Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν πέθανε! Τέτοια ανθρώπινα μεγέθη μένουν όρθια και ανθοφορούν ακόμα και μετά τον θάνατό τους, γιατί οι ρίζες τους είναι πολυπλόκαμες και πλατιές.
Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΑΝΗΣ – ΠΗΓΗ: Realnews
Ο Σαββόπουλος δεν πέθανε! Υπάρχει παντού όπου υπάρχει ελληνική ψυχή, όπου υπάρχουν νέοι που διψούν για το «ζην επικινδύνως». Θα κρατηθούν απ’ όσους γράφουν τραγούδια, μουσική ή ποίηση. Θα κρατηθούν απ’ όσους ψάχνουν στον υπόκοσμο της γλώσσας, για να δημιουργήσουν γλώσσα όπως αυτός.
Ο Σαββόπουλος ζει και βασιλεύει! Η ζωή του στάθηκε τέτοια, που ανοίγεται όπως οι ρίζες στα μεγάλα πλατάνια και όπως οι φλέβες της νερομάνας ανάμεσα στον λαό μας. Με τον Σαββόπουλο λύεται και ξεσπά το δράμα της γενιάς του 1-1-4, που ήθελε 15% στην Παιδεία, ανεξάρτητη την Κύπρο και τήρηση του Συντάγματος που «επαφίεται στη φιλοτιμία των Ελλήνων» και όχι στις εκάστοτε κυβερνήσεις. Τόσο επίκαιρα!
Δεν φοβήθηκε την Αθήνα. Πήρε το Φορτηγό του και κατέβηκε στο πουθενά. Με μια κιθάρα που είχε πάρει μαζί του, άρχισε μια περιπλάνηση σαν του Ρεμπό. Στα 60 χρόνια της δημιουργίας του υπήρξε μια λυτρωτική παρουσία για τον αλύτρωτο ουσιαστικά λαό μας. Ο Διονύσης Σαββόπουλος είναι υπεύθυνος για την εικόνα που έχουμε σήμερα, του επαναστάτη-καλλιτέχνη, του ποιητή της εξέγερσης, αλλιώτικος από τον Θεοδωράκη. Δεν μιμήθηκε κανέναν και δεν πρόκειται να τον μιμηθεί κανείς, γιατί είναι αδύνατον. Για τον Σαββόπουλο υπήρξε ο μύθος του μπίτνικ, του σουρεαλιστή, του τσιρκολάν, του εν ενεργεία επαναστάτη έναντι όλων. Αυτά θα διατηρηθούν και μετά θάνατον. Είναι βέβαιο. Το είπε στον Αγιο Πέτρο και αυτός δεν έφερε καμία αντίρρηση. Ο Σαββόπουλος πίστευε πως κάθε ύπαρξη δικαιούται να ζήσει πολλές άλλες ζωές. Εφευρέτης της αρμονικής σύζευξης των ρυθμών της μουσικής με τους ρυθμούς της ποίησης. Ενας αληθινός θεός της εφηβείας, όπως έλεγε ο Μπρετόν. Ενας επηρμένος, ένας αλαζόνας γιαλαμπούκας, που διέθετε μια αριστοκρατική χροιά, κατά τι ανώτερη απ’ όλους σε αυτήν τη χώρα. Ηδη βλέπουμε ένα κλίμα ευλάβειας και γονυκλισίας των πάντων, αμέσως μόλις μαθεύτηκε το θλιβερό μαντάτο.
Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, στους Αχαρνής, του αναγνωρίζει νεοελληνικό ύφος σπάνιο. «Παντομίμος, με καλπάζοντα διονυσιασμό και οίστρο», γράφει για τον συνθέτη. Συμπορεύτηκα με τον Διονύση σχεδόν όλη μου τη ζωή. Εξι χρόνια ήμασταν στο ίδιο γυμνάσιο, το θρυλικό 5ο Αρρένων στη Θεσσαλονίκη. Τα πρώτα του τραγούδια, πριν βγουν στη δισκογραφία, τα ακούσαμε οι φοιτητές του Αριστοτελείου στη Ροτόντα, έναν πολιτιστικό σύλλογο όπου έβγαινε και το περιοδικό «Σπουδαστικός Κόσμος». Από τότε ξέρω πως πάντα του άρεσαν οι αντι-ήρωες. Ο Κοεμτζής στη Ρεζέρβα, ο Καραϊσκάκης στην ομώνυμη ωδή. Και τα κουρέλια του Διονύση Σαββόπουλου θα μείνουν άχραντα και θα τα ακούμε με δέος και συντριβή, όπως ακούμε τον εθνικό μας ύμνο. Ηταν ένας εθνικός συνθέτης. Ο Γεωργουσόπουλος επιμένει πως ο Σαββόπουλος, με ορθάνοιχτα τα μάτια, ανιχνεύει τον χώρο ενός θρησκευτικού αναρχισμού. Και τολμάει να συγκρίνει τον Διονύση Σαββόπουλο με τον Κώστα Βάρναλη. Συγκρίνει την αληθινή Απολογία του Σωκράτη με τους Αχαρνής. Την άποψη πως ο Σαββόπουλος είναι ποιητής την εξέφρασε σε μένα πρώτος ο Γιάννης Ρίτσος: «Ο καλύτερος νεοέλληνας ποιητής είναι ο Διονύσης Σαββόπουλος».
Ελάχιστοι θα θυμούνται ότι ο Κάρολος Κουν απέρριψε τη μουσική που έγραψε ο Σαββόπουλος για τους Αχαρνής. Ο Γεωργουσόπουλος δικαιώνει τον Διονύση, λέγοντας πως το όλο εγχείρημα ήταν μοναδικό. Οταν ο Νιόνιος έγραψε τη Ρεζέρβα, το σημαντικότερο τραγούδι που περιείχε ήταν το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο». Για τον διαβόητο Κοεμτζή. Ο Χατζιδάκις ήταν διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος και το τραγούδι παίχτηκε, προκαλώντας απίστευτες αντιδράσεις. Ο τότε υπουργός Τύπου της κυβερνήσεως Ράλλη, ο Τσαλδάρης, γνωστός ως «Νανάς», ζήτησε από τους ιθύνοντες του Τρίτου Προγράμματος να σταματήσουν να παίζουν το τραγούδι, λέγοντας: «Τι θα κάνουμε με τους αναρχικούς που κουβάλησε ο Χατζιδάκις;». Οταν ο Χατζιδάκις έμαθε τα διαδραματισθέντα, τον πήρε τηλέφωνο. Ο «Νανάς» εξιστόρησε τους λόγους για τους οποίους είχε ενοχληθεί η κυβέρνηση. Ο Μάνος του είπε στην αρχή «απαγορεύεται το απαγορεύεται»! Ομως, ο Τσαλδάρης συνέχισε τον εξάψαλμο. Ο Χατζιδάκις τον άκουγε υπομονετικά και κλείνοντας κάποια στιγμή το τηλέφωνο, του είπε: «Νανά, είσαι βλαξ»!
Το μόνο τραγούδι που δεν είναι δικό του, αλλά το μελοποίησε ο Σαββόπουλος, προέρχεται από το μακρονησιώτικο έντυπο «Σκαπανεύς»: Λίγοι και φτωχοί και ταπεινοί κι από μάνα σκλάβα γεννημένοι πώς άξαφνα θεόρατοι, τρανοί το ’χει τούτη η γης η στοιχειωμένη.
Ο Διονύσης ήταν του δόγματος: ένα καλό τραγούδι θέλει και αυτό τη μοναξιά του. Γι’ αυτό, μερικά πράγματα τα άφηνε στην μπάντα για αρκετό καιρό και μετά τα επανέφερε αλλιώτικα. Αυτή είναι μια σκέψη του Δ.Ν. Μαρωνίτη. Δεν υπάρχει παρόμοια περίπτωση στο ελληνικό τραγούδι, οι στίχοι να βγαίνουν μέσα από τη μουσική και η μουσική μέσα από τους στίχους.
Στη Σούμα, όπου είναι συγκεντρωμένα τα τραγούδια από το 1963 έως το 2003, ο πρεσβύτερος Σταμάτης Σκλήρης αναρωτήθηκε: «Είναι, λοιπόν, ο Σαββόπουλος η δική μας καταχωνιασμένη συνείδηση;». Τώρα, μπορώ να απαντήσω. Ναι, γιατί πάντα φρόντιζε ο Νιόνιος, όπου στεκόταν και όπου βρισκόταν, να χτυπάει καμπανάκια συναγερμού για τη χώρα.
Ο Σαββόπουλος έριχνε δίχτυα στη στεριά και με αυτά έπιανε ποιητές. Σαλονικιούς ποιητές: Αλέξη Ασλάνογλου, Νίκο-Γαβριήλ Πεντζίκη, Μανώλη Αναγνωστάκη, Γιώργο Θέμελη. Επιανε και έναν-δύο καθηγητές του στο 5ο Γυμνάσιο Αρρένων, που ήταν τρομερές προσωπικότητες. Το σχολείο αυτό ήταν ένας φάρος για τον Διονύση. Ως κτίσμα, είναι το ωραιότερο στην πόλη, κατά τη γνώμη μου. Εκεί σπουδάσαμε για έξι χρόνια. Αυτός Κλασικό, εγώ Θετικό. Το κτίριο αυτό λένε πως ήταν παλιά τουρκικό χαρέμι και είχε επτά αετώματα, πορσελάνινες σόμπες και, αν άπλωνες το χέρι σου, έπιανες τη θάλασσα.
Στο κτίριο αυτό, ο Ελευθέριος Βενιζέλος έστησε την επαναστατική του κυβέρνηση. Εξι χρόνια εκεί, λοιπόν, διαμορφώθηκε και μετά Παπαδιαμάντης, Ντίλαν, μυθολογία, Μαρξ, Σολωμός, Πολίτης, Μαρωνίτης, Πρεβέρ, Ρεμπό, Οσκαρ Βλάντισλαβ Ντε Λούμπιξ Μιλόζ (μέγας Λιθουανός ποιητής). Ξεσκόνισε τις Εποχές, την Επιθεώρηση Τέχνης και εμπνεύστηκε το ωραιότερό του τραγούδι, τη Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ. Αριστερός εκ πεποιθήσεως, αριστερός στο 1-1-4, στην πλατεία που ήταν γεμάτη με το νόημα που ’χει κάτι απ’ τις φωτιές […] κι εσύ έφεγγες στη μέση όλου του κόσμου, κι ήσουν, φως μου, κατακόκκινη νιφάδα, σε γιορτή που δεν ξανάδα στη ζωή μου τη σκυφτή».
Και μετά ξετυλίγεται το συναξάρι: Ελλάδα – Βαλκάνια – Ορθοδοξία – Βυζάντιο – Ποίηση – Θέατρο. Κορφολογώ από τις περίπου δέκα συνεντεύξεις που του έχω πάρει:
– Πρώτα-πρώτα, είναι τα τραγούδια που άκουγα στα ραδιόφωνα. Ξένα, ελαφρά, λαϊκά, δημοτικά, εκκλησία. Μετά, η μπάντα του Παπάφη, που περνούσε και μου σηκωνόταν η τρίχα. Και μετά ήρθε η λογοτεχνία, ο Τομ Σόγιερ, ο Ολιβερ Τουίστ, ο Ντίκενς. Στην εφηβεία άρχισα να το ψάχνω κάπως στην ποίηση: Καρυωτάκης, Παλαμάς, Φιλύρας, Λαπαθιώτης, Παπανικολάου. Αλλά ο καλύτερός μου είναι ο Ασλάνογλου και βέβαια ο Αλεξανδρινός (Καβάφης).
– Το ελάττωμα με τους χαρισματικούς τύπους και ηγέτες είναι ότι, όταν φεύγουν, όλα ξαναγυρνάνε στο ίδιο χάλι. Μήπως, λοιπόν, είναι καλύτερα να μην περιμένουμε τους χαρισματικούς, αλλά να ανασκουμπωθεί η μεσαία τάξη;
– Ο Κοεμτζής την είδε διανοούμενος. Ετσι γλίτωσε. Αφού έγινε κομμάτια 23 χρόνια στη φυλακή. Συνήθως τέτοιοι άνθρωποι, όταν βγουν από τη φυλακή, υποτροπιάζουν. Αυτός, όμως, στάθηκε υπόδειγμα. Ενας απλός ταπεινός άνθρωπος, πουλούσε το βιβλιαράκι του, γιατί την είχε δει συγγραφέας. Και αυτό το κάτι ανώτερο τον έσωσε.
– Στην ερώτησή μου «τι προβλέπει για το μέλλον του», όταν ο Χατζιδάκις είχε πει ότι θα κυριαρχήσει στο ελληνικό τραγούδι, μου είχε απαντήσει: «Αυτό θα γίνει μάλλον».
– Ναι, μπορεί να το πεις ότι ο Τσιτσάνης είναι ο μεγαλύτερος Ελληνας συνθέτης. Διότι είναι ο πρώτος που πέτυχε τέτοια ισορροπία Ανατολής και Δύσης. Αυτό δεν πέτυχαν οι Ελληνες πολιτικοί.
– Στην ερώτησή μου «Τι εννοείς όταν λες ότι και τη μαμά μου πείθει ο Χατζιδάκις;», απάντησε: «Κοίτα. Γιατί αποτυγχάνουν οι πολιτικοί μας; Γιατί κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού αποτυγχάνει στην Ελλάδα; Διότι απλούστατα συνδυάζεται μονίμως με απόρριψη της πολιτιστικής μας ταυτότητας. Ενώ ο μέγας Τσιτσάνης ανταποκρίνεται και δέχεται το πιάνο, τη δυτική αρμονία, την ευρωπαϊκή μουσική μόδα, τον ήχο του σινεμά, αλλά τα συνδυάζει συναρπαστικά με τον ήχο της εκκλησίας και με την παράδοση των αμανέδων, των δημοτικών μας τραγουδιών, την Ανατολή. Ηταν μουσικάρα ο άνθρωπος!».
– Ο Χατζιδάκις γεφυρώνει ελληνικές χιλιετίες με το σήμερα, με ένα τραγουδάκι. Το κάνει τόσο πειστικά, που ακόμη και η μαμά μου το λέει: Εχω ένα μυστικόόό….
– Δεν το χωράει ο νους μου πώς βρεθήκαμε σε αυτό το σημείο! Πώς καταντήσαμε έτσι οι Ελληνες, με τόση προσπάθεια που έκαναν ο Κουν, ο Κόντογλου, ο Χατζιδάκις, ο Τσαρούχης. Ασε τα τραγούδια που πήραν Οσκαρ και βραβεία. Δηλαδή, τίποτα δεν καταλαβαίνουν απ’ όλα αυτά οι πολιτικοί; Τίποτα; Δεν το χωράει το μυαλό μου!
– Δεν μου αρέσει πώς ντύνονται οι άνδρες στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι κυκλοφορούν σαν ρεμπεσκέδες. Οι Ελληνίδες κάνουν δίαιτα, χτενίζονται, προσέχουν τι φοράνε. Τις βλέπεις στον δρόμο και χαίρεσαι. Θα έπρεπε να τις ανακηρύξουμε εθνικές ευεργέτιδες γι’ αυτό!
– Επαψα να γράφω, γιατί μου κόπηκε τελείως η όρεξη. Τίποτε δεν με εκπλήσσει πια. Ολα μου φαίνονται ίδια. Δεν μπορώ να γράψω αν δεν νιώσω θαυμασμό, περιέργεια, αν δεν μείνω με το στόμα ανοιχτό. Γι’ αυτό απέλυσα τον συνθέτη μέσα μου, αφού τίποτα δεν θαυμάζει πια. Τώρα μου αρέσει να παίζω με τους συνεργάτες μου. Χαίρομαι τα live και πάνω απ’ όλα χαίρομαι να λέω ιστορίες στα εγγόνια μου.