Στη θλίψη βυθίστηκε ο καλλιτεχνικός κόσμος μετά την είδηση του θανάτου του Διονύση Σαββόπουλου, ενός από τους πιο σπουδαίους δημιουργούς του ελληνικού τραγουδιού, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών. Ο αγαπημένος «Νιόνιος», άφησε την τελευταία του πνοή το βράδυ της Τρίτης, ύστερα από ανακοπή καρδιάς που υπέστη.
Από το 2021 ο Διονύσης Σαββόπουλος έδινε μια γενναία μάχη με τον καρκίνο. Παρά τις δυσκολίες, πάλευε με δύναμη και αξιοπρέπεια, προσπαθώντας να κρατηθεί όρθιος. Τις τελευταίες ημέρες νοσηλευόταν στο νοσοκομείο «Υγεία», όπου είχε μεταφερθεί εσπευσμένα έπειτα από έντονη αδιαθεσία.
Η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε ραγδαία, με τους γιατρούς να δίνουν συνεχή μάχη για να τον σταθεροποιήσουν μέσα από σειρά εξετάσεων και θεραπειών. Το περασμένο Σάββατο έδειχνε να ανταποκρίνεται στη φαρμακευτική αγωγή. Ωστόσο, η υγεία του επιβαρύνθηκε ξανά, με αποτέλεσμα να μην αντέξει η καρδιά του.
Η τελευταία δημόσια εμφάνισή του πραγματοποιήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2025, όταν βρέθηκε καλεσμένος στην εκπομπή «Στούντιο 4» με τη Νάνσυ Ζαμπέτογλου και τον Θανάση Αναγνωστόπουλο. Εκεί, με αφορμή το βιβλίο του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», ο σπουδαίος συνθέτης και στιχουργός μίλησε για τη ζωή του, για τα χρόνια της φυλακής, αλλά και για τον μεγάλο έρωτα με τη σύζυγό του, με την οποία ήταν μαζί επί 57 χρόνια.
«Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος με έλεγε… τυχοδιωκτικό τύπο»
Ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε πει χαρακτηριστικά πως «είμαι και λίγο τυχοδιώκτης, φαίνεται. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος με σνόμπαρε, έλεγε “αυτός ο τυχοδιωκτικός τύπος”. Ήταν όλο κακίες αλλά ήταν χαριτωμένος στο πως τα έλεγε. Όταν έφυγα από την Θεσσαλονίκη, μου είπε με εκείνη τη φωνή του: Πρόσεξε, η Αθήνα είναι γάτα και θα σε κατουρήσει».
«Κάνανε λάθος ορισμένες φορές γιατί δεν είναι ανάγκη να συμφωνείς με ό,τι λέω, εννοείται, αλλά θέλω να παραδέχονται οι άλλοι ότι είμαι ειλικρινής. Νομίζω ότι το έχω αποδείξει αυτό. Όταν περνούν όμως τα χρόνια, αυτά φαντάζουν αλλιώς. Δηλαδή συνειδητοποιώ για τα προβλήματα με τον μπαμπά και τον μαμά μου, όπως και τα προβλήματα μεταξύ τους, ότι οι άνθρωποι αυτοί ήταν άψογοι. Δηλαδή και τα σύννεφα, που είχαν, ήταν μέρος της λιακάδας τους. Μια μεγάλη λιακάδα ήταν αυτοί οι άνθρωποι».
«Ναι, έχω χτυπήσει μερικές φορές τα παιδιά μου και το έχω μετανιώσει πάρα πολύ αυτό. Εμείς μεγαλώσαμε έτσι»
«Υπήρξαν σημεία που με προβλημάτισαν, να λες τα οικογενειακά σου, ή ότι έδινες μπάτσες στα παιδιά σου, γιατί αυτό έκανα. Εμείς μεγαλώσαμε έτσι. Μας βαράγανε οι δάσκαλοι, οι γονείς. Ναι, έχω χτυπήσει μερικές φορές τα παιδιά μου και το έχω μετανιώσει πάρα πολύ αυτό», είχε αποκαλύψει ο Διονύσης Σαββόπουλος.
«Ευαίσθητος άνθρωπος, καλλιτέχνης, τι είναι αυτά… Ζητάω συγγνώμη από τα παιδιά μου, ο ένας είναι 52 και ο άλλος 54», είχε πει εμφανώς συγκινημένος.
«Είναι σα να ζητάω μια δημόσια συγγνώμη. Όταν λες μια ιστορία ή θα την πεις ολόκληρη ή δεν θα την πεις. Ένα πράγμα που δεν είναι καλό στις αυτοβιογραφίες είναι ότι εξιδανικεύουμε, τα λέμε κάπως… Δεν το θέλω αυτό. Ποτέ μου δεν λειτούργησα έτσι. Και στα τραγούδια που έγραφα με τα οποία είχα προβλήματα για πολιτικούς κυρίως λόγους.
Κάθε φορά που εισέπραττα την παγωνιά και το κράξιμο – έχω περάσει και από τέτοια διαστήματα – έλεγα στον εαυτό μου την άλλη φορά να είσαι πιο προσεκτικός. Αλλά όταν γράφεις το ξεχνάς», είχε τονίσει ο σπουδαίος τραγουδοποιός.
«Η Άσπα είναι η γυναίκα της ζωής μου, αποφάσισα ότι θα την παντρευτώ μέσα στη φυλακή»
Η σύζυγός του ήταν, όπως είχε, η γυναίκα της ζωής του: «Η Άσπα είναι η γυναίκα της ζωής μου, 57 χρόνια με ανέχεται το κορίτσι. Είμαι ερωτευμένος με την Άσπα. Με ζηλεύει πάρα πολύ. “Ποια είναι αυτή; Γιατί κοιτάς προς τα εκεί;” με ρωτάει. Είναι εξαιρετική η Άσπα, αφοσιώθηκε σε αυτόν τον γάμο χωρίς να χάσει την προσωπικότητά της. Είχα μεγάλη υποστήριξη, περάσαμε δύσκολα -ήταν αρκετά τα δύσκολα- και τα παιδιά μου. Η οικογένεια στάθηκε δίπλα μου».
Και είχε συμπλήρωσε: «Πήρα την απόφαση να την παντρευτώ όταν ήμουν στην απομόνωση, στη φυλάκα! Όπως παίρνουμε αποφάσεις έτσι και εγώ πήρα δύο αποφάσεις σημαντικές. Το ένα να ασχοληθώ με τα τραγούδια και τη μουσική και το άλλο να παντρευτώ την Άσπα επειδή την αγαπώ. Ήμασταν πολύ νέοι. Παντρευτήκαμε τον Οκτώβριο του 1967 28η Οκτωβρίου. Την ημέρα του όχι, εμείς είπαμε ναι. Εγώ ήμουν 23 και η Άσπα 18. Η Άσπα ερχόταν στη φυλακή να με δει. Ακόμα και οι φίλοι μου εξαφανίστηκαν δικαιολογημένα γιατί σου λέει “Πιάνουν τώρα και τους τραγουδοποιούς”. Έφυγαν στο Λονδίνο αυτοί, στη Ρώμη. Η Άσπα ήταν μικρή, στην τρίτη λυκείου. Έφερε τον κόσμο άνω κάτω, έμαθε πού είμαι και ήρθε στην ουρά. Ήταν στην ουρά οι συγγενείς των πολιτικών κρατουμένων και έφερναν φαγητό στους κρατούμενους. Οι συγγενείς των πολιτικών κρατουμένων ήταν σαν χήρες και ορφανά από τον εμφύλιο. Η δικιά μου έλαμπε, είχε χειλάκια μεταξωτά, ματάκια μοβ βαμμένα, φορούσε μίνι φούστα. Πήγαινε και αγόραζε τα καλύτερα φαγητά από το “Select”, δεν φοβόταν. Σε κάνει ατρόμητο η αγάπη. Τις έδιναν κάτι μπάτσες από την ασφάλεια. “Είσαι μικρό κορίτσι, τι δουλειά έχεις με αυτούς” τύπου».
Για τη χούντα είχε αναφέρει: «Οι γονείς μου πρόλαβαν τη φυλακή. Το ξέρανε, το μάθανε, τρομάξανε, φοβηθήκανε γιατί φωνάξανε τον αδερφό μου στην ασφάλεια αμέσως. Φοβήθηκαν ότι θα χάσει τη δουλειά του και ότι θα τον απολύσουν. Έκαναν πως δεν κατάλαβαν οι καημένοι, πραγματικά με πείραξε πολύ αυτό. Δεν έστειλαν ένα σήμα κάτι» είχε αναφέρει ο Διονύσης Σαββόπουλος.