Η απολογία της 44χρονης γιατρού του κυκλώματος των αντικαρκινικών φαρμάκων: Εκβίαζαν εμένα και τον σύζυγό μου – Αποπειράθηκα να αυτοκτονήσω

Της Άννας Κανδύλη

Θύμα εκβιασμού από άγνωστο έως τώρα πρόσωπο στην ανάκριση υποστηρίζει ότι είχε πέσει εδώ και περίπου ένα χρόνο η 44χρονη γιατρός του Λαϊκού που κατηγορείται ότι συμμετείχε στο κύκλωμα των αντικαρκινικών φαρμάκων.

Η κατηγορούμενη, που μετά την απολογία της χθες κρίθηκε προφυλακιστέα, αν και ομολογεί ότι συνέταξε περίπου 86 παράτυπες συνταγές, ισχυρίζεται ότι δεν αποκόμισε κανένα περιουσιακό όφελος. Αφήνει δε σαφέστατα να εννοηθεί ότι στο «κόλπο» ήταν κι αλλά πρόσωπα πέραν των ήδη εμπλεκομένων καθώς και υπευθύνου των φαρμακείων του ΕΟΠΥΥ που εκτελούσαν τις εν λόγω συνταγές. «Γνώριζα ότι για την εκτέλεση των συνταγών αυτών από τα φαρμακεία του ΕΟΠΥ, ήταν αναγκαία η προσκόμιση βιβλιαρίων των ασθενών καθώς επίσης και των ιατρικών βεβαιώσεων θεωρημένων και συμπληρωμένων από τους αρμόδιους ιατρούς, και έτσι δικαιολογημένα πίστευα ότι οι συνταγές αυτές ποτέ δεν θα εκτελούνταν, διότι θα το εμπόδιζε ο ελεγκτικός μηχανισμός του ΕΟΠΥ.

Ουδέποτε γνώριζα, βέβαια από ποιο φαρμακείο εκτελούνταν αλλά εύλογα, πίστευα ότι δεν θα εκτελούνταν, διότι από μόνες τους δεν ήταν πρόσφορες, αναγκαίες και επαρκείς για να χορηγηθούν τα εκ-ζητούμενα φάρμακα».

Υποστηρίζει επίσης, ότι η ζωή της είχε γίνει αφόρητη τους τελευταίους μήνες καθώς οι απειλές τόσο για τη δική της σωματική ακεραιότητα όσο και του συζύγου της – ο οποίος επιμένει πως μέχρι την τελευταία στιγμή δεν γνώριζε το παραμικρό- ήταν συνεχείς. Και ότι αρκετές φορές όλο αυτό το διάστημα είχε σκεφτεί την αυτοκτονία. Έκανε μάλιστα, όπως ισχυρίζεται, και μια απόπειρα, όταν αποκαλύφθηκε η υπόθεση, επιχειρώντας να κόψει τις φλέβες της αλλά την πρόλαβε τελευταία στιγμή ο σύζυγός της.

Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει στο απολογητικό της υπόμνημα προσπαθώντας να αντικρούσει τις κατηγορίες που τις αποδίδονται για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και απάτη: «Η διάπραξη των ανωτέρω αδικημάτων, είχαν ως αίτιο όχι την επιδίωξη από μέρους μου παράνομου περιουσιακού οφέλους, το οποίο ποτέ δεν επεδίωξα, ούτε αποκόμισα, αλλά υπήρξε προϊόν ισχυρού πολύμηνου εκβιασμού, δεδομένου ότι, εδώ και περίπου ένα έτος, δεχόμουν πολύ σοβαρές απειλές κατά της ζωής μου και κατά του συζύγου μου….».

Ξεκινώντας την εξιστόρηση των γεγονότων από τον Μάιο του 2017 , η 44χρονη η οποία εργαζόταν ως βοηθός ογκολόγου σε παράρτημα του Λαϊκού, αναφέρει πως: «Μεταξύ των καθηκόντων της εργασιακής μου θέσης στο Ιατρείο του Λαϊκού Νοσοκομείου, ήταν να εκδίδω, να σφραγίζω και να μονογράφω τις συνταγές των ασθενών που παρακολουθούνταν από την μονάδα, στις οποίες συνταγές αναγράφονταν τα σχετικά φάρμακα που συστήνονταν για την θεραπεία του εκάστοτε ασθενούς.

Η σύνταξη της εκάστοτε συνταγής ενεργούνταν, σε πρώτο χρόνο, σε ηλεκτρονικό υπολογιστή του Ιατρείου, χρησιμοποιώντας τον ΑΜΚΑ του εκάστοτε ασθενούς και τον ειδικό κωδικό του ιατρού που τον παρακολουθούσε, οι οποίοι κωδικοί είχαν αποθηκευτεί στο πρόγραμμα του εν λόγω υπολογιστή. Μετά την σύνταξη της κάθε συνταγής, αυτή τυπώνονταν, σφραγίζονταν και μονογράφονταν είτε από εμένα είτε από οποιοδήποτε άλλο ειδικό συνεργάτη υπηρετούσε εκείνη την και παραδίδονταν δε τελικά στον ασθενή, ώστε αυτός να προμηθευτεί τα αναγραφόμενα φάρμακα από τα κατά τόπους φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ.

Για να εκτελεστεί όμως η εκάστοτε συνταγή από τα κατά τόπους Φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ ήταν αναγκαίο να προσκομιστούν: α) βιβλιάριο του ασθενούς γραμμένο και σφραγισμένο από τον ογκολόγο ιατρό β) η ηλεκτρονική συνταγή γ) γνωμάτευση του ιατρού θεωρημένη από το γραφείο κίνησης του Νοσοκομείου και γ) η βιοψία του. Χωρίς την προσκόμιση όλων των ανωτέρω ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΙ Η ΣΥΝΤΑΓΗ. Επιπροσθέτως, οι συνταγές αυτές για να εκτελεστούν έπρεπε να τις προσκομίσει στο Φαρμακείο του ΕΟΠΥ, είτε ο ίδιος ο ασθενής ή άλλο πρόσωπο με εξουσιοδότηση του θεωρημένη για το γνήσιο της υπογραφής του. Όλα τα ανωτέρω σύμφωνα με το κανονισμό λειτουργίας του ΕΟΠΥ.

Εγώ συνέτασσα τις συνταγές μέσα από τον προσωπικό μου υπολογιστή, στον οποίο όμως ο κάθε ένας μπορούσε να έχει πρόσβαση, δεδομένου ότι σε κανένα υπολογιστή δεν είχε τεθεί προσωπικός κωδικός ασφαλείας….».

«Αν πεις κάτι, πέθανες….»

«Πριν περίπου από ένα περίπου έτος, (δηλ. τέλη Μαΐου – αρχές Ιουνίου 2017) κάποια ημέρα, εισερχόμενη στους χώρους του ανωτέρω Ιατρείου, βρήκα να κάθεται στην θέση χειρισμού του προσωπικού μου ηλεκτρονικού υπολογιστή, ένα πρόσωπο άγνωστο σε εμένα, που προφανώς δεν άνηκε στους απασχολούμενους στο Ιατρείο. Κρατούσε στα χέρια του βιβλιάρια Υγείας Ασθενών και όταν τον ρώτησα τι επιθυμούσε μου ανέφερε ότι αναζητούσε το Ηπατολογικό Ιατρείο. Τον κατεύθυνα στον προορισμό του και μετά απασχολήθηκα με τα καθήκοντά μου. Υστέρα από κάποιες ημέρες, ένα βράδυ, το ίδιο πρόσωπο, με συνάντησε έξω από το ιδιωτικό μου ιατρείο, και ζήτησε να μου μιλήσει. Όταν ρώτησα περί τίνος πρόκειται, άρχισε να μου εξηγεί ότι γνώριζε την θέση μου στο Ιατρείο και ότι επιθυμούσε να του γράφω συνταγές διαφόρων φαρμάκων με αντίτιμο χρήματα. Φυσικά και αρνήθηκα.

Τις επόμενες ημέρες όμως, ο άνθρωπος αυτός, παρουσιάζονταν έξαφνα μπροστά μου, συνήθως σε δημόσιους χώρους, είτε έξω από το ιατρείο μου ή το Ιατρείο του Λαϊκού Νοσοκομείου και προσπαθούσε να με δωροδοκήσει να συνεργαστώ στο σχέδιό του. Την 3η ή 4η φορά, αρνούμενη να συνεργαστώ, του ανέφερα ότι, αν συνέχιζε θα προέβαινα, σε καταγγελία στην αστυνομία.

Τότε μου έπιασε το χέρι μου και με ανάγκασε να αγγίξω την ζώνη του, όπου ένιωσα ένα όπλο, λέγοντας μου τα εξής: «Θα συνεργαστείς θες δε θες. Γιατί αλλιώς θα βλάψουμε και εσένα και τον άντρα σου. Σας παρακολουθούμε και τους δύο από καιρό. Αν πεις τίποτα στην αστυνομία έχετε πεθάνει και οι δύο. Από αύριο περιμένω συνταγές, σε φάκελο κάτω από το ιατρείο σου, αλλιώς τέλειωσες. Και μην κάνεις καμία βλακεία. Έχουμε μάτια παντού». Ήταν ένα ψηλός, αδύνατος μελαμψός άνδρας με μουστάκι, 40-45 ετών, ο οποίος φαίνονταν ότι δεν ήταν Έλληνας, πλην όμως μιλούσε άπταιστα ελληνικά. Τρομοκρατήθηκα.

Κυρίως φοβήθηκα να μην συμβεί κάτι στο σύζυγό μου. Έτσι, υπό την απειλή αυτή, έκανα την ανοησία να συντάξω κάποιες συνταγές στο ΑΜΚΑ ασθενών και να τις αφήσω σε κλειστό φάκελο στην είσοδο του ιδιωτικού μου ιατρείου, όπως μου είχε ζητήσει να κάνω. Αυτή ήταν και η απαρχή ενός εφιάλτη για εμένα, τον οποίο έζησα για ένα περίπου χρόνο και μέχρι την σύλληψή μου από την Οικονομική Αστυνομία.

Διότι από τις επόμενες ημέρες και μετά και έως τις αρχές Μαΐου 2018, το πρόσωπο αυτό, ασκώντας πάνω μου τρομερή ψυχολογική βία, με εξανάγκαζε να του παραδίδω συνταγές διαφόρων φαρμάκων, κυρίως αντικαρκινικών δηλ. «NEXAVAR», «SUTENT», «AFINITOR» κλπ. εκβιάζοντάς με, με τα εξής λόγια: «Τώρα έμπλεξες. Δεν μπορείς να σταματήσεις. Αν πας στην αστυνομία ή σε κανένα δικηγόρο, πέθανες και εσύ και άντρας σου». Φρόντιζε δε να εμφανίζεται αναπάντεχα σε μέρη και σε στιγμές που δε το περίμενα, ώστε να μου δημιουργείται η εντύπωση ότι δεν μπορούσα να διαφύγω της επιτήρησής του, κατατρομοκρατώντας με….Μάλιστα κάποια στιγμή στις αρχές του καλοκαιριού του έτους 2017, όταν

και με τον σύζυγό μου βρισκόμαστε σε κάποιο ιατρικό συνέδριο στην Ρόδο και ενώ κινούμασταν με την μοτοσυκλέτα του επί της παραλιακής λεωφόρου, ένα άγνωστο σε εμάς αυτοκίνητο μας έκλεισε το δρόμο, με αποτέλεσμα ο σύζυγός μου να χάσει τον έλεγχο της μοτοσικλέτας, να πέσουμε στο έδαφος και να τραυματιστούμε ελαφρά. Στην συνέχεια το αυτοκίνητο ανέπτυξε ταχύτητα και εξαφανίστηκε. Μετά από λίγες ημέρες και αφού, είχαμε γυρίσει στην Αθήνα, ο ανωτέρω με συνάντησε κάτω από το ιατρείο μου, και δείχνοντάς μου τον σύζυγό μου σε φωτογραφία που είχε λάβει στο κινητό του τηλέφωνο, μου είπε: «Είδες τι παθαίνει όποιος δεν συνεργάζεται; Φρόντισε την επόμενη φορά να μην έχετε χειρότερη κατάληξη».

«Κατάντησα άβουλο πλάσμα…»

Με τον τρόπο αυτό, όπως ισχυρίζεται η γιατρός, το συγκεκριμένο πρόσωπο, την είχε καταστήσει υποχείριό του. «Απειλώντας με και εκβιάζοντάς με, έτσι που να έχω καταντήσει άβουλο πλάσμα, στην πραγματικότητα σε όσα μου ζητούσε, μου απέσπασε ένα σύνολο συνταγών αντικαρκινικών φαρμάκων, των οποίων τον ακριβή αριθμό δεν θυμάμαι. Τις συνταγές αυτές, αφού τις εξέδιδα, τις άφηνα σε κλειστούς φακέλους στην είσοδο της πολυκατοικίας του γραφείου μου και δεν γνωρίζω ποιος τις παραλάμβανε μετά, παρ’ όλο που κάποιες στιγμές, προσπάθησα να διαπιστώσω ποιος το έκανε, χωρίς να τα καταφέρω.

Αυτό το άτομο, είχε κατορθώσει σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να κάνει την ζωή μου κόλαση. Με είχε αναγκάσει με έντονες και δραστικές απειλές άμεσου και σπουδαίου κινδύνου ζωής εμού και του συζύγου μου, να πράττω με τον τρόπο που σας προανέφερα χωρίς κανένα περιθώριο επιλογής, καθιστώντας με επι της ουσίας, ουσιαστικά άβουλο και συνακόλουθα, ανεύθυνο εκτελεστικό του όργανο, έρμαιο στις εγκληματικές του διαθέσεις.»

Εμπλέκει τα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ

Η κατηγορούμενη ισχυρίζεται πως παραποιούσε τις συνταγές προκείμενου με αυτό τον τρόπο να προκαλέσει έλεγχο. «Επειδή από την αρχή της όλης αυτής δραστηριότητας, προσπαθούσα να βρω τρόπο να ξεφύγω από αυτήν, εσκεμμένα στις συνταγές που συνέτασσα ανέγραφα κωδικούς ασθενειών αν-αντίστοιχους προς τις θεραπείες που συνταγογραφούνταν στους ασθενείς με την ελπίδα οι συνταγές αυτές να γίνουν αντιληπτές από τον ελεγκτικό μηχανισμό του αρμόδιου φορέα, με σκοπό τον μεν να μην εκτελεστούν το δε να προκαλέσω εκτεταμένη έρευνα σε όλα τα Νοσοκομειακά ιδρύματα της χώρας…». Όμως οι συνταγές , λέει, εκτελούνταν από τον ΕΟΠΥΥ και ζητά από την ανακρίτρια να το ελέγξει.

Υποστηρίζει δε ότι «το πρόσωπο, που με εκβίαζε, δεν είναι μεταξύ των προσώπων που φέρονται κατηγορούμενοι στην μεγαλύτερη υπόθεση που χειρίζεστε αναφορικά με την παράνομη διακίνηση αντικαρκινικών φαρμάκων, των οποίων τα πρόσωπα είδα από την δημοσίευσή τους στην επίσημη ιστοσελίδα της ελληνικής αστυνομίας, τους οποίους εγώ δεν γνωρίζω και με τους οποίους δεν είχα ποτέ την παραμικρή σχέση…».

Τα “ύποπτα” τροχαία

Η γιατρός ισχυρίστηκε ενώπιον της ανακρίτριας πως όποια φορά επιχείρησε να κάνει κάποια κίνηση για να αποκαλύψει τα όσα περνούσε, πάντα ερχόταν ένα «μήνυμα» από τους εκβιαστές της. «Πολλές φορές μου πέρασε η σκέψη να ζητήσω την βοήθεια της αστυνομίας. Μάλιστα και τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του έτους 2017, μετέβην στο Τ.Α. Αμπελοκήπων, για να υποβάλω καταγγελία για εκβιασμό. Τον Νοέμβριο όταν μπήκα στο τμήμα ο υπεύθυνος αξιωματικός έφευγε εκείνη την ώρα για κάτι επείγον και μου είπε να έλθω άλλη ημέρα. Τον Δεκέμβριο που ξαναπήγα, τα εκεί αστυνομικά όργανα, ακούγοντας με άρχισαν να με αντιμετωπίζουν με μεγάλο σκεπτικισμό, διότι δεν είχα στα χέρια μου καμία απόδειξη, περί των όσων ανέφερα. Έτσι φοβούμενη ότι δεν θα γίνω πιστευτή, και ότι τελικά δεν θα καταφέρω τίποτα έφυγα, χωρίς να υποβάλω την σχετική καταγγελία. Μάλιστα, τον ίδιο μήνα ο σύζυγός μου, οδηγώντας την μοτοσυκλέτα του είχε ένα ακόμη μικρό τροχαίο ατύχημα με ένα Ι.Χ. που συγκρούστηκε μαζί του. Συμβάν στο οποίο, ο ίδιος δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία, αλλά που εγώ αμέσως συσχέτισα με την προσπάθειά μου να προβώ σε καταγγελία στην αστυνομία. Μέχρι σήμερα δε, δεν γνωρίζω, αν επρόκειτο για τυχαίο περιστατικό ή αληθινή απειλή κατά της ζωής του συζύγου μου.

Τους επόμενους μήνες (Νοέμβριο 2017), το ανωτέρω πρόσωπο μου ζητούσε μερικά TARSEVA, κάποια VOTRIENΤ και AFINΙTI λέγοντας μου ότι έχει VIP πελάτες που τα έχουν ανάγκη και να σταματήσω το NEXAVAR. Και εγώ, δυστυχώς, θεωρώντας ότι δεν μπορώ να κάνω αλλιώς συνεργαζόμουν μαζί του. Έτσι του παρέδωσα έναν σημαντικό αριθμό συνταγών, χωρίς όμως ποτέ να υπογράψω ή θεωρήσω κανένα βιβλιάριο ασθενούς.

Επαναλαμβάνω όμως, ότι από την αρχή μέχρι το τέλος της δραστηριότητας μου, δεν εισέπραξα το παραμικρό χρηματικό ποσό, ούτε οι ενέργειές μου αποσκοπούσαν σε χρήματα. Όλες δε οι παράνομες ενέργειές μου, ήταν προϊόν καθαρού εκβιασμού μου με απειλές κατά της ζωής μου και του συζύγου μου αλλά και συγχρόνως του φόβου μου ότι στην περίπτωση που αποκαλύψω κάτι, θα θεωρηθώ και εγώ συνυπεύθυνη. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλο αυτό το χρονικό διάστημα, η ζωή μου είχε γίνει κόλαση διότι θεωρούσα σίγουρο ότι θα ανακαλυφθώ από στιγμή σε στιγμή και δεν θα έχω τι να πω.

Σήμερα, συντετριμμένη και μεταμελημένη, ΟΜΟΛΟΓΩ ΟΤΙ ΣΥΝΕΤΑΞΑ ΤΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ (ΟΧΙ ΟΛΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΝΤΑΓΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟ) εκβιαζόμενη. Αναγνωρίζω δε ότι όφειλα να είχα πράξει αλλιώς. Αλλά τότε δεν ήμουν στην θέση να σκεφτώ καθαρά. Δεν γνωρίζω με ποιο σκεπτικό, τα πρόσωπα που κρύβονται πίσω από όλο αυτό, με διάλεξαν και άρχισαν να με εκβιάζουν. Πιθανολογώ ότι αυτό οφείλεται στο ότι είχα πρόσβαση στους ασθενείς όλων των καθηγητών, λόγω της εμπιστοσύνης που είχαν στο πρόσωπό μου αλλά και ίσως γιατί ήμουν η μοναδική γυναίκα στο Ιατρείο και με θεώρησαν, ως πιο ευάλωτη.

Δεν γνωρίζω επίσης, αν ο ανωτέρω είχε κάποια σχέση με τους υπόλοιπους κατηγορούμενους στην υπόθεση, ή ενεργούσε μόνος του ή συνεργαζόμενος με άλλα πρόσωπα…,»

Η εξαφάνισή της και η απόπειρα αυτοκτονίας

Όταν έγιναν οι πρώτες συλλήψεις μελών του κυκλώματος θεώρησε ότι και ο εκβιαστής της θα ήταν μεταξύ αυτών.

Όμως όπως διαπίστωσε αυτός παρέμενε ελεύθερος και συνέχιζε να την εκβιάζει

«Το βράδυ της 8/5/2018 και ενώ είχα βγει για λίγο από την κατοικία μας, ενώ διέσχιζα το αλσύλλιο πίσω από τον χώρο της Πινακοθήκης Αθηνών, γυρίζοντας στο σπίτι από όπου είχα βγει για να αγοράσω τσιγάρα, αισθάνθηκα κάτι να με αγγίζει στην πλάτη. Γύρισα και είδα το πρόσωπο που με εκβίαζε μέχρι τότε, να με απειλεί με ένα πιστόλι το οποίο κρατούσε και το οποίο είχε εμφανώς στραμμένο προς το πρόσωπό μου. Μου είπε δε τα εξής: «Αν τολμήσεις να πεις το παραμικρό στον οποιοδήποτε, σε 24 ώρες θα έχετε πεθάνει και οι δύο. Μην νομίζεις ότι τελείωσες μαζί μας».

Γύρισα στο σπίτι σε πολύ κακή κατάσταση, ανήμπορη να σκεφτώ και θέλοντας να αυτοκτονήσω πηδώντας από το μπαλκόνι. Όμως απώθησα την σκέψη και κάλεσα στο τηλέφωνο τον σύζυγό μου, ζητώντας να γυρίσει άμεσα από όπου και αν ήταν.

Όταν εμφανίστηκε στο σπίτι του εξέθεσα την όλη την κατάσταση και πανικόβλητοι και οι δύο αφού πήραμε 4-5 χρειώδη φύγαμε από το σπίτι γιατί πιστεύαμε ότι κινδυνεύαμε άμεσα. Πήραμε το αυτοκίνητό μας και αναχωρήσαμε, χωρίς συγκεκριμένο προορισμό με σκοπό να δούμε τι θα κάνουμε. Φτάσαμε στην Βουλιαγμένη, όπου καθίσαμε να φάμε κάτι για να καθαρίσουν λίγο οι σκέψεις μας και στην συνέχεια, πήγαμε στο Λαιμό της Βουλιαγμένης προσπαθώντας να βρούμε λύση. Εκεί για πρώτη φορά, συζητώντας μέσα στο αυτοκίνητο, του είπα ότι είχα πάρει απόφαση να αυτοκτονήσω γιατί θεωρούσα ότι είχα καταστραφεί και τον είχα καταστρέψει επίσης. Του ζήτησα δε να μου εξασφαλίσει φαρμακευτικές ουσίες (νιτρικό κάλλιο), από κάποιο φαρμακείο που θα με βοηθούσαν να αυτοκτονήσω.

Ο σύζυγός μου προσπάθησε να με κάνει να σκεφτώ λογικά και άρχισε να οδηγεί και να μου μιλά. Φτάσαμε στο Σούνιο. Αφού παραμείναμε λίγο εκεί, ξαναφύγαμε και ενώ ξημέρωνε, πήραμε την Εθνική Οδό προς Λαμία. Μετά από ώρα φτάσαμε, στην ερημική -ακόμη- παραλία Διστόμου «Άσπρα Σπίτια». Εκεί σταματήσαμε να ξεκουραστεί λίγο ο σύζυγός μου, ο οποίος οδηγούσε σχεδόν όλο το βράδυ και εγώ να σκεφτώ. Κάποια στιγμή τον πήρε ο ύπνος και εγώ βρήκα την ευκαιρία και βγήκα από το αυτοκίνητο. Έφθασα στην παραλία που ήταν έρημη και με ένα ιατρικό νυστέρι που είχα πάρει μαζί μου, έκανα απόπειρα να κόψω τις φλέβες μου. Την τελευταία στιγμή, με πρόλαβε ο σύζυγός μου που είχε ξυπνήσει εν τω μεταξύ και με αναζητούσε. Όταν ήρθε ήμουν ήδη τραυματισμένη στους καρπούς των χεριών.»

Η διαφυγή στην Κρήτη

«Μετά από πολύ ώρα συζήτησης με έπεισε να μεταβούμε στην Κρήτη, όπου είχε πάει πολλές φορές και είχε κάποιους φίλους, που θα μπορούσαν να μας φιλοξενήσουν κάποιες ημέρες, ώστε να ηρεμήσουμε. Ήταν τόπος μακριά από την Αθήνα και τον θεωρήσαμε ασφαλή.

Όπως ήμασταν, χωρίς να ενημερώσουμε κανένα, ούτε καν τους συγγενείς μας και ιδίως την μητέρα μου, γιατί θεωρούσαμε ότι τα τηλέφωνα μας παρακολουθούνταν από το κύκλωμα των προσώπων που με εκβίαζε, με τα ρούχα που φορούσαμε και τα ελάχιστα χρήματα που μπορέσαμε να πάρουμε από κάποιο ΑΤΜ, αφήσαμε το αυτοκίνητο μας στην παραλία Ελευσίνας και έπειτα μεταβήκαμε στο λιμάνι του Πειραιά. Εκεί εκδώσαμε δύο εισιτήρια με προορισμό το Ηράκλειο της Κρήτης. Το ίδιο βράδυ επιβιβαστήκαμε στο πλοίο και την επόμενη ημέρα φτάσαμε στο Ηράκλειο. Εν τω μεταξύ επειδή, πάνω στον πανικό μου δεν φρόντισα να ειδοποιήσω την μητέρα μου, η τελευταία στις 10/5/2018 προέβη σε δήλωση εξαφάνισής μου…».

Όταν έφτασαν στην Κρήτη, φιλοξενήθηκαν από κάποιο φίλο του συζύγου της, ο οποίος όταν του εξέθεσαν την κατάσταση τους σύστησε να έρθουν σε επαφή με δικηγόρο, όπως και έκαναν.

«Τελικά γυρίσαμε στην Αθήνα από το Ηράκλειο, το Σάββατο το πρωί 19/5, με σκοπό να εμφανιστούμε ενώπιόν Σας τις πρώτες ημέρες της επόμενης εβδομάδας.

Μάλιστα για το λόγο αυτό, ήδη από την Κρήτη τηλεφώνησα στην μητέρα μου και της ζήτησα να προβεί σε δήλωση ανάκληση της δήλωσης εξαφάνισης την οποία είχε κάνει στις 10/5/2018. Την δήλωση ανάκλησης έκανε, πράγματι η μητέρα μου, την Παρασκευή 18-5-2018 στο ΑΤ Παγκρατίου. Ενώ λοιπόν ετοιμαζόμασταν, αξιότιμη κα Ανακρίτρια να εμφανιστούμε ενώπιόν Σας, σε συνεννόηση με τον δικηγόρο μας, την Τετάρτη το πρωί στις 23/5/2018, εμφανίστηκε η Οικονομική Αστυνομία στην κατοικία μας, και δυνάμει σχετικού εντάλματος προέβη σε έρευνα κατοικίας και κατάσχεσης κινητών πραγμάτων, ενώ συγχρόνως με συνέλαβε σε εκτέλεση του υπ’ αριθμ. 2/11-5-2018 εντάλματος σύλληψης που είχε εν τω μεταξύ εκδοθεί σε βάρος μου εκ μέρους Σας…».

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ