ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΑΤΖΕΝΤΑ
Του ΒΑΣΙΛΗ ΜΠΟΥΖΙΩΤΗ
Την ώρα που τηλεφωνούσα στην Μανουέλλα Παυλίδου, την είχα στο νου μου με την Μελίνα Μερκούρη, ενώ ξεκινούσα την δημοσιογραφία.
Μαζί τις πρωτοείδα -αχώριστες πάντα, μέχρι το τέλος. Ήταν στενή συνεργάτιδά της -το δεξί της χέρι, αλλά παράλληλα και μια φίλη-καρδιάς που δεν έλειπε ποτέ από το πλευρό της. Η Μανουέλλα της Μελίνας. Που είναι Γενική Γραμματέας του Ιδρύματος Μελίνας Μερκούρη και δρα δυναμικά κι αποτελεσματικά σε αυτό. Την βρήκα εμπύρετη λόγω της εκδήλωσης για τα Βραβεία Μερκούρη που έρχονται – πάντα τρέχει για οτιδήποτε αφορά τη Μελίνα, όπως και το ταινιάκι «Μελίνα – Στοπ Καρέ» που ετοίμασε ο Μάνος Καρατζογιάννης κι έγραψα για αυτό πρόσφατα. Της ζήτησα, με αφορμή τα 100 χρόνια απ’ τη γέννηση της Μελίνας της να μου πει ή να μου γράψει κάτι. «Είναι κάτι πολύ επώδυνο αυτό που μου ζητάς, το καταλαβαίνεις. Και τρέχω με όλα τα project που στήνονται. Θα σου δώσω όμως ένα κείμενο, που είχε αποτελέσει το υλικό για μια ομιλία που είχα κάνει για εκείνη, το οποίο τα λέει όλα…». Κι είχε απόλυτο δίκιο. Σε λίγα λεπτά το «ρούφηξα» χωρίς ανάσα. Ένα κείμενο – ψυχής για τη Μελίνα. Για τη φίλη της τη Μελίνα που τα λέει όλα.
“Η ΦΙΛΗ ΜΟΥ Η ΜΕΛΙΝΑ”
«Κοιτάξτε! Η Μελίνα Μερκούρη» είπε ο φίλος μας εκείνο το χειμωνιάτικο μεσημέρι του 1971 στο Παρίσι και ακολουθήσαμε κι οι δυο το βλέμμα του. Την είδαμε να διασχίζει περήφανη το Saint-Germain αγκαλιάζοντας τον Ζυλ Ντασσέν, καθώς πίσω της ανέμιζε η μακριά της κάπα. Ήμασταν τρεις 18χρονοι φοιτητές κι εκείνη ήταν μια από τις διασημότερες και σημαντικότερες σύγχρονες Ελληνίδες, αυτοεξόριστη στη Γαλλία εξ αιτίας της δικτατορίας.
Οσο κι αν το ήθελαν, οι κινηματογραφικές εταιρίες δεν τολμούσαν πια να της προσφέρουν κάποιον ρόλο, αφού μετά από δυο δολοφονικές απόπειρες από τη χούντα, κανείς δε δεχόταν να την ασφαλίσει. Όμως αυτό δεν ξεθώριαζε τη φήμη της, που είχε απλωθεί σ’ όλο τον κόσμο χάρη στις μεγάλες της επιτυχίες στο σινεμά, το «Ποτέ την Κυριακή», τη «Φαίδρα», το «Topkapi», αλλά και τη θαρραλέα της αντίσταση εναντίον των συνταγματαρχών. Μόλις είδαμε τη Μελίνα και τον Ντασσέν να μπαίνουν στου Lipp, ο φίλος μου έσπευσε σ’ ένα κοντινό δισκάδικο ν’ αγοράσει ένα άλμπουμ της. Καθώς εκείνος ντρεπόταν να της ζητήσει αυτόγραφο, ανέλαβα να το κάνω εγώ. Η Μελίνα ήταν πολύ ευγενική. Λίγο αργότερα βγήκα από τη γνωστή μπρασερί με μια αφιέρωση, αλλά και μια πρόσκληση να την επισκεφθώ στο σπίτι της. Και πράγματι, μερικές μέρες μετά, χτύπησα το κουδούνι του πιο φιλόξενου ελληνικού ορμητηρίου στο Παρίσι.
Ακαταπόνητοι αντιστασιακοί, σπουδαίοι Έλληνες καλλιτέχνες όπως ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Μίκης Θεοδωράκης και κορυφαίοι Ευρωπαίοι όπως ο Υβ Μοντάν και η Σιμόν Σινιορέ εναλλάσσονταν από το πρωί ως το άλλο πρωί γύρω από το διάσημο ζευγάρι. Όμως εκείνη τη μέρα το σπίτι ήταν ήσυχο. Ο Ντασσέν έλειπε σε ταξίδι και, πριν καλά- καλά το καταλάβω, βρέθηκα να εξομολογούμαι τη μικρή ιστορία της ζωής μου στη Μελίνα. Η μητέρα μου είχε πεθάνει πρόσφατα, αλλά δεν φανταζόμουν ότι θα μιλούσα για όσα ένιωθα σε μια άγνωστη γυναίκα, όσο και αν τη θαύμαζα, όσο κι αν με είχε κιόλας κερδίσει με την ανθρώπινη θέρμη και την αφοπλιστική της αμεσότητα. Αλλά έτσι ήταν η Μελίνα. Ήξερε ν’ ακούει. Σπάνια μιλούσε για τον εαυτό της. Για ένα ρόλο ή για την αντίσταση, ναι. Αλλά όχι για την ίδια. Αντίθετα, ενδιαφερόταν ουσιαστικά για τους ανθρώπους γύρω της και πάντα θυμόταν να τους ρωτήσει για την εξέλιξη ενός προβλήματος που της είχαν εκμυστηρευτεί. Κι αυτό, όχι με την προσποιητή γενναιοδωρία μιας σταρ, αλλά με τη φυσικότητα μιας αληθινής φίλης.
Με την ίδια φυσικότητα βρέθηκα πολύ σύντομα να ζω κοντά της. Δεν υπήρχε πιο γοητευτική εμπειρία για μια φοιτήτρια της Ιστορίας της Τέχνης από το να βρίσκεται ξαφνικά ανάμεσα στους σημαντικότερους σύγχρονους Ευρωπαίους καλλιτέχνες και διανοητές. Αλλά πρέπει να παραδεχτώ ότι κανείς και καμιά δε με μαγνήτιζε περισσότερο από την ίδια τη Μελίνα. Κάθε τι σ’ αυτή ξεπερνούσε το συνηθισμένο. Η αστική της καταγωγή δεν την εμπόδισε να έχει πηγαία λαϊκότητα. Η συντηρητική της αγωγή δεν την ανέστειλε από τολμηρές επιλογές ζωής. Η ομορφιά και η μεγάλη της επιτυχία δεν σκίασαν την αυτογνωσία και την ανεξαρτησία της. Εκείνη την εποχή είχα αρχίσει μια συλλογή από γαλάζια βαζάκια. Όταν τα είδε, έμεινε έκπληκτη: «Τι τα θέλεις ολ’ αυτά;» αναφώνησε. «Δε χρειάζεσαι τίποτα που να σε δεσμεύει. Είσαι 18 χρονώ! Πρέπει να μπορείς να παίρνεις τη βαλίτσα σου και να φεύγεις».
Κοντά της το έμαθα κι αυτό. Όταν έφυγε με τον Ντασσέν στην Αμερική, μού πρότειναν να πάω μαζί τους. Συμμετείχα στη «Δοκιμή», που γύρισαν με τη συμπαράσταση πολλών διασημοτήτων για να καταγγείλουν τη χούντα, ήμουν πια πλάι της σε ό,τι έκανε. Ποτέ δεν αναρωτήθηκα πώς μπορεί να στεριώσει μια φιλία με τέτοια διαφορά ηλικίας. Η Μελίνα ήταν πιο νέα από τους νέους. Και τα μεγάλα της φτερά δεν τα είχε για να σε αιχμαλωτίσει, αλλά για να στα προσφέρει να πετάξεις. Η φιλία της βασιζόταν σ’ ένα αίσθημα συνενοχής υπέρ τού πάθους για ανθρωπισμό, για έρωτα, για τέχνη και για μια πολιτική που υπηρετεί την κοινωνία. Όσο διαρκούσε η χούντα, είχε πάνω από την τηλεόραση στο σπίτι της στο Παρίσι μια φωτογραφία των συνταγματαρχών. Στην αρχή ντράπηκα να ρωτήσω, αλλά μετά από λίγες μέρες δεν κρατήθηκα: «Α, θέλω να τους βλέπω συνέχεια, μήπως και ξεχάσω να τους μισώ», μού εξήγησε απλά.
Από το 1977, που εκλέχτηκε πρώτη φορά βουλευτής, η Μελίνα παρέμεινε αφοσιωμένη στην πολιτική, δεχόμενη ελάχιστες από τις καλλιτεχνικές προτάσεις που συνέχισαν να την πολιορκούν. Ανάμεσά τους κι εκείνη για το “Γλυκό πουλί τής νιότης” τού Τένεσι Ουίλιαμς, που αναδείχθηκε σε μια από τις πιο πετυχημένες παραστάσεις τού 1980. Θυμάμαι που χρειάστηκε να διακόψει μια πρόβα, όταν την ειδοποίησαν να σπεύσει στη Βουλή για μια ψηφοφορία. Δεν προλάβαινε να περάσει από το σπίτι για ν’ αλλάξει κι έτσι ήταν η πρώτη γυναίκα βουλευτής που μπήκε στο κοινοβούλιο με παντελόνι. Από τότε το καθιέρωσε.
Το μόνο που φοβόταν ήταν να μιλήσει από το βήμα τής Βουλής. Μέχρι και αντιεμετικά είχαμε επιστρατεύσει για να το ξεπεράσει. Ως κι ένα γραφείο είχαμε μετατρέψει στο σπίτι της στο ύψος του εδράνου, μήπως και εξοικειωθεί. Μάταια! Ένιωθε πως ολ’ αυτά ήταν πολύ συντηρητικά για κείνη. Στηρίζονταν στο κομματικό τυπικό, όχι στην ανθρώπινη επικοινωνία. Όμως όταν κάτι εξαρτιόταν από την τελευταία, η Μελίνα κέρδιζε πάντα. Οι άνθρωποι του πρωτοκόλλου σε όλες τις χώρες που επισκεπτόταν ως υπουργός, έρχονταν σε αμηχανία όταν έβλεπαν ότι, αντί για πέντε λεπτά, όπως ήταν προγραμματισμένο, μιλούσε με τον Τουργκούτ Οζάλ επί μισή ώρα. Ότι έβγαινε μαζί με τον Χανς Ντίτριχ Γκένσερ από το γραφείο του γελώντας εγκάρδια, σα να ήταν δυο παλιοί φίλοι. Η ότι η Ίντιρα Γκάντι συνέχισε ένα επίσημο δείπνο μαζί της με θερμή προσωπική αλληλογραφία. Κι αυτές οι σχέσεις δεν έμεναν αναξιοποίητες πολιτικά.
**Φωτογραφία από το προσωπικό αρχείο του Νίκου Μουρατίδη
**Φωτογραφικό υλικό από το Ίδρυμα Μελίνας Μερκούρη