Ενδοοικογενειακή βία: Έρευνα με ένα “κλικ” για την περίοδο του κορονοϊού – Το βήμα της “εξομολόγησης” και η συμβουλή των ειδικών

της Δήμητρας Κόκκορη

Την “χαρτογράφηση” του προβλήματος της ενδοοικογενειακής βίας, με στόχο τον σχεδιασμό στοχευμένης και αποτελεσματικής πολιτικής που θα στηρίζεται σε τεκμηρίωση (evidence-based policy), επιδιώκει το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, μέσω της έρευνας με ένα “κλικ” για την περίοδο του κορονοϊού.

“Η ενδοοικογενειακή βία είναι ένα έγκλημα που διαπερνά όλη την κοινωνική διαστρωμάτωση και δεν γνωρίζει όρια κοινωνικά, οικονομικά, μορφωτικά ή άλλα”, τονίζει στο enikos.gr η Δήμητρα Ευαγγέλου, καθηγήτρια Παιδαγωγικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και σύμβουλος του υπουργού Μιχάλη Χρυσοχοΐδη για θέματα κοινωνικής πολιτικής, στέλνοντας παράλληλα μήνυμα ότι “όλοι έχουμε την ευθύνη της καταγγελίας, να ακούσουμε ενεργά τα θύματα ή να πάρουμε την πρωτοβουλία να τα στηρίξουμε ώστε να μοιραστούν αυτό που συμβαίνει”.

Αντικείμενο της έρευνας του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη είναι η ενδοοικογενειακή βία κατά τη διάρκεια της απομόνωσης, εξαιτίας της πανδημίας. Σημειώνεται ότι τις ημέρες της “καραντίνας” και του υποχρεωτικού εγκλεισμού στο σπίτι, λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, καταγράφηκε σημαντική αύξηση των καταγγελιών για περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας στις τηλεφωνικές γραμμές στήριξης. Την εποχή του “μένουμε σπίτι” κάποιοι άνθρωποι βίωσαν την αναγκαστική συμβίωση με τον εχθρό τους, που αρκετές φορές είναι κάποιο μέλος της ίδιας τους της οικογένειας.

Η έρευνα του υπουργείου υλοποιείται από το Κέντρο Μελετών Ασφάλειας (ΚΕΜΕΑ) σε συνεργασία με το Πάντειο Πανεπιστήμιο και την κα. Αρτινοπούλου και το Πανεπιστήμιο του Huddersfield στο Ηνωμένο Βασίλειο με τις καθηγήτριες κα. Μαρία Ιωάννου και κα. Κάλη Τζάνη-Πεπελάση. Απευθύνεται σε γυναίκες άνω των 16 ετών οι οποίες βίωσαν ενδοοικογενειακή βία στην περίοδο της καραντίνας. “Τους ζητάμε να συμπληρώσουν το ερωτηματολόγιο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Να επισημάνω εδώ ότι η επιστημονική αυτή προσέγγιση και το ερωτηματολόγιο αυτό έχουν εγκριθεί από τους υπεύθυνους ερευνητικής δεοντολογίας του Πανεπιστημίου του Huddersfield και του ΚΕΜΕΑ. Αυτό σημαίνει πως τα στοιχεία συλλέγονται ανώνυμα, με πλήρη συμμόρφωση στους κανόνες και τους νόμους που διέπουν τη συλλογή προσωπικών δεδομένων, και η επεξεργασία και χρήση τους είναι αυστηρά για τους σκοπούς της έρευνας”, διαβεβαιώνει η κ. Ευαγγέλου.

Όπως εξηγεί “ξεκινήσαμε την έρευνα ωθούμενοι από την ανάγκη να συλλέξουμε επιστημονικά δεδομένα, όπως προκύπτουν από μία έρευνα ακαδημαϊκής μεθοδολογίας, διότι στη χώρα μας δεν υπάρχουν επιστημονικά δεδομένα σχετικά με το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας. Υπό αυτή την έννοια, η έρευνα αυτή είναι ένα ξεκίνημα και αποτελεί την αφετηρία ενός μεγαλύτερου ερευνητικού σχεδιασμού”. Ο στόχος της συγκεκριμένης έρευνας, σημειώνει η κ. Ευαγγέλου, είναι αυτό που ονομάζεται στην ερευνητική μεθοδολογία “ευκαιριακός”. “Δηλαδή, όταν έχω ένα ‘τυχαίο φαινόμενο’ καταβάλλω προσπάθεια να το μελετήσω διότι η ευκαιρία που παρουσιάζεται τυχαία δεν πρέπει να μένει ανεκμετάλλευτη. Ενώ το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας στην Ελλάδα παραμένει επιστημονικά ασαφές (δεν έχουμε αντίληψη για το εύρος και την πολυπλοκότητά του), το γεγονός ότι μπορούμε να το μελετήσουμε μέσα σε μία περίοδο υψηλής έντασης είναι μια ευκαιρία επιστημονική που πρέπει να αδράξουμε”, αναφέρει και συμπληρώνει πως εξάλλου “εντείνεται η τάση για άσκηση ενδοοικογενειακής βίας όταν υπάρχει χρήση ουσιών ή αλκοόλ ή δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, και σίγουρα στο προκείμενο την περίοδο της καραντίνας”.

Η αρχική «εξομολόγηση» είναι ένα πάρα πολύ σπουδαίο βήμα

Στη σημερινή εποχή είναι άραγε πιο εύκολο για ένα θύμα να μιλήσει στον περίγυρο του ή ακόμη και να απευθυνθεί στις αρμόδιες Αρχές; “Αυτό είναι ένα μεγάλο ζητούμενο που θα έχουμε για πολλά χρόνια μπροστά μας, ίσως και για δεκαετίες. Το να ενθαρρυνθούν τα θύματα να καταγγείλουν, ξεκινώντας από το να μοιραστούν αυτό που συμβαίνει και να ζητήσουν συνδρομή από τον περίγυρο και στη συνέχεια και από τις Αρχές και υποστηρικτικές δομές, είναι αυτό που θέλουμε να επιτύχουμε ως κοινωνία. Όταν το έχουμε κατορθώσει θα έχουμε αλλάξει πραγματικά αναβαθμό θεσμικής συγκρότησης και πολιτισμού. Θα είμαστε ένα βήμα πιο κοντά στην έννοια της ισότητας και του δικαίου. Δυστυχώς απέχουμε πολύ από αυτό. Το έγκλημα της ενδοοικογενειακής βίας είναι σκοτεινό, οι άνθρωποι γνωρίζουν ότι είναι δύσκολο τα θύματα να ανοίξουν την εμπειρία τους και να τη μοιραστούν. Κουβαλάει μαζί της μια σειρά από αποτρεπτικές σκέψεις και σημαντικά ερωτήματα όπως ‘τι θα γίνει μετά;’, ‘εάν υπάρχουν παιδιά, τι θα γίνει;’, και συχνά υπάρχουν στις παραγωγικές ηλικίες που είναι και το μεγαλύτερο ποσοστό των θυμάτων, μιλάω για τις γυναίκες κυρίως. Αυτά τα ερωτήματα λοιπόν συνοδεύονται από μια σειρά νομικών και υποστηρικτικών ζητημάτων”, τονίζει η κ. Ευαγγέλου.

Ως προς τις καταγγελίες, που είναι η αρχή της διαδικασίας για ένα θύμα, επισημαίνει πως η Ελληνική Αστυνομία έχοντας δημιουργήσει τα Τμήματα Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας σε όλη την επικράτεια, έχει εκπαιδεύσει το στελεχικό της δυναμικό, έχει εγκαταστήσει μία σειρά από σπουδαίες τεχνολογικές δομές για την καταγραφή και παρακολούθηση των περιστατικών. “Έχουν γίνει σημαντικά βήματα”, αναφέρει.

Η δική της συμβουλή στους ανθρώπους που βιώνουν μία τέτοια κατάσταση, είναι “να αντιληφθούν τα θύματα ότι από την αρχή, συμπεριφορές άσκησης οικογενειακής βίας δεν είναι αποδεκτές, δεν πρέπει να είναι αποδεκτές. Συχνά γνωρίζουμε ότι υπάρχει διαδικασία εκλογίκευσης, δικαιολογίας, και υπεκφυγής, πιστεύοντας ότι ήταν μόνο μια φορά ή ότι είναι λίγες οι φορές. Η προσδοκία ότι τα πράγματα αλλάζουν από μόνα τους δεν επαληθεύεται, μάλιστα το αντίθετο, τα πράγματα συνήθως χειροτερεύουν. Επομένως, θα συμβούλευα τα θύματα να γνωρίσουν το πρόβλημα, να φροντίσουν με τρόπους που τους είναι προσιτοί να καταλάβουν τι είναι αυτό που τους συμβαίνει. Να το μοιραστούν με οικεία πρόσωπα από τα οποία όμως θα έχουν την προσδοκία της υποστήριξης και όχι του καθησυχασμού, διότι συμβαίνει και αυτό, διότι το έγκλημα της ενδοοικογενειακής διαταράσσει ολόκληρο το οικογενειακό περιβάλλον και τα θύματα συχνά δεν θέλουν να επωμισθούν και αυτή την ταραχή και την προοπτική μιας διάλυσης. Να επιλέξουν λοιπόν έναν άνθρωπο που είναι ισχυρός, δηλαδή με τη δυνατότητα να τους στηρίξει. Η αρχική «εξομολόγηση» είναι ένα πάρα πολύ σπουδαίο βήμα”.

Από εκεί και πέρα, εξηγεί η κ. Ευαγγέλου, είναι σημαντικό για τα θύματα να αναζητήσουν στηρίγματα όπως οι γραμμές στήριξης που υπάρχουν: “Η Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας Φύλου έχει το 15900, αλλά υπάρχουν και άλλες. Τα θύματα μπορούν και να επισκεφτούν τα αστυνομικά τμήματα αν θεωρούν πως αυτό είναι κάτι που θέλουν να κάνουν”.

Σε αυτό το σημείο προχώρησε στην επισήμανση ότι “δεν περιμένουμε πλέον από τα θύματα να μιλήσουν. Όλοι εμείς που γνωρίζουμε μπορούμε να καταγγείλουμε αυτεπάγγελτα το έγκλημα της ενδοοικογενειακής βίας, με κατάθεση των γνώσεων μας πάνω σε αυτό, τι γνωρίζουμε, τι ακούμε, τι ξέρουμε ότι συμβαίνει. Είμαστε υποχρεωμένοι από τον νόμο να το κάνουμε αυτό”.

Όπως εξηγεί, “μία από τις σπουδαίες αλλαγές που έγινε από την Κύρωση της Κωνσταντινούπολης και των 4531 του 2018 είναι ότι το αδίκημα της ενδοοικογενειακής πήρε από πάνω από το θύμα την απαίτηση να δράσει αυτό καταγγελτικά και την μοίρασε στην κοινωνία. Το αν μια καταγγελία θα στηριχθεί, θα συνεχίσει, και θα πάρει δικαστική οδό είναι ένα επόμενο βήμα. Ακόμα και αν μία καταγγελία δεν οδηγήσει πουθενά, εάν υπάρξει ένας αριθμός καταγγελιών γύρω από ένα περιστατικό, καταλαβαίνεται ότι αυτό όταν βρεθεί μέσα στη δικαστική διαδικασία, θα έχει άλλη βαρύτητα”.

Το μήνυμα που στέλνει, καταλήγοντας, είναι ότι “δεν πρέπει να περιμένουμε να συσσωρεύονται τα περιστατικά ή να συσσωρεύονται τα συμβάντα πέριξ ενός περιστατικού διότι αυτό συχνά έχει δυσάρεστη κατάληξη. Όλοι έχουμε την ευθύνη της καταγγελίας, να ακούσουμε ενεργά τα θύματα ή να πάρουμε την πρωτοβουλία να τα στηρίξουμε ώστε να μοιραστούν αυτό που συμβαίνει”.

Ο σύνδεσμος της έρευνας είναι ΕΔΩ

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ