Το μεγάλο σκάνδαλο γύρω από τον Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ συνεχίζει να μεγαλώνει με τρομακτικές διαστάσεις, καθώς 65 γυναίκες έχουν καταθέσει νέες μαρτυρίες στο BBC, κατηγορώντας τον για μια σειρά σεξουαλικών επιθέσεων που ξεκινούν από το 1977. Οι ιστορίες αυτές, που έγιναν γνωστές μετά την προβολή του ντοκιμαντέρ «Al Fayed: Predator at Harrods» και του αντίστοιχου podcast, αποκαλύπτουν μια συστηματική και εκτεταμένη πρακτική κακοποίησης από τον άλλοτε ισχυρό επιχειρηματία της Βρετανίας.
Οι νέες μαρτυρίες έφεραν στο φως μια ακόμη πιο σκοτεινή και πολυσχιδή πλευρά των ενεργειών του Αλ Φαγέντ. Ενώ αρχικά οι περισσότερες καταγγελίες αφορούσαν το προσωπικό των Harrods, οι τελευταίες εξελίξεις δείχνουν ότι οι τακτικές κακοποίησης που χρησιμοποιούσε εκτείνονταν πέρα από τις επιχειρήσεις του, σε γυναίκες που δεν είχαν καμία σχέση με τις επιχειρήσεις του. Οι γυναίκες αυτές περιγράφουν πώς ο Αλ Φαγέντ τις εντόπισε, είτε μέσω τρίτων είτε τυχαία, και στη συνέχεια τις κακοποίησε.
«Ήμουν μόλις 21 ετών, εργαζόμουν σε ένα ανθοπωλείο στο Λονδίνο όταν μια μέρα με εντόπισε ένας άνδρας από την ομάδα του Αλ Φαγέντ», λέει μια από τις γυναίκες που επικοινώνησαν με το BBC. «Με κάλεσαν σε συνέντευξη για δουλειά στο Παρίσι, στο Ritz, όπου βιάστηκα από τον ίδιο τον Αλ Φαγέντ. Ήταν ένα εφιαλτικό σκηνικό, κάτι που δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα συνέβαινε».
Μια πρώην μακιγιέζ του BBC δήλωσε επίσης ότι δέχτηκε σεξουαλική επίθεση από τον Αλ Φαγέντ, όταν εργαζόταν σε ένα επεισόδιο του «Clothes Show» το 1989, στο οποίο ο δισεκατομμυριούχος έδινε συνέντευξη στη Villa Windsor, το σπίτι του στο Παρίσι.
Από τις 65 γυναίκες που μίλησαν στο BBC, 37 δήλωσαν ότι είχαν εργαστεί στα Harrods, ενώ άλλες κατέθεσαν ότι δέχθηκαν παρενόχληση ή κακοποίηση σε διάφορες κατοικίες του Αλ Φαγέντ.
«Ήμουν σαν φυλακισμένη»
Πολλές από τις γυναίκες που κατήγγειλαν τον ισχυρό επιχειρηματία αναφέρουν ότι προσλήφθηκαν με ψευδείς προφάσεις σε θέσεις εργασίας που δεν υπήρχαν στην πραγματικότητα. Μία τέτοια περίπτωση είναι η Μάργκοτ, η οποία ανταποκρίθηκε σε αγγελία εργασίας που ζητούσε νταντά για το σπίτι του Αλ Φαγέντ στο Οξτέντ.
«Αρχικά μου ζήτησαν να απαντήσω σε ασυνήθιστες ερωτήσεις, όπως αν είχα αγόρι ή αν είχα σχέση», θυμάται η Μάργκοτ. «Ήταν προφανές ότι ο Αλ Φαγέντ δεν χρειαζόταν νταντά για τα παιδιά του. Με προσέλαβε καθαρά για άλλους σκοπούς».
Η Μάργκοτ αναφέρει ότι την οδήγησαν σε ένα μικρό, αμυδρά φωτισμένο δωμάτιο, το οποίο είχε ένα μονό κρεβάτι, ένα γραφείο και ένα εσωτερικό τηλέφωνο, και σύντομα έμαθε να ζει με τον φόβο να χτυπήσει το τηλέφωνο. Καθώς την καλούσε ο Αλ Φαγέντ, περίμενε να δει τα παιδιά του αλλά τον έβρισκε μόνο του. Τότε, λέει η Μάργκοτ, άρχισαν οι επανειλημμένες σεξουαλικές επιθέσεις.
Η Μάργκοτ βίωσε συστηματική σεξουαλική κακοποίηση για πέντε ημέρες στο Barrow Green Court, και κατέληξε να αισθάνεται παγιδευμένη στην έπαυλη.
«Όταν επιχείρησα να φύγω, με απέκλεισε. Οι πύλες ήταν κλειστές, και ήξερα ότι δεν μπορούσα να βγω χωρίς την άδειά του. Ήμουν σαν φυλακισμένη», δηλώνει η ίδια.
«Πίστευα ότι κανείς δεν θα με πιστέψει»
Μία από τις πιο ανησυχητικές περιπτώσεις είναι αυτή της Σινά, η οποία ήταν 25 ετών όταν δέχτηκε σεξουαλική επίθεση από τον Αλ Φαγέντ το 1977 -οκτώ χρόνια πριν από την αγορά του Harrods-, ενώ εργαζόταν σε τράπεζα στο Ντουμπάι. Η Σίνα περιγράφει πώς ο Αλ Φαγέντ την ακολουθούσε συνεχώς και την απειλούσε, φτάνοντας στο σημείο να παρενοχλεί την ίδια και τον κοινωνικό της κύκλο.
«Με παρακολουθούσε παντού. Ήταν συνεχώς στη δουλειά μου, στο σούπερ μάρκετ, ακόμα και σε κοινωνικές μου υποχρεώσεις. Μου έλεγε: “Σου είπα ότι θα το μετανιώσεις”», δηλώνει η Σίνα, η οποία για χρόνια φοβόταν να μιλήσει δημόσια για το περιστατικό.
«Κάθε φορά που τον έβλεπα, πίστευα ότι κανείς δεν θα με πιστέψει».
Η Σίνα επιβεβαιώνει ότι ο Αλ Φαγέντ την παρενοχλούσε για αρκετούς μήνες, μέχρι που έφυγε από το Ντουμπάι. Η ίδια δηλώνει ότι έζησε με τον τρόμο για πολλά χρόνια, ενώ μόλις το 2015 εξομολογήθηκε τα γεγονότα στον σύζυγό της, λίγο πριν αυτός πεθάνει.
«Να ακουστεί η αλήθεια μας»
Από τη στιγμή που προβλήθηκε το ντοκιμαντέρ για τον Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ, περισσότερες από 200 περιπτώσεις έχουν κατατεθεί κατά των Harrods για να επιλύσουν οι γυναίκες νομικές διαφορές με την επιχείρηση. Τα Harrods έχουν ανακοινώσει ότι βρίσκονται σε διαδικασία διακανονισμού, αλλά δεν έχουν δημοσιοποιήσει λεπτομέρειες για τις μεμονωμένες υποθέσεις.
Οι γυναίκες ζητούν τώρα δικαιοσύνη, με ορισμένες να ετοιμάζονται να κινηθούν νομικά, ενώ άλλες ήδη έχουν λάβει αποζημιώσεις για τα τραύματά τους.
Παρά το γεγονός ότι ο Αλ Φαγέντ πέθανε το 2023, η πίεση για απόδοση δικαιοσύνης συνεχίζεται. Πολλές από τις γυναίκες που μίλησαν στο BBC εκφράζουν την απογοήτευσή τους που δεν κατάφεραν να αποκαλύψουν την αλήθεια όσο ήταν ακόμη ζωντανός. Παρόλο που ο θάνατός του κλείνει την πόρτα για την άμεση δίωξή του, οι γυναίκες αυτές ελπίζουν ότι η φωνή τους θα ακουστεί και ότι οι πράξεις του Αλ Φαγέντ θα αναγνωριστούν δημόσια.
«Μπορεί να πέθανε, αλλά οι πράξεις του μας καταδιώκουν μέχρι σήμερα», δηλώνει μία από τις καταγγέλλουσες. «Αυτό που θέλουμε είναι να ακουστεί η αλήθεια μας και να δοθεί ένα τέλος στη σιωπή που περιέβαλε για χρόνια τις πράξεις του».
Η αποκάλυψη αυτών των κατηγοριών έχει προκαλέσει σοκ στο κοινό, καθώς ο Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ υπήρξε για χρόνια ένας από τους πιο ισχυρούς επιχειρηματίες της Βρετανίας, συνδέοντας το όνομά του με μεγάλες επιχειρήσεις, όπως τα Harrods και το Ritz στο Παρίσι.
Ωστόσο, οι μαρτυρίες δείχνουν μια διαφορετική εικόνα του ανθρώπου αυτού, σκιαγραφώντας έναν δισεκατομμυριούχο που χρησιμοποίησε την εξουσία και τον πλούτο του για να εκμεταλλευτεί γυναίκες επί δεκαετίες.