Δοκιμές εξόρυξης σε μεγάλα βάθη αποκάλυψαν σημαντική αλλά εντοπισμένη απώλεια βιοποικιλότητας σε ένα από τα λιγότερο εξερευνημένα οικοσυστήματα του πλανήτη.
Η παγκόσμια ζήτηση για κρίσιμα μέταλλα αυξάνεται κατακόρυφα, ωθώντας πολλές χώρες να διερευνήσουν την πιθανότητα εξόρυξης αυτών των πολύτιμων πόρων από τον πυθμένα των ωκεανών.
Μια νέα διεθνής μελέτη, η οποία αποκάλυψε μεγάλο αριθμό άγνωστων μέχρι πρότινος ειδών σε βάθη 4.000 μέτρων, υποδηλώνει ότι η εξόρυξη στον θαλάσσιο βυθό ενδέχεται να προκαλέσει μικρότερη συνολική περιβαλλοντική ζημιά από ό,τι φοβόντουσαν αρχικά. Παρόλα αυτά, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η ποικιλότητα των ειδών μειώθηκε κατά περίπου ένα τρίτο στις περιοχές που επηρεάστηκαν άμεσα από τον εξοπλισμό εξόρυξης.
Στο πλαίσιο μιας μεγάλης συνεργατικής προσπάθειας, θαλάσσιοι βιολόγοι από πολλές χώρες ξεκίνησαν να καταγράψουν τη ζωή σε μία από τις πιο απομακρυσμένες και λιγότερο μελετημένες περιοχές του πλανήτη, τον βυθό της βαθιάς θάλασσας στον Ειρηνικό Ωκεανό. Η έρευνα, η οποία δημοσιεύθηκε στο Nature Ecology and Evolution τον Δεκέμβριο του 2025, συνδέθηκε στενά με το αυξανόμενο εμπορικό και γεωπολιτικό ενδιαφέρον για τους πόρους των βαθιών θαλασσών, το οποίο και κατέστησε δυνατή μια τόσο εκτεταμένη διερεύνηση.

«Τα κρίσιμα μέταλλα είναι απαραίτητα για την πράσινη μετάβασή μας, αλλά βρίσκονται σε έλλειψη. Αρκετά από αυτά τα μέταλλα εντοπίζονται σε μεγάλες ποσότητες στον βυθό των ωκεανών, αλλά μέχρι τώρα κανείς δεν είχε δείξει πώς μπορούν να εξαχθούν ή τι περιβαλλοντικές επιπτώσεις θα είχε αυτό», αναφέρει ο θαλάσσιος βιολόγος Thomas Dahlgren, ο οποίος μαζί με την Helena Wiklund, επίσης από το Πανεπιστήμιο του Γκέτεμποργκ, συμμετείχαν στο ερευνητικό πρόγραμμα.
160 ημέρες στη θάλασσα
Η εργασία ακολούθησε τις κατευθυντήριες γραμμές της Διεθνούς Αρχής Θαλάσσιων Βυθών (ISA) για τις μελέτες βάσης και τις εκτιμήσεις περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Σε διάστημα πέντε ετών, η ερευνητική ομάδα μελέτησε τα οικοσυστήματα της βαθιάς θάλασσας και αξιολόγησε τις επιπτώσεις της εξορυκτικής δραστηριότητας στη Ζώνη Clarion-Clipperton, μια αχανή περιοχή του Ειρηνικού που βρίσκεται μεταξύ Μεξικού και Χαβάης. Τα αποτελέσματά τους έδειξαν ότι ο συνολικός αριθμός των ζώων μειώθηκε κατά 37% στις περιοχές όπου έγινε εξόρυξη, ενώ η ποικιλότητα των ειδών μειώθηκε κατά 32% κατά μήκος των ιχνών που άφησαν τα μηχανήματα εξόρυξης.
«Η έρευνα απαιτούσε 160 ημέρες στη θάλασσα και πέντε χρόνια εργασίας. Η μελέτη μας θα είναι σημαντική για τη Διεθνή Αρχή Θαλάσσιων Βυθών (ISA), η οποία ρυθμίζει την εξόρυξη ορυκτών στα διεθνή ύδατα», δηλώνει ο Thomas Dahlgren.

788 είδη
Ο θαλάσσιος πυθμένας που εξετάστηκε βρίσκεται σε βάθος 4.000 μέτρων κάτω από την επιφάνεια του νερού. Εκεί δεν φτάνει καθόλου το ηλιακό φως, γεγονός που σημαίνει ότι πρόκειται για ένα περιβάλλον εξαιρετικά φτωχό σε θρεπτικά συστατικά, όπου το στρώμα των ιζημάτων αυξάνεται μόλις κατά ένα χιλιοστό του χιλιοστού ανά έτος. Ένα δείγμα από τον βυθό, για παράδειγμα, της Βόρειας Θάλασσας μπορεί να περιέχει 20.000 ζώα.

Ένα αντίστοιχο δείγμα από τον βυθό της βαθιάς θάλασσας αποδίδει τον ίδιο αριθμό ειδών, αλλά μόνο 200 δείγματα. Οι ερευνητές συνέλεξαν 4.350 ζώα με μέγεθος μεγαλύτερο από 0,3 χιλιοστά, τα οποία ζουν μέσα και ενίοτε πάνω στον θαλάσσιο πυθμένα. Αναγνωρίστηκαν 788 είδη. Τα ζώα που βρέθηκαν ήταν κυρίως θαλάσσιοι πολύχαιτοι δακτυλιοσκώληκες (bristle worms), καρκινοειδή και μαλάκια, όπως σαλιγκάρια και μύδια. Ωστόσο, υπάρχει επίσης ένα νέο μοναχικό κοράλλι, το οποίο περιγράφεται σε μια άλλη μελέτη.

Άγνωστη η κατανομή των ειδών
«Εργάζομαι στη Ζώνη Clarion-Clipperton για πάνω από 13 χρόνια και αυτή είναι μακράν η μεγαλύτερη μελέτη που έχει διεξαχθεί ποτέ. Στο Γκέτεμποργκ, ηγηθήκαμε της αναγνώρισης των θαλάσσιων πολυχαίτων (δακτυλιοσκώληκες). Καθώς τα περισσότερα είδη δεν είχαν περιγραφεί στο παρελθόν, τα μοριακά δεδομένα (DNA) ήταν καθοριστικής σημασίας για τη διευκόλυνση των μελετών της βιοποικιλότητας και της οικολογίας στον θαλάσσιο βυθό», αναφέρει ο Thomas Dahlgren.
Κατά τη διάρκεια της καταγραφής, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι οι κοινότητες του βυθού μεταβάλλονταν με φυσικό τρόπο με την πάροδο του χρόνου, πιθανώς λόγω αλλαγών στην ποσότητα της τροφής που φτάνει στον θαλάσσιο πυθμένα. Το πόσο ακριβώς διαδεδομένα είναι τα διάφορα είδη στους βυθούς της βαθιάς θάλασσας του Ειρηνικού Ωκεανού παραμένει άγνωστο.
«Είναι πλέον σημαντικό να προσπαθήσουμε να προβλέψουμε τον κίνδυνο απώλειας της βιοποικιλότητας ως αποτέλεσμα της εξόρυξης. Αυτό απαιτεί από εμάς να ερευνήσουμε τη βιοποικιλότητα του 30% της Ζώνης Clarion-Clipperton που έχει τεθεί υπό καθεστώς προστασίας. Επί του παρόντος, δεν έχουμε ουσιαστικά καμία ιδέα για το τι ζει εκεί», δηλώνει ο Adrian Glover, κύριος συγγραφέας από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου.