Οταν θα τελειώσει η κρίση, θα έχει παγιωθεί. Θα έχει εγκαθιδρύσει νέο καθεστώς. Ως την επόμενη κρίση. Το νέο τοπίο που η κρίση δημιούργησε στην Ελλάδα είναι ήδη ορατό και είναι ο χειρότεροςεαυτόςτου προηγούμενου.
Σε αυτό το νέο τοπίο οδήγησε (εκτός απ’ τη διεθνή συγκυρία ή μάλλον παράλληλα με τη διεθνή συγκυρία) η τριακονταετής διακυβέρνηση της χώρας απ’ τον δικομματικόμονοκομματισμό. Ο ίδιος αστικός μονοκομματισμός σε τρισυπόστατη παραλλαγή, θέτει τώρα τους νέουςόρους (θεσμούς) διακυβέρνησης της χώρας στις νέες συνθήκες.
Αυτό που πρόκειται να κυβερνηθεί (η Ελλάδα) είναι εν πρώτοις υποτελές (και καθόλου βέβαιον ότι θα παραμείνει αρτιμελές). Περισσότερον υποτελές παρά ποτέ, διότι καθ’ όλην την ιστορία του το νεώτερο ελληνικό κράτος ήταν εξαρτημένο από άλλες Δυνάμεις και πολύ συχνά εξαρτυμένο σε μέρος απ’ αυτές.
Κατάδεύτερον, αυτό που πρόκειται να κυβερνηθεί (η Ελλάδα) παρουσιάζει πλέον περισσότερον χαρακτηριστικά χώρου παρά χώρας, προτεκτοράτου παρά κράτους.
Ούτε λόγος μπορεί να γίνεται πλέον για εθνική ανεξαρτησία και λαϊκήκυριαρχία, γενικώς για αυτεξούσιον, αλλά αντιθέτως τα ζητούμενα πλέον είναι δομές καθεστώτος ανθυπατίας – αν δηλαδή ο ντόπιος άρχοντας (φέρ’ ειπείν, Στουρνάρας) θα κάνει καλά ό,τι του υπαγορεύει ο Επικυρίαρχος. Η συντριβήτου
πολιτεύματος, έστω και κατά τις ελάχιστεςαστικέςτουαξιώσεις, έχει επέλθει, αν κρίνει κανείς από τη διαρκή καθαίρεση του Συντάγματος, την άρση της Ασυλίας και την εξουδετέρωση του Κοινοβουλίου. Παράπλευρο κόστος αυτών των φαινομένων είναι η εμφάνιση του φασισμού. Διότι, όταν δεν τίθεται ως στόχος μια καλύτερηδημοκρατία, αλλά εκλαμβάνεται ως το καλύτερο που μπορούμε να έχουμε η χειρότερη εκδοχή της, τότε ο δρόμος για τη δημαγωγία του φασισμού είναι ανοιχτός. Το πολίτευμα το οποίον
ορέγονται να αποκτείνουν τα φασιστικά κτήνη έχει πρώτα τρωθεί από τους καθεστωτικούςτουθεράποντες – τον δικομματικό μονοκομματισμό, την άθλια προπαγάνδα μέσω των διαπλεκόμενων ΜΜΕ και τον επιδοτούμενο πολιτισμό. Αυτόν που επί «εκσυγχρονισμού» κυρίως εκμαύλιζε ουτιδανούς και τους παρουσίαζε στη συνέχεια ως τους καλλιτέχνες και τους διανοουμένους του έθνους – αν και οι ίδιοι σιχαίνονται τη λέξη. Και με το δίκιο τους. Διότι αυτοί οι μίσθαρνοι εξωμώτες, διανοούμενοιτουκράτους ήταν και είναι, όχι του λαού, ούτε του έθνους.
Αυτό που πρόκειται να κυβερνηθεί (η Ελλάδα) θα κυβερνηθεί εύκολα. Διότι δεν διαθέτει πλέον εργατικόδίκαιο παρά δουλικό. Για «ευέλικτους», «απασχολήσιμους», ενοικιαζόμενους μέσω ΜΚΟ, μια στρατιά ανέργων απ’ τους οποίους θα αλιεύονται ρουσφετολογικοί διορισμοί, εποχιακοί κι άλλοι δουλοπάροικοι της εργασίας. Της εργασίας-σκλαβιάς. Με τη ραχοκοκαλιά της Δημόσιας Διοίκησης σπασμένη και τους υπαλλήλους υποχείρια των (κομματικών)κρίσεων, λαμπρές μέρες δόξας περιμένουν τη διαφθορά και τη διαπλοκή.
Αλλά, αν η Ελλάδα έχει ήδη μεταβληθεί σε ΕιδικήΟικονομικήΖώνη με μεροκάματα Βουλγαρίας και Κίνας, ο δημόσιοςπλούτος (ό,τι απέμεινε) είναι μπάτεσκύλοιαλέστε και οι φυσικοίπόροι, με την άρση της Ασυλίας, πάνε για ξέφραγοαμπέλι.
Μεένανλόγο, η χώρα επί Σημίτη, Καραμανλή, Παπανδρέου και Σαμαρά συμμορφώθηκε και διαμορφώθηκε. Στο τωρινό (παρα)μόρφωμα.
Οληη παθολογία που δημιούργησε ο δικομματικός μονοκομματισμός της μεταπολίτευσης χρησιμοποιήθηκε απότονίδιον εναντίον του λαού και τον έβαλε στον γύψο. Οικονομικόν και πολιτικόν.
Ο φονιάς εκδίκασε τον φόνο που έκανε. Αστυνόμος ο φονιάς, δικαστής ο φονιάς, δήμιος ο φονιάς, παπάς ο φονιάς, γιατρός ο φονιάς.
Ομως. Για να φθάσουμε ως εδώ δύο προϋποθέσεις υπήρξαν εκ των ων ουκ άνευ: ναχάσειτηνυπερηφάνεια της η εργατική τάξη και τηνεθνικήτους αξιοπρέπεια οι λαοί.
Αμέσως μετά τον πόλεμο (σαν σήμερα η ναζιστική Γερμανία παραδιδόταν άνευ όρων στους Συμμάχους) η εργατική τάξη έδωσε τον τόνο των κοινωνικών εξελίξεων στην Ευρώπη όπως και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου. Ο Αγγλος σιδηροδρομικός ήταν υπερήφανος για τα τραίνα, ο Ιταλός βιοπαλαιστής ενέπνεε τους διανοουμένους και τους καλλιτέχνες, ο Έλληνας εργάτης άνοιγε τον δρόμο στα παιδιά του να σπουδάσουν, τα σωματεία των Βέλγων ανθρακωρύχων έκαναν παρελάσεις, το αγγλικό ΕΣΥ έδινε το παράδειγμα – ε, λοιπόν, οι «ήρωες της εργατικής τάξης» έπρεπε να συντριβούν.
«Τούβλα» αποκαλούσαν τους εργάτες οι πάσης φύσεως γκοσίστ του Μάη το 1968 – ο ΝτανιέλΚον–Μπεντίτ, ο ΓιόσκαΦίσερ, ο Μπαρόζο κι άλλοι οίτινες διακρίθηκαν αργότερα ως αστέρες του συστήματος. Η ιστορία απ’ το τέλος της δεκαετίας του ’70 με τη Θάτσερ και τον Ρήγκαν έως σήμερα είναι γνωστή.
«Δεν υπάρχει πια εργατική τάξη», έλεγαν οι «εκσυγχρονιστές» ήδη απ’ το ’90, εργαζόμενοι υπάρχουν (που μας μυρίζουν ανθρώπινο κρέας – αυτό δεν το έλεγαν). Λάιφ στάιλ υπήρχε και η κυρίαρχη ρητορική του νεοφιλελευθερισμού, όλες αυτές οι κοινοτοπίες περί ανταγωνισμού, ιδιωτικοποιήσεων, ελεύθερης αγοράς και άλλων που αναμασάμε ακόμα και σήμερα
παρ’ ότι έχουμε πέσει στον πάτοτουΚαιάδα.
Σήμερα η εργατική τάξη είναι πολυπληθέστερη παρά ποτέ. Κι πιο αδύναμη παρά ποτέ επίσης. Συχνά μάλιστα η πολιτική της παρουσία υποσημειώνει την κοινωνική της απουσία. Δείχνει να έχει υποκύψει -πλην το πολιτικοποιημένομέρος της- στο «σοκ και το δέος» που της έχουν επιβάλει με πολεμικό τρόπο εκείνοι που την εκμεταλλεύονται – εγχώριοι και ξένοι.
Αυτόόμωςίσωςκαιναείναι η αχίλλειος πτέρνα του νέου (φασίζοντος ήδη) ολοκληρωτισμού. Η απληστία του. Οσο δεν συναντά εμπόδια πιέζει τους εργαζόμενους κι άλλο. Προλεταριοποιεί μικροαστούς και μέρος απ’ τη μεσαία τάξη. Εξαθλιώνει τους ανθρώπους.
Ακόμακιόταν οι σμπίροι τους στα ΜΜΕ μιλούν για το ενδεχόμενο μιας εξέγερσης, να ενσωματώσουν την πιθανότητα προσπαθούν ου μην και να την εξορκίσουν. Ακόμα κι όταν καγχάζονας η Λαγκάρντ αποδίδει τη «στωικότητα»(!) των Ελλήνων στην «ανατολίτικη μοιρολατρία τους», το παιχνίδι του χυλού-και-όλοι-μέσα παίζει. Οσοκάτσει κι όσο κρατήσει αυτή η πολιτική, σου λέει. Διότι τα αρπακτικάδεν
φημίζονταιγιατουςσχεδιασμούςτους, ούτε τους πολιτικούς ούτε τους οικονομικούς. Ο,τι αρπάξουμε για πέντε–δέκα χρόνια και βλέπουμε, αυτός είναι ο τρόπος τους – αυτό είναι οι κρίσεις. Οι αλλεπάλληλες κρίσεις.
Από το 1830 έως σήμερα ο καπιταλισμός επιδεικνύει μιαμείζονακρίση κάθε δέκα, δεκαπέντε, είκοσι χρόνια. Και δεκάδεςπολέμους.
Ημόνησοφία που έχουν (αποκτήσει) οι αστοί είναι να διαχειρίζονται όσον πιο επικερδώς για τους ίδιους γίνεται τις καταστροφές που προκαλούν.
Καιμπροστά σ’ αυτήν τη σοφία χάσκουν με θαυμασμό μόνον οι σμπίροι τους. Οι εργαζόμενοι, εργάτες, επιστήμονες, αγρότες, αυτοαπασχολούμενοι, μικροεπιχειρηματίες – όλοι οι άνθρωποι της εργασίας, όχι! Αυτούς διαιρούν οι αστοί και κυβερνούν. Για αυτό εξόρισαν απ’ τις κοινωνίες τον λόγο, υποκαθιστώντας τον με τον παραλογισμότωνευφημισμών.
Γιααυτό έχουν αμολήσει τα τρωκτικά που ροκάνισαν την ταξική υπερηφάνεια και την εθνική αξιοπρέπεια των ανθρώπων. Για αυτό στη γλώσσα τους δεν υπάρχει πρόσωπο αλλά άτομο, δεν υπάρχει πολίτης αλλά ιδιώτης, ούτε λαός, αλλά πληθυσμός, ούτε έθνος, αλλά φαντασιακό – όλα αυτά δηλαδή που συνιστούν το υλικό απ’ το οποίο φτιάχνονται οι δούλοι.
Τώρα οι αστοί μεθάνε σε ένα γλέντι αλαζονείας – αίματος στην πραγματικότητα. Οσακατέκτησε η εργατική τάξη μέσα σε 100 χρόνια χάθηκαν – και μαζί τους χάθηκε και η ευεργετικήτουςεπίδραση σε όλην την κοινωνία. Δεν μένει παρά να
ξανακατακτηθούν. Πιο πλούσια και πιο ευεργετικά. Αυτός είναι ο νόμος της Ιστορίας, της α–λήθειας.
Μπορεί να γυρνάει, λίγο ή πολύ, πίσω η ανθρωπότητα, αλλά εν τέλει πάει μπροστά. Κάποια στιγμή με άλματα…