Η ειδική σχέση Τουρκίας – Πακιστάν και τι συνεπάγεται για τη Δύση και την Ελλάδα

Του Χρήστου Μαζανίτη

Η σχέση Τουρκίας-Πακιστάν είναι μια ειδική σχέση σχεδόν αντίστοιχη της σχέσης Τουρκίας-Αζερμπαϊτζάν. Την περιέγραψε εύγλωττα ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου της Αεροπορίας του Πακιστάν Μουχάιντ Ανουράν κατά την επίσημη επίσκεψή του στις αρχές του έτους στην Άγκυρα λέγοντας ότι «Το Πακιστάν και η Τουρκία είναι δύο χώρες, ένα έθνος. Δεν μοιράζονται μόνο την κοινή κουλτούρα και την πίστη, αλλά έχουν και όμοια ενδιαφέροντα και προκλήσεις».

Η δήλωση αυτή φέρνει αμέσως στο μυαλό την αντίστοιχη δήλωση του Τούρκου υπουργού Άμυνας, Χουλουσί Ακάρ, όταν υποδέχθηκε τον Ιούλιο του 2020 τον Αζέρο Αναπληρωτή Υπουργό Άμυνας και Διοικητή της Πολεμικής Αεροπορίας Ραμίζ Ταζίροφ: «Πιστεύουμε με όλη μας την καρδιά ότι είμαστε ένα έθνος σε δύο κράτη».

Ενδεικτικό της ιδιαίτερης σχέσης των δύο χωρών είναι το γεγονός ότι μια ημέρα μετά την πρόσφατη αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων από τον Αμερικανό Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, ο Υπουργός Εξωτερικών του Πακιστάν, Σαχ Μαχμούντ Κουρέσι, τηλεφώνησε στον Τούρκο ομόλογό του προκειμένου να του εκφράσει την «παρηγορητική» του συμπαράσταση.

Μόλις δύο ημέρες νωρίτερα, οι δύο υπουργοί Εξωτερικών είχαν συναντηθεί στο Τατζικιστάν, όπου συμμετείχαν σε τριμερή σύνοδο με τον Αφγανό ομόλογό τους. Στις δηλώσεις που έγιναν μετά τη συνάντηση, ο Κουρέσι εγκωμίασε την αποφασιστική στήριξη της Τουρκίας στο θέμα του Κασμίρ, δηλώνοντας χαρακτηριστικά ότι αποτελεί «πηγή δύναμης για τον λαό του Κασμίρ».

Η βλάσφημη Δύση…

Η ειδική σχέση Τουρκίας-Πακιστάν ενδυναμώνεται ακόμα περισσότερο από τη χημεία που φαίνεται να υπάρχει μεταξύ των δύο ηγετών τους. Από τη μία ο ισλαμιστής Τούρκος Πρόεδρος Ερντογάν, ο μονίμως αρεσκόμενος και «αυτόφωτος» προστάτης των απανταχού στον κόσμο μουσουλμάνων. Από την άλλη, ο επίσης ισλαμιστής Πακιστανός Πρωθυπουργός Ιμράν Χαν, ο οποίος θέλει να φαίνεται ότι οικοδομεί συμμαχίες με τον μουσουλμανικό κόσμο εναντίον της «βλάσφημης Δύσης» προκειμένου να κερδίζει πολιτικά οφέλη σε ένα κράτος όπου επικρατεί ο θρησκευτικός φανατισμός.

Η δε εγκατάλειψη που εισπράττει το τελευταίο διάστημα ο Ερντογάν από τη Δύση, τον σπρώχνει ολοένα και περισσότερο στο να αναζητά φίλους και συμμάχους στην Ανατολή.

Και σε επίπεδο λαών εξάλλου, το ισλαμικό υπόβαθρο λειτουργεί ως ισχυρότατος ενοποιητικός παράγοντας απέναντι σε οτιδήποτε μη μουσουλμανικό. Τα τουρκικά σήριαλ κυριαρχούν στην πακιστανική τηλεόραση, ενώ η Τουρκία αποτελεί τον νούμερο ένα τουριστικό προορισμό για τους ευκατάστατους πολίτες του Πακιστάν. Σε τέτοιο σημείο, ώστε να γίνεται λόγος για ταύτιση των δύο λαών σε επίπεδο νοοτροπίας και εν γένει κουλτούρας.

Η Ινδία τους φέρνει κοντά

Στο πλαίσιο της ειδικής τους σχέσης, η Τουρκία υποστηρίζει στα διεθνή fora τις πακιστανικές θέσεις στο θέμα του Κασμίρ ενώ το Πακιστάν υποστηρίζει τις τουρκικές θέσεις στο θέμα της Κύπρου. Υπενθυμίζεται η περίφημη δήλωση του Ερντογάν στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 2019 ότι «το Κασμίρ εξακολουθεί να είναι πολιορκημένο και οκτώ εκατομμύρια άνθρωποι έχουν κολλήσει στο Κασμίρ», μια δήλωση που ενόχλησε τότε σφόδρα την Ινδία. Αμφότεροι εξάλλου υποστηρίζουν το Αζερμπαϊτζάν στο θέμα του Ναγκόρνο Καραμπάχ, ενώ υποστηρίζονται αντίστοιχα από αυτό στα δικά τους θέματα δημιουργώντας έναν ουσιαστικά συμμαχικό άξονα Άγκυρας-Μπακού-Ισλαμαμπάντ.

Η σχέση όμως Τουρκίας-Πακιστάν δεν περιορίζεται μόνο σε πολιτικό επίπεδο. Η συνεργασία τους είναι πολύπλευρη και στο στρατιωτικό επίπεδο περιλαμβάνει συνεκπαιδεύσεις προσωπικού, κοινές ασκήσεις, αλλά και προμήθεια τουρκικών όπλων για τις πακιστανικές ένοπλες δυνάμεις. Δεν είναι όμως μόνο αυτά. Ο Ερντογάν έχει εκφράσει από το 2019 το ενδιαφέρον του για την απόκτηση πυρηνικής τεχνολογίας, η δε τουρκική επιθυμία για συνεργασία με το Πακιστάν στο θέμα των πυρηνικών όπλων πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Όπως δεδομένη πρέπει να θεωρείται και η επιδίωξη των Τούρκων να προσεταιριστούν μέσω του Πακιστάν την Κίνα. Οι σχέσεις των δύο τελευταίων είναι άριστες, αφού η Κίνα αποτελεί τον κύριο προμηθευτή οπλικών συστημάτων του Πακιστάν, ενώ τις δύο χώρες ενώνει το κοινό αντίπαλο δέος που λέγεται «Ινδία». Αρκετοί αναλυτές μάλιστα επισημαίνουν ότι απώτερη επιδίωξη της Τουρκίας είναι να αποκτήσει, μέσω του Πακιστάν, πρόσβαση σε κινεζική πολεμική τεχνολογία, όπερ αν πραγματοποιηθεί, θα πρόκειται για ένα τούρκικο «δις εξαμαρτείν» (μετά την απόκτηση των ρωσικών S-400) και θα δημιουργήσει νέα προβλήματα στους κόλπους του ΝΑΤΟ αλλά και νέα έντονη αντίδραση των ΗΠΑ.

Τι συνεπάγεται όμως αυτή η ενδυνάμωση της ειδικής σχέσης Τουρκίας-Πακιστάν; Ποιους ενοχλεί και ποιους ανησυχεί;

Κατά πρώτον, η επισήμως εκπεφρασμένη τουρκική στήριξη στις θέσεις του Πακιστάν για το Κασμίρ ενοχλεί σίγουρα την Ινδία. Οι δηλώσεις Ερντογάν τον Ιανουάριο του 2020 ότι η Τουρκία στέκεται στο πλευρό του λαού του Κασμίρ, προκάλεσαν την οργισμένη αντίδραση του ινδικού Υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο κάλεσε τον Τούρκο Πρέσβη και του επέδωσε διπλωματική διαμαρτυρία. Κατά δεύτερον, τις θερμές τουρκο-πακιστανικές σχέσεις δεν βλέπει με καλό μάτι η Σαουδική Αραβία, ο επί σειρά ετών βασικός στυλοβάτης της πακιστανικής οικονομίας, όπως δεν βλέπει με καλό μάτι τις μεγαλοϊδεατικές βλέψεις της Άγκυρας που έχουν φτάσει μέχρι και στη δημιουργία ναυτικής βάσης στη Σομαλία, πλησίον των σαουδαραβικών παραλίων. Η μελλοντική αντίδραση του Ριάντ σε αυτήν τη σχέση είναι κάτι που αναμένεται με ενδιαφέρον.

ΗΠΑ – ΕΕ – ΝΑΤΟ – Ελλάδα

Η προσέγγιση όμως Τουρκίας και Πακιστάν και δι’ αυτού Τουρκίας και Κίνας είναι κάτι που προβληματίζει τις ΗΠΑ αλλά και την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Η ισλαμική εθνικιστική ιδεολογία που κυριαρχεί στο εσωτερικό τόσο της Τουρκίας όσο και του Πακιστάν δεν μπορεί παρά να ανησυχεί τις δυνάμεις της Δύσης, αφού ο δυτικός πολιτισμός απέχει παρασάγγας από λογικές θρησκευτικού φανατισμού και μισαλλοδοξίας καθώς και νομοθεσίες που, μεταξύ άλλων, τιμωρούν με ισόβια κάθειρξη το αδίκημα της «βλασφημίας κατά του Ισλάμ». Το γεγονός ότι το Πακιστάν διαθέτει πυρηνικά όπλα και πυρηνική τεχνολογία (την οποία ορέγεται η Άγκυρα), σε συνδυασμό με τον απρόβλεπτο χαρακτήρα και την επιθετική ρητορική των ηγετών των δύο χωρών, καθιστά αυτήν την ανησυχία ακόμα πιο δικαιολογημένη.

Για την Ελλάδα που το τελευταίο διάστημα χτίζει ολοένα και περισσότερες στρατιωτικές αμυντικές συνεργασίες και ξεδιπλώνει στρατηγικά την αμυντική της διπλωματία με χώρες που επιθυμούν την σταθερότητα (όπως τα ΗΑΕ, το Ισραήλ, η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία), η προσέγγιση Τουρκίας-Πακιστάν διανοίγει ενδεχομένως μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να αναπτύξει τις σχέσεις της με την ισχυρή Ινδία.

Κάποιος βέβαια θα μπορούσε να αναρωτηθεί αν υπάρχει τρόπος για την εκκίνηση μιας τέτοιας συνεργασίας;

​Η απάντηση είναι απλή και χειροπιαστή και δίνεται από το γεγονός ότι η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση, η ευρύτερη οικογένεια μας δηλαδή, πριν από λίγες μόλις ημέρες υπέγραψε στο Πόρτο συνολική εταιρική συμφωνία συνδεσιμότητας με την Ινδία (που αφορά συνεργασία στους τομείς των ψηφιακών τεχνολογιών, της ενέργειας, των μεταφορών και των διαπροσωπικών συναλλαγών), ξεκινώντας έτσι ένα νέο κεφάλαιο στις ευρω-ινδικές σχέσεις που μέχρι σήμερα ήταν ασθενικές. Το γεγονός αυτό μαρτυρεί εν τέλει και τη διάθεση της ίδιας της Ινδίας να οικοδομήσει σχέσεις με σταθερούς και αξιόπιστους δρώντες.

Στο πλαίσιο αυτό η χώρα μας οφείλει να εξετάζει όλα τα παράθυρα ευκαιρίας που ανοίγονται σε ένα πλέγμα διεθνών συμμαχιών για την απόκτηση και διατήρηση σημαντικών ερεισμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο αφού σίγουρο είναι ότι ο πλανήτης μας μέσα από την διασταλτική, και όχι μόνο, τεχνοκρατική και τεχνολογική άποψη αποτελεί μια… γειτονιά.

Τίποτα δεν κείται… μακριά. Κυρίως όμως οφείλουμε να σκεφτόμαστε και να βλέπουμε την «μεγάλη εικόνα», η οποία στην προκειμένη περίπτωση εδράζεται στην εφαρμογή μιας στρατηγικής που οφείλει να βασίζεται εκτός από την αναμφισβήτητη στρατιωτική ισχύ των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και στη διάσταση της εξωτερικής εξισορρόπησης έναντι της τουρκικής αναθεωρητικής πολιτικής.

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ