Τα προβλήματα με Λιβύη και Αίγυπτο απαιτούν σχέδιο και ευελιξία

Γιάννης Βαληνάκης
Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και πρώην υφυπουργός Εξωτερικών

Χρειάστηκε το προκλητικό τουρκο-λιβυκό μνημόνιο του 2019 για να συνειδητοποιήσει η χώρα μας τη στρατηγική σημασία της Λιβύης, αλλά και το ότι σε διεθνείς διαπραγματεύσεις δεν υπαγορεύεις στην άλλη πλευρά τη βούλησή σου. Έκτοτε οι διμερείς σχέσεις επιδεινώθηκαν, αντίστροφα με εκείνες της Άγκυρας με την Τρίπολη, όπου με ευέλικτη τακτική ο Ερντογάν επαναπροσαρμόστηκε στις νέες συνθήκες προσφέροντας και δελεαστικότατα κίνητρα.

Το προσώρας αποτέλεσμα είναι η Λιβύη να εξελίσσεται ραγδαία σε οιονεί δορυφόρο της Τουρκίας.Ενόψει μιας πιθανής ανάφλεξης της συσσωρευμένης εκρηκτικής ύλης – με επικίνδυνες συνέπειες και για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις- επείγει η διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης πολιτικής προς τη γειτονική χώρα. Απαραίτητος πυλώνας της είναι και η συνεννόηση με κρίσιμες για το ζήτημα χώρες όπως οι ΗΠΑ, Γαλλία και Αίγυπτος.

Η χώρα μας, 9η στον κόσμο σε μήκος ακτογραμμών, χρειάστηκε να φτάσει στο 2004 για να αντικατασταθεί η (ανεξήγητη) μέχρι τότε πολιτική αποχής από οριοθετήσεις θαλασσίων ζωνών (κυρίως ΑΟΖ) με γειτονικές χώρες. Ξεκίνησε έτσι (2004-2009) μια διακριτική αλλά επίμονη πίεση για σύναψη συμφωνιών με όλους τους γείτονες πλην Τουρκίας. Με την Άγκυρα ο σχεδιασμός προέβλεπε να τεθούν τα ζητήματα οριοθέτησης στο πολύ ευνοικότερο πλαίσιο των προενταξιακών διαπραγματεύσεων ΕΕ-Τουρκίας που υποχρέωνε τις υποψήφιες χώρες ως μέρος του ενωσιακού κεκτημένου να προσχωρήσουν στη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας(ΣΔΘ).

Στο πλαίσιο του σχεδιασμού αυτού (βλ. περισσότερα στο βιβλίο μου «Η Ελλάς των τεσσάρων θαλασσών» (εκδ.Ι.Σιδέρη, 2020) υπογράφηκε το 2009 η εξαιρετική συμφωνία με την Αλβανία (που στη συνέχεια κάκιστα αφέθηκαν τα Τίρανα μονομερώς να ακυρώσουν) και διεξάγονταν («κάτω από τα τουρκικά ραντάρ») εντατικές διαπραγματεύσεις με Λιβύη και Αίγυπτο. Οι άνω των δέκα συναντήσεων που επίμονα επιδίωξα τότε με ομολόγους μου στην Τρίπολη και Κάιρο διαπνέονταν από την πεποίθηση ότι η χώρα μας βρισκόταν αναγκαστικά σε ένα ιδιότυπο ανταγωνισμό με την Τουρκία, σε έναν οιονεί πλειστηριασμό απέναντι στις δυο αραβικές πρωτεύουσες.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, και μάλιστα τα τρία τελευταία, η Τουρκία ξεκάθαρα παζαρεύει με τις δυο χώρες (διαστρεβλώνοντας χονδροειδώς τη ΣΔΘ) να τους παραχωρήσει σε περίπτωση συμφωνίας τεράστια τμήματα της κατά τη ΣΔΘ ελληνικής ΑΟΖ  εάν οριοθετήσουν μαζί της και όχι με την Ελλάδα. Στο ανατολίτικο αυτό παζάρι το δίκαιο της θάλασσας φαντάζει στα μάτια τους (παρά τα όσα λανθασμένα θέλουμε να πιστεύουμε) εντελώς δευτερεύον μπροστά στην προοπτική να «παραχωρηθεί» στον καθένα τους μια πιθανόν πλούσια θαλάσσια έκταση ίση με το 1/3 της ελληνικής επικράτειας. Οι προσφορές υποστηρίζονταν εξάλλου και από τουρκική ερευνητική και στρατιωτική παρουσία στην επίμαχη περιοχή (ανεμπόδιστο όργωμα από το Ορούτς Ρέις το 2020, εκδίωξη φίλιων προς την Ελλάδα ερευνητικών για τον EastMed σκαφών από τουρκικές φρεγάτες, ανεξήγητη εγκατάλειψη από την Αθήνα του «Χάρτη της Σεβίλης» που εκπονήθηκε για λογαριασμό της ΕΕ και καταγράφει όλα τα ελληνικά δικαιώματα κλπ). Η Άγκυρα υλοποιεί ατιμωρητί επί του πεδίου τον συνεχώς διευρυνόμενο χάρτη της «Γαλάζιας Πατρίδας» στην Αν.Μεσόγειο.

Διπλωματικά, οι τακτικοί ελιγμοί του Ερντογάν που διακωμωδούνται αυτάρεσκα ως «κωλοτούμπες» από ορισμένους αναλυτές, αποδείχθηκαν διαπραγματευτικά αποτελεσματικοί και έδρεψαν δυστυχώς καρπούς σε βάρος του Ελληνισμού. Παρά την κυρίαρχη αντίληψη, πέτυχαν να αποδυναμώσουν τον αντι-τουρκικό συνασπισμό που η Αθήνα πανηγύρισε ότι είχε εξασφαλίσει γύρω από το σχέδιο του αγωγού EastMed. Ο ένας μετά τον άλλο οι «σύμμαχοι» αυτοί προσβάλλουν πλέον τώρα τη νοημοσύνη μας, ισχυριζόμενοι ότι η ομολογούμενη μετακίνησή τους προς τις «ίσες αποστάσεις» μεταξύ Άγκυρας και Αθήνας θα είναι σε …όφελος της δεύτερης!

Όλα αυτά θα έπρεπε λογικά να προβληματίζουν για το πώς η Άγκυρα κερδίζει έδαφος μετερχόμενη εργαλείων και καναλιών (απειλές κυρώσεων και αντιποίνων, υποσχέσεις δελεαστικών συμβολαίων, μυστικές συνομιλίες με ωμότατα «ανατολίτικα παζάρια» κλπ) που η Αθήνα δεν θέλει ή δεν μπορεί να επιστρατεύσει.

Οι δυσμενείς εξελίξεις που επαπειλούνται με Λιβύη και Αίγυπτο επιβάλλουν άμεσα τον εμπλουτισμό της στρατηγικής μας με νέες τακτικές που χωρίς καθόλου να παραγνωρίζουν το διεθνές δίκαιο αξιοποιούν με πολιτική ενόραση, ευελιξία και αποφασιστικότητα και άλλα εργαλεία διαπραγματεύσεων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι με την Τρίπολη το 2008-9 είχαμε φθάσει σε λιβυκή αποδοχή της μέσης γραμμής μεταξύ Κρήτης και Κυρηναικής (κι όχι μεταξύ Πελοποννήσου και Λιβύης) με μόνη ουσιαστικά εκκρεμότητα την διαφωνία για τον βαθμό επήρειας των μικρονήσων νότια της Κρήτης. Κι αντί με διαίσθηση του επικρεμάμενου κινδύνου οι μετέπειτα ελληνικές κυβερνήσεις να κόψουν τον Γόρδιο δεσμό προκρίνοντας ένα μικρό συμβιβασμό (με την Αίγυπτο έγιναν το 2020 μεγαλύτεροι) φθάσαμε με την προσφιλή τακτική των αναβολών στον δυσμενή αιφνιδιασμό με το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο του 2019. Έκτοτε η Αθήνα απείλησε αρχικά με βέτο στις σχέσεις ΕΕ-Λιβύης, προσπάθησε χωρίς αποτέλεσμα να προσκληθεί στις διεθνείς διασκέψεις επίλυσης του λιβυκού εμφυλίου, αμφιταλαντεύθηκε αλλά δεν προχώρησε σε απο-αναγνώριση της Τρίπολης υπέρ της Βεγγάζης (που θα ήταν σε αντίθεση με την πρακτική της διεθνούς κοινότητας), εξήγγειλε το 2021 ως  προσεχή την έναρξη διαπραγματεύσεων οριοθέτησης (που όμως δεν απαληθεύθηκε), είδε την Άγκυρα να διεισδύει και στην ηγεσία της Βεγγάζης, και πλέον συντονίζεται κατά τα φαινόμενα με την Αίγυπτο (αλλά όχι με τη Γαλλία ή αλλους «παίκτες») σε στάση αποστασιοποίησης από τον Ντιμπέιμπα —χωρίς παράλληλα κάποια πρακτική πρόοδο στο κυρίως ζητούμενο, δηλ. στην αποδυνάμωση του τουρκικού ρόλου στη χώρα αυτή.

Η ξαφνική ελληνική έγκριση για έναρξη ερευνών νοτιοδυτικά της Κρήτης οφείλεται βεβαίως στην ορθή αξιοποίηση της ενεργειακής συγκυρίας, ενώ υποκρύπτει πιθανότατα και μια κυβερνητική βεβαιότητα για αμερικανική έμπρακτη στήριξη λόγω και της ExxonMobil. Προφανώς δεν διαφεύγει της προσοχής ότι η εξαιρετική κατά τα άλλα πρωτοβουλία της οιονεί μονομερούς οριοθέτησης νότια της Κρήτης μέσω του «Χάρτη Μανιάτη» δεν φαίνεται αποδεκτή από την Τρίπολη (η Βεγγάζη παραμένει προσώρας σιωπηλή), πολύ περισσότερο από την Τουρκία. Λογικά η χώρα μας έχει ζυγίσει τις πιθανές κερδοζημίες των εκατέρωθεν εμπλεκομένων ενώ δηλώνει έτοιμη να αντιμετωπίσει αποφασιστικά τυχόν «επεισόδια» και επιπλοκές.

Συμπερασματικά, τα όσα συνέβησαν με τη Λιβύη δεν φαίνεται να γίνεται αντιληπτό ότι κινδυνεύουν να επαναληφθούν με την Αίγυπτο. Εφησυχάζουμε όταν τα προμηνύματα (με τελευταία τη συνάντηση Ερντογάν-Σίσι) πολλαπλασιάζονται. Η Τουρκία διαπραγματεύεται επίμονα εδώ και χρόνια μια οριοθέτηση που χαρίζει στο Κάιρο πολύ μεγαλύτερη ΑΟΖ από όσα προσφέρει η Ελλάδα (για το ακόμη μη οριοθετημένο τμήμα Ρόδου-Καστελορίζου). Κάθε μέρα που συνεχίζουμε προσκολλημένοι στην άκαμπτη νομική ορθοδοξία της απόλυτης μέσης γραμμής χωρίς να διαπραγματευόμαστε με δημιουργική ευελιξία, φέρνουμε κοντύτερα τη συμφωνία οριοθέτησης Τουρκίας-Αιγύπτου που θα αποτελέσει ένα καταλυτικό πλήγμα για τα δικαώματα ελληνικής ΑΟΖ στην Αν.Μεσόγειο. Η Αίγυπτος είναι πολύ σημαντική για να χαθεί εκλαμβάνοντας τις θερμές αγκαλιές για συμμαχικές δεσμεύσεις.

του Γιάννη Βαληνάκη, καθηγητή διεθνών σχέσεων, πρ. υφυπουργού Εξωτερικών

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ