Προκόπης Παυλόπουλος: Η Συνθήκη της Λωζάνης δεν είναι νομικώς δυνατό να αναθεωρηθεί

Προκόπης Παυλόπουλος

Σε ομιλία του, στην εκδήλωση την οποία οργάνωσε η Περιφέρεια Αττικής και η Εύξεινος Λέσχη Αθηνών για την Συνθήκη της Λωζάνης, με θέμα: «Παρατηρήσεις πάνω στα θεσμικά δεδομένα της Συνθήκης της Λωζάνης», ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ κ. Προκόπης Παυλόπουλος επισήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

Πρόλογος

Αποτελεί πλέον αδιαμφισβήτητη ιστορική αλήθεια το γεγονός ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος, με το κορυφαίο πολιτικό του ήθος και το εμβληματικό διεθνές κύρος του διαδραμάτισε καταλυτικό, κυριολεκτικώς, ρόλο ως προς την διατύπωση και την τελική σύναψη της Συνθήκης της Λωζάνης, συμμετέχοντας στην Συνδιάσκεψη της Λωζάνης μεταξύ 1922 και 1923. Επισημαίνεται -για πολλοστή φορά λόγω της απαράδεκτης διαχρονικής «αναθεωρητικής» τουρκικής τακτικής- πως η Συνθήκη της Λωζάνης ισχύει και θα ισχύει στο ακέραιο, δοθέντος ότι από την ίδια της την θεσμική φύση και υπόσταση δεν είναι δυνατό νομικώς να αναθεωρηθεί.

Α. Με «χαίνουσες» ακόμη τις Εθνικές μας πληγές από την Μικρασιατική Καταστροφή και την φρικτή Γενοκτονία του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας, η τριμελής ηγεσία της Επαναστατικής Επιτροπής -η οποία, στο μεταξύ, είχε αναλάβει τις τύχες του Τόπου υπό συνθήκες έκτακτης ανάγκης- που αποτελούσαν οι συνταγματάρχες Νικόλαος Πλαστήρας και Στυλιανός Γονατάς και ο υποπλοίαρχος Δημήτριος Φωκάς, απευθύνθηκε στον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος τότε βρισκόταν στο Παρίσι.  Βάζοντας, ως αυθεντικός πολιτικός Ταγός και πραγματικός Πατριώτης που «επιστρατεύεται» κάτω από εξαιρετικά κρίσιμες συνθήκες, στο περιθώριο την πικρή εμπειρία του εντελώς πρόσφατου παρελθόντος, ο θριαμβευτής της Συνθήκης των Σεβρών  της 10ης Αυγούστου 1920 και ουσιαστικός διαμορφωτής της, σύμφωνα με αυτήν, «Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε Θαλασσών» δέχθηκε, ανεπιφυλάκτως, να εκπληρώσει εκ νέου το Εθνικό Χρέος του για την «ανασύνταξη» της υπό κατάρρευση Πατρίδας.  Δίχως ψευδαισθήσεις, αλλά με τον υπερήφανο και ανεπιτήδευτο ρεαλισμό μεγάλου ηγέτη, ο Ελευθέριος Βενιζέλος προσήλθε επικεφαλής της Ελληνικής Αντιπροσωπείας στην Συνδιάσκεψη της Λωζάνης για να περισώσει ό,τι ήταν δυνατό από το υπό διάλυση, άλλοτε λαμπρό, «οικοδόμημα» της Συνθήκης των Σεβρών.

Β. Καθ’ όλη την διάρκεια της Συνδιάσκεψης της Λωζάνης, από την 1η Νοεμβρίου 1922 έως την 24η Ιουλίου 1923, ο Ελευθέριος Βενιζέλος «ξεδίπλωσε», με μεγάλη διεθνή απήχηση, το κύρος του, τις γνώσεις του και ιδίως τις εμπειρίες του για όλα τ’ «ανοικτά μέτωπα» της Ελλάδας.  Μ’ έμφαση στα ζητήματα των συνόρων μας, των Νησιών του Αιγαίου, της αποτελεσματικής προστασίας του Πατριαρχείου, της αντίκρουσης των περί πολεμικών αποζημιώσεων εξωπραγματικών τουρκικών αξιώσεων και του ολοκληρωμένου καθορισμού του νομικού καθεστώτος των Μειονοτήτων στην Ελλάδα και στην Τουρκία αντιστοίχως.   Καίτοι η επιτυχία του Ελευθερίου Βενιζέλου ήταν, υπό τις τραγικές περιστάσεις της εποχής, οφθαλμοφανής, ο ίδιος απέφυγε κάθε θριαμβολογία, με πλήρη επίγνωση ότι ο «γολγοθάς» δεν είχε τελειώσει για την Πατρίδα.  Ενδεικτικό είναι ότι αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, την 24η Ιουλίου 1923, μεταξύ της Ελλάδας, της Τουρκίας και των Συμμάχων, ο Ελευθέριος Βενιζέλος τηλεγράφησε στους Νικόλαο Πλαστήρα και Στυλιανό Γονατά: «Ευχαρίστως αγγέλω υμίν ότι σήμερον, μεταμεσημβρίαν, εις την μεγάλην αίθουσαν του Πανεπιστημίου Λωζάννης, υπεγράφη η Συνθήκη της Ειρήνης μετά πασών των σχετικών συμβάσεων, δηλώσεων και πρωτοκόλλων.  Η Συνθήκη αύτη, συναφθείσα μετά την Μικρασιατικήν Καταστροφήν, δεν σημαίνει, ατυχώς, Ελληνικόν θρίαμβον.  Αλλά η Επανάστασις δύναται να είναι υπερήφανος ότι αναδιοργανώσασα Εθνικόν Στρατόν έδωκε τα μέσα εις την Αντιπροσωπείαν της να επιτύχη την συνομολόγησιν εντίμου ειρήνης, ήτις επιτρέπει εις την Ελλάδα να επιστρέψη εις τα έργα ειρήνης και να αφοσιωθή εις το έργον της εσωτερικής περισυλλογής.»

Ι. Οι περί των Μειονοτήτων στην Ελλάδα και στην Τουρκία ρυθμίσεις των διατάξεων της Συνθήκης της Λωζάνης

Η περαιτέρω ανάλυση θα επικεντρωθεί, πρωτίστως, στο ζήτημα Μειονοτήτων εντός των ορίων της Ελλάδας και της Τουρκίας, σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάνης.  Και στο σημείο αυτό διευκρινίζεται, ευθύς εξ αρχής, ότι το σημαντικότερο επίτευγμα του Ελευθερίου Βενιζέλου ήταν εκείνες οι ρυθμίσεις της Συνθήκης της Λωζάνης, οι οποίες καθορίζουν ότι η μεν Μειονότητα στην Ελλάδα είναι Θρησκευτική, ήτοι Μουσουλμανική, ενώ η Μειονότητα στην Τουρκία είναι Εθνική, ήτοι Ελληνική.  Και με δεδομένο ότι, όπως η Ελλάδα -και όχι μόνο- έχει καταστήσει urbi et orbi σαφές, από την ίδια την νομική φύση της η Συνθήκη της Λωζάνης δεν καταργείται ούτε αναθεωρείται, περαιτέρω συνάγεται, με σαφήνεια, πως οι διατάξεις της ισχύουν και θα ισχύουν, στο ακέραιο, μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, άρα και έναντι της Τουρκίας.  Αυτή δε η διαρκής και αδιάλειπτη ισχύς της Συνθήκης της Λωζάνης επιτρέπει, ανά πάσα στιγμή, να κριθούν αλλά και να συγκριθούν, αντιστοίχως, η στάση της Ελλάδας καθώς και η στάση της Τουρκίας ως προς την εφαρμογή της, από την έναρξη της ισχύος της έως σήμερα.

Α. Η Σύμβαση της 30ής Ιανουαρίου 1923 περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών και οι έννομες συνέπειές της ως προς το ζήτημα των Μειονοτήτων

Της Συνθήκης της Λωζάνης προηγήθηκε, πάντοτε στο πλαίσιο της κατά τ’ ανωτέρω Συνδιάσκεψης της Λωζάνης, η Σύμβαση περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών -μετά του σχετικού Πρωτοκόλλου- η οποία υπογράφηκε, μεταξύ της Ελληνικής Κυβέρνησης και της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Τουρκίας, την 30ή Ιανουαρίου 1923.

1. Κρίσιμες, ως προς το ζήτημα των Μειονοτήτων στην Ελλάδα και στην Τουρκία, είναι οι διατάξεις της ως άνω Σύμβασης που εμπεριέχονται στα άρθρα:

2. Οι προμνημονευόμενες διατάξεις της Σύμβασης περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών αποτελούν, έκτοτε, αναπόσπαστο τμήμα της Συνθήκης της Λωζάνης, όπως προκύπτει από τις διατάξεις:

Β. Η γραμματική και τελεολογική ερμηνεία των διατάξεων της Σύμβασης της 30ής Ιανουαρίου 1923 περί ανταλλαγής Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών και της Συνθήκης της Λωζάνης, ως προς το ζήτημα των Μειονοτήτων

Από την γραμματική και τελεολογική ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 142 της Συνθήκης της Λωζάνης, οι οποίες καθιστούν αναπόσπαστο μέρος της και τις ρυθμίσεις των διατάξεων των προμνημονευόμενων άρθρων 2,3 και 5 της Σύμβασης περί ανταλλαγής Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών της 30ής Ιανουαρίου 1923, συνάγεται, και μάλιστα ανενδοιάστως, ότι:

Οι διατάξεις αυτές προέβλεψαν, μεταξύ άλλων, και την ανταλλαγή των Μειονοτήτων.

2. Εκ τούτων συνάγεται, επίσης ανενδοιάστως, και ότι:

α) Οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης συνιστούν αμιγώς «Θρησκευτική Μειονότητα» και είναι, κατά πάντα, Έλληνες ως προς την ιθαγένειά τους.  Επέκεινα:

β) Οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηπονήσων και των Περιχώρων, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Τουρκία προ της 30ής Οκτωβρίου 1918, είναι μέλη αμιγώς Εθνικής Μειονότητας.  Επέκεινα, το Κράτος της Τουρκίας:

ΙΙ. Η διαχρονική πορεία εφαρμογής της Συνθήκης της Λωζάνης, αναφορικά με τις περί Μειονοτήτων διατάξεις της, από την Ελλάδα

Η ανάλυση του όλου κανονιστικού πλαισίου των περί Μειονοτήτων διατάξεων της Συνθήκης της Λωζάνης, η οποία προηγήθηκε, επιτρέπει, με μεγάλη θεσμική αλλά και πολιτική ευχέρεια και ακρίβεια, την ως σήμερα αποτίμηση του κατά πόσον η Ελλάδα και η Τουρκία σεβάσθηκαν η μεν πρώτη τις υποχρεώσεις της έναντι της Θρησκευτικής Μειονότητας των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης, η δε δεύτερη τις υποχρεώσεις της έναντι της Εθνικής Μειονότητας των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηπονήσων και των Περιχώρων, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Τουρκία προ της 30ής Οκτωβρίου 1918.Ειδικότερα σε ό,τι αφορά την Μουσουλμανική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης -η οποία, ας σημειωθεί, περιλαμβάνει και Πομάκους, καθώς και Ρομά- η Ελλάδα έχει συμπεριφερθεί κατά τρόπο πλήρως σύμφωνο με την Συνθήκη της Λωζάνης αλλά και με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και το εν γένει Διεθνές Δίκαιο, ως προς τα κάθε είδους Δικαιώματα των Μειονοτήτων, θρησκευτικά ή μη.Τα όσα δε ισχυρίζεται περί του αντιθέτου η Τουρκία, όσον αφορά τα ζητήματα αφενός των Μουφτήδων και, αφετέρου, του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού, είναι παντελώς έωλα, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, και από τα εξής:

Α. Το καθεστώς του Μουφτή

Το νομικό καθεστώς του Μουφτή διέπεται πλέον από τις διατάξεις των άρθρων 137 επ. του ν. 4964/2022 (ΦΕΚ, Α΄, 30.7.2022), με τις οποίες επήλθε ουσιώδης εκσυγχρονισμός της οργάνωσης και λειτουργίας των Μουφτειών Θράκης.  Όπως συνέβαινε και κατά την προϊσχύσασα νομοθεσία, έτσι και κατά τις διατάξεις του άρθρου 143 παρ. 3 του ως άνω νόμου ο Μουφτής είναι δημόσιος υπάλληλος. Και μάλιστα δημόσιος υπάλληλος που κατέχει θέση προϊσταμένου γενικής διεύθυνσης.

1.  Ειδικότερα, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις του ν. 4964/2022, ο Μουφτής διορίζεται με προεδρικό διάταγμα, εκδιδόμενο ύστερα από πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (άρθρο 156).

2. Από το γράμμα και το πνεύμα των προμνημονευόμενων διατάξεων προκύπτει ότι μεταξύ των άλλων αρμοδιοτήτων του – κατά βάση θρησκευτικής φύσης- ο Μουφτής εξακολουθεί ν’ ασκεί, εντός της Ελληνικής Έννομης Τάξης, και δημόσιου δικαίου καθήκοντα. Και για την ακρίβεια καθήκοντα δικαιοδοτικής υφής – καθήκοντα «ιεροδίκη»- ανάλογα μ’ εκείνα των τακτικών δικαστηρίων.  Άρα, ως προς αυτά τα καθήκοντα ο Μουφτής είναι όργανο του Ελληνικού Κράτους, το οποίο ασκεί δημόσια εξουσία.

Β. Το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι

Η Ελλάδα ενεργεί, πάντοτε, σύμφωνα με το ισχύον Σύνταγμα, το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και το Διεθνές Δίκαιο και ως προς το ζήτημα της άσκησης του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι όσων μελών της Μουσουλμανικής Μειονότητας διεκδικούν, με προφανείς στοχεύσεις και δρώντας καταφανώς παρανόμως, την ίδρυση σωματείων στην βάση της λεγόμενης «συλλογικής τουρκικής εθνοτικής ταυτότητας».

1. Συγκεκριμένα δε, τα αρμόδια όργανα της Ελληνικής Πολιτείας αποφασίζουν με βασικό γνώμονα την Συνθήκη της Λωζάνης, πρωτίστως με βάση την προαναφερθείσα πρόβλεψή της ότι ειδικώς η Μουσουλμανική Μειονότητα της Ελληνικής Θράκης είναι αμιγώς Θρησκευτική Μειονότητα.  Επιπλέον, τα όργανα της Ελληνικής Πολιτείας λαμβάνουν υπόψη, ως άλλωστε οφείλουν, εν προκειμένω και όλες τις συνταγματικώς, αλλά και από πλευράς Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Δικαίου, καθιερωμένες ρυθμίσεις, ως προς τους όρους και τις προϋποθέσεις της εν γένει άσκησης του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι.  Γεγονός το οποίο, δυστυχώς, δεν θέλουν ν’ αποδεχθούν και να κατανοήσουν  ορισμένα μέλη της Μουσουλμανικής Μειονότητας που δεν μπορούν να κρύψουν τα πραγματικά τους κίνητρα.  Δοθέντος ότι συμπεριφέρονται ως εάν δεν γνωρίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των Ελλήνων Πολιτών εν γένει, όταν προσφεύγουν π.χ. ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με αντικείμενο την άσκηση ουσιαστικών δικαιωμάτων, όπως είναι και το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι.

2. Οι διατάξεις αυτές των άρθρων 29 και 30 του ν. 4491/2017 ικανοποιούν πλήρως και τις απαιτήσεις εκτέλεσης, στο ακέραιο, των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οι οποίες εκδόθηκαν μετά τις προσφυγές π.χ. του «Συλλόγου Μειονότητας Ν. Έβρου», του «Πολιτιστικού Συλλόγου Τούρκων Γυναικών Νομού Ροδόπης» και της «Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης», που αφορούσαν απορρίψεις των αρμόδιων Ελληνικών αρχών αναφορικά με την σύσταση αντίστοιχων σωματειακών ενώσεων.  Πρόκειται για τις αποφάσεις, κατά σειρά, ΕΔΔΑ, Bekir-Ousta κατά Ελλάδας, 11.10.2007, ΕΔΔΑ, Emin κ.ά. κατά Ελλάδας, 27.3.2008 και ΕΔΔΑ, Tourkiki Enosi Xanthis κ.ά. κατά Ελλάδας, 27.3.2008.  Υπό τα δεδομένα των διατάξεων των άρθρων 29 και 30 του ν. 4491/2017, οι προμνημονευόμενες ενώσεις αποκτούν, μετά την έκδοση των προαναφερόμενων αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το δικαίωμα κατάθεσης αίτησης ανάκλησης ή μεταρρύθμισης των προηγούμενων εις βάρος τους δικαστικών αποφάσεων, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις των διατάξεων της νέας παρ. 1 του άρθρου 758 του ν. 4491/2017.  Είναι φανερό, πάντα υπό το φως των προαναφερόμενων διατάξεων των άρθρων 29 και 30 του ν. 4491/2017, ότι το εν προκειμένω αρμόδιο δικαστήριο θα κρίνει τις αιτήσεις αυτές με βάση τις ακόλουθες νομοθετικές προβλέψεις:

α) Κατά πρώτο λόγο το δικαστήριο θα λάβει υπόψη του ότι οι κάθε είδους αρμόδιες Ελληνικές αρχές, κατά την εξέταση των αιτήσεων και για την σύσταση τέτοιων ενώσεων, νομιμοποιούνται αλλά και υποχρεούνται να ελέγξουν, φυσικά με ειδικώς αιτιολογημένη κρίση, αν και κατά πόσον οι αιτήσεις αυτές είναι σύμφωνες και με τις διατάξεις του εδ. α΄ της παρ. 2 του άρθρου 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κατά τις οποίες: «Η άσκησις των δικαιωμάτων τούτων δεν επιτρέπεται να υπαχθή εις ετέρους περιορισμούς πέραν των υπό του νόμου προβλεπομένων και αποτελούντων αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία, δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της τάξεως και πρόληψιν του εγκλήματος, την προστασίαν της υγείας και της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων».

β) Και κατά δεύτερο λόγο το δικαστήριο υποχρεούται, κατά τις διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 4491/2017, να κρίνει τις σχετικές αιτήσεις και υπό το φως των δεσμεύσεων, οι οποίες προκύπτουν από άλλες «Διεθνείς Συνθήκες», όπως είναι για την Ελληνική Θράκη κατ’ εξοχήν η Συνθήκη της Λωζάνης.

Επίλογος

Στην διαδρομή των 100 και πλέον χρόνων από την ενσωμάτωσή της στον Εθνικό μας Κορμό, η Ελληνική -και Ευρωπαϊκή πλέον- Θράκη εξελίσσεται ως το πεδίο εκείνο, όπου η Τουρκία κάνει, δυστυχώς αδιαλείπτως, πραγματική «επίδειξη» της περιφρόνησής της προς το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, αμφισβητώντας προκλητικώς την αλήθεια και εγείροντας, συνεχώς, νέα ζητήματα θεσμικώς και πολιτικώς αδιανόητων διεκδικήσεων.

Α. Ιδίως δε κατά την τρέχουσα περίοδο, η Ελληνική Θράκη υφίσταται, και αυτή, ορισμένες από τις συνέπειες των σχεδόν γραφικών -πλην όχι λιγότερο επικίνδυνων- «σουλτανικών» φαντασιώσεων του τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.  Ταυτοχρόνως όμως -και εν πολλοίς χάρη στο απαράμιλλο φρόνημα, με το οποίο όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια αντιμετώπισαν αποτελεσματικώς την τουρκική προκλητικότητα οι κάτοικοι της Ελληνικής Θράκης, και μάλιστα ανεξαρτήτως Θρησκεύματος- η περιοχή αυτή αναδεικνύεται και σε πεδίο Εθνικής έμπνευσης, σε ό,τι αφορά την υπεράσπιση των Εθνικών μας Θεμάτων και, επέκεινα, των Εθνικών μας Δικαίων έναντι των ιταμών προκλήσεων της Τουρκίας.  Βασική Εθνική Θέση μας είναι και το ότι η Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 -και όλες οι μεταγενέστερες, κάθε μορφής, εκτελεστικές της ρυθμίσεις- δεν επιδέχονται, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, αναθεώρηση ή τροποποίηση.  Άρα, το σύνολο των ρυθμίσεων της Συνθήκης της Λωζάνης αποτελούν -και θ’ αποτελούν και στο μέλλον- το συμπαγές θεσμικό και πολιτικό θεμέλιο των σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, τόσον ως προς τα μεταξύ τους σύνορα όσο και ως προς όλα τα επιμέρους ζητήματα, τα οποία εμπίπτουν στο κανονιστικό τους πλαίσιο.  Εφόσον δε καταστεί αναγκαίο, η Τουρκία θα πάρει την δέουσα απάντηση όχι μόνο στα Διεθνή και Ευρωπαϊκά Fora, αλλά και «επί του πεδίου».  Οι Ένοπλες Δυνάμεις μας το αποδεικνύουν καθημερινά.

Β. Όμως, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Διεθνής Κοινότητα δεν επιτρέπεται να παραμένουν απαθείς μπροστά σε αυτή την επίδειξη προκλητικότητας από την πλευρά της Τουρκίας και στην Ελληνική Θράκη.  Άλλωστε, η προκλητικότητα αυτή δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, δοθέντος ότι προσβάλλει ευθέως τόσο το Ευρωπαϊκό όσο και το Διεθνές Δίκαιο.  Κατ’ εξοχήν δε η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει χρέος ν’ αντιληφθεί, ότι η κατά τ’ ανωτέρω ωμή παραβίαση της Συνθήκης της Λωζάνης -και του Διεθνούς Δικαίου εν γένει- αφορά Έλληνες αλλά και, ταυτοχρόνως, Ευρωπαίους Πολίτες.  Αν σε αυτά προστεθεί και το ότι η Τουρκία κατέχει, επί 50 σχεδόν χρόνια, το ένα τρίτο του εδάφους της Μαρτυρικής Κύπρου -ήτοι του εδάφους πλήρους Κράτους-Μέλους της Διεθνούς Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης- επίσης κατά προκλητική παράβαση κάθε έννοιας του Διεθνούς Δικαίου, γίνεται αυτονοήτως αντιληπτό γιατί ιδίως η Ευρωπαϊκή Ένωση, αφήνοντας την παθητική ως τώρα στάση της,  πρέπει να προχωρήσει αμέσως στην επιβολή αυστηρών κυρώσεων εναντίον της Τουρκίας.  Μάλιστα δε επειδή, εν ονόματι της πεμπτουσίας της Διεθνούς Νομιμότητας,  δεν νοείται επιλεκτική εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου, όπως -ορθώς και δικαίως- επιβάλλονται αυστηρές κυρώσεις στην Ρωσία για την εξίσου βάρβαρη εισβολή της στην Ουκρανία, το αυτό πρέπει να συμβεί με την Τουρκία για την συνολική, κατά τ’ ανωτέρω, προκλητική συμπεριφορά της εις βάρος όχι μόνο της Ελλάδας και της Κύπρου αλλά, κατ’ αποτέλεσμα, και εις βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και της Διεθνούς Κοινότητας».

Exit mobile version