“Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει”…

 

 

    «Δεν είμαι επαγγελματίας ποιητής», έλεγε. «Αισθάνομαι την ποίηση σαν τρόπο έκφρασης επειδή δεν μπορούσα να εκφραστώ διαφορετικά. Δηλαδή ήταν η εποχή τόσο πιεσμένη, τόσο δύσκολη, που μόνο εκφράζοντας τον πόνο του μπορούσε κανείς να την αντέξει».

    Υπήρξε βαθύς γνώστης της σημασίας του λόγου. Υπήρξε βαθύς γνώστης της σημασίας της σιωπής.

    Πριν «φύγει» (τον Ιούνιο του 2005), σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του και μετά από μια σχεδόν δεκαπεντάχρονη ποιητική «σιωπή», εξηγούσε: «Στο αλλοιωμένο τοπίο της εποχής μας δε θα ξαναγράψω. Το έργο μου το ολοκλήρωσα. Επιλέγω τη σιωπή».

     Σήμερα συμπληρώνονται 91 χρόνια από την γέννησή του, στις 10 Μάρτη 1925.

    Ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο «ερωτικός και πολιτικός μαζί» ποιητής όπως αυτοπροσδιοριζόταν, στην υποταγή και στην συνθηκολόγηση που αναζητά εύσημα «ρεαλισμού», απαντούσε: «Όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα».

    Υπήρξε μια ξεχωριστή μορφή της ελληνικής ποίησης που με την Τέχνη του συντήρησε «φωλιές νερού μέσα στις φλόγες».

    Υπήρξε ένας από τους κορυφαίους ποιητές της γενιάς του, έδωσε το «παρών» σε κρίσιμες στιγμές της ιστορίας και των αγώνων του λαού και    «φορτωμένος» με αυτήν ακριβώς την εμπειρία το είχε διατυπώσει έτσι: «Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει»…

«Μιλῶ γιὰ τὰ τελευταῖα σαλπίσματα τῶν νικημένων στρατιωτῶν

Γιὰ τὰ κουρέλια ἀπὸ τὰ γιορτινά μας φορέματα

Γιὰ τὰ παιδιά μας ποὺ πουλᾶν τσιγάρα στοὺς διαβάτες

Μιλῶ γιὰ τὰ λουλούδια ποὺ μαραθήκανε στοὺς τάφους καὶ τὰ σαπίζει ἡ βροχὴ

Γιὰ τὰ σπίτια ποὺ χάσκουνε δίχως παράθυρα σὰν κρανία ξεδοντιασμένα

Γιὰ τὰ κορίτσια ποὺ ζητιανεύουν δείχνοντας στὰ στήθια τὶς πληγές τους

Μιλῶ γιὰ τὶς ξυπόλυτες μάνες ποὺ σέρνονται στὰ χαλάσματα

Γιὰ τὶς φλεγόμενες πόλεις τὰ σωριασμένα κουφάρια στοὺς δρόμους

Τοὺς μαστρωποὺς ποιητὲς ποὺ τρέμουνε τὶς νύχτες στὰ κατώφλια

Μιλῶ γιὰ τὶς ἀτέλειωτες νύχτες ὅταν τὸ φῶς λιγοστεύει τὰ ξημερώματα

Γιὰ τὰ φορτωμένα καμιόνια καὶ τοὺς βηματισμοὺς στὶς ὑγρὲς πλάκες

Γιὰ τὰ προαύλια τῶν φυλακῶν καὶ γιὰ τὸ δάκρυ τῶν μελλοθανάτων.

Μὰ πιὸ πολὺ μιλῶ γιὰ τοὺς ψαράδες

Π᾿ ἀφήσανε τὰ δίχτυά τους καὶ πήρανε τὰ βήματά Του

Κι ὅταν Αὐτὸς κουράστηκε αὐτοὶ δὲν ξαποστάσαν

Κι ὅταν Αὐτὸς τοὺς πρόδωσε αὐτοὶ δὲν ἀρνηθῆκαν

Κι ὅταν Αὐτὸς δοξάστηκε αὐτοὶ στρέψαν τὰ μάτια

Κι οἱ σύντροφοί τους φτύνανε καὶ τοὺς σταυρῶναν

Κι αὐτοί, γαλήνιοι, τὸ δρόμο παίρνουνε π᾿ ἄκρη δὲν ἔχει

Χωρὶς τὸ βλέμμα τους νὰ σκοτεινιάσει ἢ νὰ λυγίσει

Ὄρθιοι καὶ μόνοι μὲς στὴ φοβερὴ ἐρημία τοῦ πλήθους»

                               (Μανώλης Αναγνωστάκης, «Μιλώ…»)  

 

email: [email protected]

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ