Οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν ολόκληρο οικισμό, σε μεσαιωνικό φρούριο το οποίο είχαν ήδη ερευνήσει και τα νέα ευρήματα που έφεραν στο φως φωτίζουν ακόμα περισσότερο τον τρόπο που ήταν οργανωμένη κοινωνικά και οικονομικά η ζωή εκείνη την εποχή.
Από τον Μάιο του 2024, η κρατική αρχαιολογική υπηρεσία για τη διατήρηση των μνημείων (LDA) του γερμανικού κρατιδίου Σάτσχεν-Άνχαλ στη Γερμανία, διεξήγαγε αρχαιολογικές ανασκαφές στο κέντρο διανομής Hermes Fulfilment GmbH στο Haldensleben. Το έργο διεξάγεται σε συνεργασία με την εταιρεία Hermes Fulfilment, ενώ τα ευρήματα προσφέρουν ανεκτίμητες πληροφορίες για το παρελθόν της περιοχής και φέρνουν στο φως τα ίχνη οικισμών που χρονολογούνται από την Εποχή του Χαλκού μέχρι τον Μεσαίωνα.
Σε μία περιοχή που έχει ήδη υποβληθεί σε εκτενή μελέτη το 2010 και το 2011, κατόπιν της ανακάλυψης του μεσαιωνικού φρουρίου, βρέθηκε ακόμα ένας οικισμός. Οι ανασκαφές που διεξάγονται, καλύπτουν μία περιοχή που αποτελείται από αναβαθμίδες άμμου και χαλικιού, οι οποίες εκτείνονται προς την κοιλάδα του ποταμού.
Η έκταση, σε στρατηγικό σημείο κοντά στον ποταμό, αποδείχθηκε ιδανική τοποθεσία για την ανθρώπινη δραστηριότητα και τη διαβίωση ανθρώπων. Αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν ότι το σημείο κατοικήθηκε από πολύ νωρίς, ειδικά κατά τη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού, περίπου μεταξύ του 2.200 και του 750 π.Χ.
Ανάμεσα στις σημαντικότερες ανακαλύψεις της συγκεκριμένης περιόδου, συγκαταλέγονται διάφορα αντικείμενα, όπως κεραμικά θραύσματα και οστά ζώων, τα οποία συντελούν στην κατανόηση των διατροφικών συνηθειών και των καταναλωτικών πρακτικών της περιόδου.
Ανακαλύφθηκε επίσης ένα πηγάδι, το περιείχε ένα άθικτο αγγείο που εικάζεται ότι είχε πέσει κατά λάθος. Ωστόσο, ένα από τα πιο εξαιρετικά ευρήματα της περιόδου, είναι μία καρφίτσα με δακτυλιοειδή κεφαλή, η οποία ανάγεται στον πολιτισμό Ούντζετιτς. Πρόκειται για ένα χάλκινο αντικείμενο που αποδεικνύει την δεξιοτεχνία στην μεταλλουργική επεξεργασία, την οποία κατείχαν οι πρώιμοι κάτοικοι της περιοχής.
Προηγμένες τεχνικές παραγωγής της εποχής
Η Εποχή του Χαλκού, η οποία χρονολογείται περίπου από το 750 π.Χ. μέχρι τις αρχές της Χριστιανικής Περιόδου, άφησε επίσης του αποτύπωμά του στην περιοχή.
Τη συγκεκριμένη περίοδο, η δραστηριότητα της περιοχής φαίνεται πως ήταν έντονη, ενώ οι αρχαιολόγοι έχουν ανακαλύψει διάφορα ευρήματα, μεταξύ των οποίων, ένας κλίβανος από ασβεστόλιθο, ο οποίος ξεχωρίζει για τη σημασία του, καθώς αποδεικνύει προηγμένες πρακτικές παραγωγής υλικών και ίσως, κατασκευής τους.
Η αναβαθμίδα κατά μήκος του ποταμού Ohre, παρέμεινε ένα σημείο μεγάλης σπουδαιότητας κατά την πρώιμη και κεντρική περίοδο του μεσαίωνα, ειδικά τον 9ο και 10ο αιώνα, ακόμη και πριν από την κατασκευή του φρουρίου, το οποίο ήρθε στο φως κατά τις ανασκαφές του 2010 και του 2011, ενώ ανάγεται στο δεύτερο μισό του 11ου αιώνα.
Ευρήματα δραστήριας και οργανωμένης κοινωνία
Οι ανασκαφές έχουν αποκαλύψει 12 υπόγεια κτίρια και πολλούς στύλους από δομές που βρίσκονταν πάνω από το έδαφος. Τα στοιχεία αυτά, υποδηλώνουν μία ενεργή και οργανωμένη κοινότητα που αξιοποιούσε τη γη, πολύ πριν από την ανέγερση του φρουρίου.
Κατά την εξάπλωση αυτή, ανεγέρθηκαν πολλά κτίρια, ορισμένα με μοναδικά και σημαντικά χαρακτηριστικά. Κατά τον 11ο και τον 12ο αιώνα, η κοινότητα επεκτάθηκε και προς τον νότο, διασχίζοντας μία μεγάλη τάφρο, η οποία ίσως είχε ανασκαφεί για την αποστράγγιση υπόγειων υδάτων.
Ο οικισμός φαίνεται πως ήταν άμεσα συνδεδεμένος με το φρούριο, καθώς ο πληθυσμός του αναπτύχθηκε γύρω από αυτή την ισχυρή, αμυντική δομή.
Οι αργαλειοί και τα σφοντύλια
Μία από τις πιο εντυπωσιακές ανακαλύψεις, ήταν μία μεγάλη, υπόγεια δομή όπου βρέθηκαν υπολείμματα από αργαλειούς και πολλά αντικείμενα ύφανσης, όπως βάρη για τον αργαλειό και σφοντύλια.
Το κτίριο φαίνεται ότι ήταν ένα κέντρο υφαντικής παραγωγής, χαρακτηριστικό γνώρισμα των οικισμών που περιβάλαν τα φρούρια των ηγεμόνων της εποχής. Μεταξύ των κτιρίων που βρέθηκαν πάνω από το έδαφος, ξεχωρίζουν ορισμένα τα οποία είχαν προηγμένα συστήματα θέρμανσης. Αρχαιολόγοι έχουν βρει υπολείμματα περίτεχνων εστιών από πέτρα, οι οποίες, χάρη στον σχεδιασμό τους, ζέσταιναν ολόκληρη την οικία χωρίς να βγάζουν καπνό.
Μία δομή είχε πέτρινο κελάρι, διακριτό χαρακτηριστικό που μπορεί να αξιοποιείτο για αποθήκευση ή για τη διασφάλιση του χώρου της διαβίωσης. Οι ανασκαφές από το 2010 και το 2011, καθώς και γραπτές μαρτυρίες αναφέρουν το όνομα “Niendorp”, μεσαιωνικό όνομα της εποχής, να καταγράφεται για πρώτη φορά στις αρχές του 11ου αιώνα.
Το φρούριο, χτισμένο μεταξύ του 1076 και του 1078, πιθανόν να εγέρθηκε από την κόμισσα Γερτρούδη του Haldensleben, ως απόκριση στης εντάσεις της εξέγερσης των Σαξόνων έναντι της μοναρχίας του Οίκου των Σαλίων.
Το 1167, το φρούριο πέρασε στον εγγονό της Γερτρούδης, Ερρίκο Λέων, ενώ καταστράφηκε από τον αρχιεπίσκοπο Βίχμαν φον Σίμπουργκ. Μετά την καταστροφή του κτιρίου, ο αρχιεπίσκοπος ίδρυσε μία οχυρωμένη πόλη που περιλάμβανε μία περιοχή σχεδόν 350.000 m2 , στην οποία ενσωματώθηκε τόσο η οχύρωση, όσο και ο παρακείμενος οικισμός.
Με την πάροδο του χρόνου ωστόσο, ο πυρήνας του οικισμού μετατοπίστηκε προς τα νοτιοανατολικά, ενώ η περιοχή άρχισε σταδιακά να παρακμάζει, οδηγούμενη τελικά στην εγκατάλειψη, μεταξύ του 13ου και του 14ου αιώνα.
Οι πρόσφατες ανακαλύψεις ωστόσο, μαρτυρούν ότι, ακόμη και μετά την αρχική καταστροφή της, η περιοχή συνέχισε να αξιοποιείται, έως την οριστική παρακμή της πόλης που ίδρυσε ο αρχιεπίσκοπος Wichmann.