτός ήταν. Ήθελε το καλύτερο και ήθελε να το προσφέρει. Στη γειτονιά, κοντά στο Γηροκομείο, που έμενε, τον φώναζαν «άρχοντα». «Άρχοντας με όλη τη σημασία της λέξης», επιβεβαιώνει η κ. Γιουλάκη. «Δεν υπάρχουν αυτά τα μεγέθη σήμερα. Και ιδιαίτερα στο χώρο του θεάματος, της τηλεόρασης, της δημοσιογραφίας, της…της..της…εγώ τα λέω έξω από τα δόντια».

Ο θείος ο Γιάννης ήταν μια ανεξάντλητη καλλιτεχνική φλέβα. Έκανε μακέτες, σκηνικά, ζωγράφιζε… Είχε ζωγραφίσει μεταξύ άλλων, ένα ωραίο πορτρέτο της λατρεμένης του μητέρας.

Σε μικρότερη ηλικία είχε φτιάξει μια μεγάλη μακέτα εκκλησίας και ήθελε να γίνει δεσπότης. Αλλά όταν του ‘ρθε, από ατύχημα, η μακέτα στο κεφάλι, τραυματίζοντάς τον, άλλαξε γνώμη. Κάκιωσε: «Δεν ήθελε ο Θεός να βάλω ράσο» έλεγε.

Λίγοι ήρθαν να τον αποχαιρετίσουν στο νεκροταφείο Ζωγράφου. Το παράπονό του ήταν ότι μόλις τα φώτα της δημοσιότητας σβήσουν, σβήνουν και οι άνθρωποι και η προσφορά τους. Βέβαια, είναι αλήθεια ότι από τη γενιά του, λίγοι παραμένουν εν ζωή.

Ζήτησα από την Αρτεμη να με οδηγήσει στην καλλιτεχνική του διαδρομή για να γράψω αυτό το κομμάτι, στη μνήμη του: «Η πρώτη του εμφάνιση ήταν στο χορό της Λυσιστράτης, στο Ηρώδειο το 1951, ως αριστούχος της Σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Έχω και φωτογραφία… ανήκε στην ίδια γενιά με τον Χορν και τη Λαμπέτη με τους οποίους είχε πολυετή συνεργασία που τον σημάδεψε. Μάλιστα τον πάντρεψαν την εποχή που ήταν ζευγάρι. Η Λαμπέτη ήταν η μεγάλη του αγάπη με την οποία συνέχισε να κάνει παρέα και μετά τη διάλυση της σχέσης της με τον Χορν και πηγαίναμε πάντα στις δουλειές της.

Ξεκίνησε από το ραδιόφωνο, όταν η ραδιοφωνία στεγαζόταν στο Ζάππειο. Είχε πολύ ωραία φωνή και πολύ ωραία ελληνικά.

Ήταν κυρίως θεατρικός ηθοποιός, αλλά έκανε μεγάλες επιτυχίες και στην τηλεόραση. Του άρεσαν όλα τα είδη του θεάτρου και το μιούζικαλ του άρεσε, παρότι δεν ήταν ούτε χορευτής ούτε τραγουδιστής, του άρεσε και η επιθεώρηση και η πρόζα και προετοιμαζόταν πάντα με πολλή χαρά.

Από τα έργα που είχε υπηρετήσει, μνημόνευε συχνά «το Έκτο Πάτωμα» με τον Ντίνο Ηλιόπουλο και το «Μιάς Πεντάρας Νιάτα», αλλά και τον «Εξορκιστή», στο Θέατρο Καλουτά, στη δεκαετία του 70.

Στην τηλεόραση έκανε μεγάλες επιτυχίες, με τον «Συνήγορο», το «Ορκιστείτε Παρακαλώ», «τα Παιδιά του Ζεβεδαίου». Εξαιρετικές δουλειές με εξαιρετικούς συνεργάτες. Εκτιμούσε ιδιαίτερα τον Κώστα τον Πρετεντέρη, με τον οποίο ήταν αδελφικοί φίλοι και είχαμε και οικογενειακές σχέσεις και τον Κώστα Παπαπέτρου. Διάβαζε πολύ, πήγαινε στο βιβλιοπωλείο του Στρατή του Φιλιππότη όταν ήταν στη Σόλωνος εκεί μαζευόντουσαν όλοι. ‘Άλλες σχέσεις δεν είχε.

Οι ηθοποιοί είναι μια περίεργη φυλή. Με το που φεύγεις, θαρρείς και δεν υπάρχεις πια. Δεν παίζει ρόλο τί έχεις προσφέρει. Σε σβήνουν με μια γομολάστιχα. Αυτό ήταν και το παράπονό του, όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για άλλους συναδέλφους.

Αποχώρησε το 2003 όταν είχε σπάσει το πόδι του, εν μέσω θεατρικής δουλειάς, με την Εβελίνα Παπούλια, αν θυμάμαι καλά.

Ήταν μερακλής σε όλες του τις δουλειές κι ο κόσμος το καταλάβαινε».

Τη ρώτησα να μου πει κάτι πιο προσωπικό:

«Με τη μητέρα μου ήταν ένα καταπληκτικό ζευγάρι: ο Γιάννης και η Ελένη, όλοι το λέγανε. Ήταν εξαιρετικός πατέρας και παππούς. Πατέρας με μέτρο, όχι «τράβα παιδί μου και κάνε ότι θέλεις», αλλά με την αγωγή και την κουλτούρα του, σου πέρναγε το μήνυμα με ευγένεια, ούτε γαύγιζε ούτε φώναζε. Οι γονείς μου μού άφησαν πολλές αρχές και ριζωμένες αξίες».

Η Κατερίνα Γιουλάκη μας είπε ότι «ο Γιάννης ήταν, είναι και θα είναι ο καλύτερός μου φίλος. Ο μοναδικός μου φίλος. Κάναμε μαζί θέατρο και τηλεόραση και μεγάλες επιτυχίες. Αλλά θυμάμαι μεγάλες στιγμές που χάραξαν τη φιλία και τον αλληλοσεβασμό μας. Θυμάμαι την εποχή της επταετίας που ζήσαμε δύσκολες στιγμές στο θέατρο και ενώ γίνονταν γεγονότα τρομακτικά -αναφέρεται το Πολυτεχνείο- ο Γιάννης με συνόδευσε στο σπίτι μου με κίνδυνο της ζωής μας, με πήγε στα Εξάρχεια που έμενα. Τότε είχαμε τα παιδιά μας μωρά. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.

Θαύμαζα τη μόρφωσή του, τη βιβλιοθήκη του, την απλοχεριά του…»

Τη ρώτησα για τις σημερινές δουλειές στον καλλιτεχνικό χώρο: «Ηθοποιοί, συγγραφείς, σκηνοθέτες, τεχνικοί, το σύμπαν χτυπιέται από την κρίση. Τα θέατρα κάνουν κάποιες προσπάθειες και βγαίνουν κάποιοι καλοί ηθοποιοί. Υπάρχει το Εθνικό, η Στέγη, αλλά για μένα το ολέθριο λάθος είναι η κατάργηση της άδειας του ηθοποιού. Έτσι οι παραγωγοί μπορεί να χρίζουν ηθοποιούς τις μοντέλες και τα μοντέλα, τους τραγουδιστές ή όποιον άλλον τους αρέσει. Αυτή η υπερπροσφορά έχει καταστρέψει το θέατρο.

Όταν πάς στην Επίδαυρο και βλέπεις τους ηθοποιούς να κρατάνε μικρόφωνο τρελαίνεσαι! Αυτά τα θέατρα έχουν γίνει για την ακουστική τους. Πετάς το πετραδάκι κάτω και το ακούει το τελευταίο διάζωμα. Άρα λείπει η παιδεία, οι κατάλληλες φωνές, οι κατάλληλοι άνθρωποι;

Την αξία του θείου Γιάννη ως ηθοποιού ας την κρίνουν άλλοι. Εγώ όμως, όσο τον γνώρισα κατάλαβα ότι θυσίασε και μέρος της επαγγελματικής του προβολής, για «να μην ευτελίσει τη ζωή του», όπως λέει ο ποιητής.

 

 

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ