Εξ όσων γνωρίζω, μόνον το τουρκικό Σύνταγμα προβλέπει, διατάσσει και αναγκάζει τους Τούρκους πολίτες (εν προκειμένω υπηκόους) να αγαπούν την Τουρκία και να δηλώνουν υπερήφανοι που είναι Τούρκοι.
Το δικό μας Σύνταγμα καθώς κι άλλα Συντάγματα των χωρών που κατοικούν εντεύθεν του 19ου αιώνα, πάλι εξ όσων γνωρίζω, αφήνουν τα θέματα αυτά στην ελεύθερηβούληση των πολιτών και στην τήρησητωννόμων.
Μεένανλόγο εις ό,τι αφορά εμάς τους Γραικούς, Ρωμιούς, ου μην και Ελληνες καλούμενους, το Σύνταγμά μας επαφίεται εις όσα αφορούν την τήρησή του στο φιλότιμόμας, στο
φιλότιμοτουλαού. Στην αυτογνωσία του. Ο οποίος λαός, ως γνωστόν, όταν συν–ίσταται (εξ ου και Σύνταγμα) οργανωμένοςπολιτικώς, παύει να αποτελεί μάζα ή όχλο και συγκροτεί δήμο με την αρχαία έννοια της λέξης, δηλαδή πολιτικόσώμαπολιτών που προαιρείταιτοίδιοτοπολίτευμάτου (εξ ου και δημο–κρατία), ορίζοντας, επίσηςτοίδιο, με νόμους
τοντρόποτουσυνανήκειν (σε κράτος), του συνυπάρχειν (σε κοινωνία) καθώς και τον τρόπο του αυτεξούσιουτουέθνους, της αυθεντίαςτουλαού και της ασυλίαςτηςπατρίδας. Αυτά που λέμε λαϊκή κυριαρχία και εθνική ανεξαρτησία.
Συνεπώς είναι δικαίωμα του κάθε Ελληναπολίτη να αγαπά ή ναμηναγαπά την πατρίδα του, αλλά δεν δικαίωμά του να την προδίδει.
Επίσηςείναιδικαίωμα του κάθε Ελληναπολίτη να αγαπά ή να μισεί ή να μημισεί τους άλλους και τις πατρίδες τους, αλλά δεν είναι δικαίωμά του να θέτει σε κίνδυνο με τη στάσητου (και τις πράξειςτου) το κοινόκαιδημόσιοσυμφέρον, έτσι όπως κάθε φορά
τοπροσδιορίζει με την ψήφοτου ο ελληνικός λαός.
Στοπλαίσιο λοιπόν των αστικών ελευθεριών του τρέχοντος πολιτεύματος, κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα να είναι πατριώτης ή άπατρις, εθνικιστής, κοσμοπολίτης, κομμουνιστής, σοσιαλιστής, δημοκράτης, βασιλόφρων, διεθνιστής, αναρχικός, ιδιώτης, θρησκευόμενος και ό,τιάλλο
η παιδεία του, η ιδεολογίατου, η αγωγήτου, οι αρχέςτου ή οιεπιλογέςτου του υπαγορεύουν. Αλλά
ανέχει ο καθένας το δικαίωμα να είναι ό,τι θέλει ή δηλώνει (κοινώς να αυτοπροσδιορίζεται), δεν έχει το δικαίωμα να υποτάσσει στην επιλογή του τους άλλους (αυτό θα ήταν φασισμός), παρά να διαλέγεται και να μάχεται πολιτικώς υπέρ των θέσεών του, εν σχέσει με τις θέσεις των άλλων (αυτό είναι η δημοκρατία), με το αποτέλεσμα αυτής της διαμάχης (γνωστής κι ως ταξικήςπάλης) να προσδιορίζει τον ταξικόσυσχετισμό της δημοκρατίας,
με το κέντρο βάρους της να μετατοπίζεται, αναλόγως των πολιτικώνδυνάμεων που εκφράζουν την ταξική πάλη, από το ολιγαρχικό στο φιλολαϊκό ή το αντίστροφο – και
πάντααναλόγωςτωνεπιλογώντουλαού. Τώρα οι όροι και οι συνθήκες κάτω απ’ τις οποίες κάνει τις επιλογές του ο λαός είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία – όχι της παρούσης.
Οπως είναι και μια άλλη μεγάλη ιστορία, επίσης όχι της παρούσης, οι παράγοντες που μάρνανται ή συγκλίνουν στη διαμόρφωση του κάθε πολίτη, αγωγή, εκπαίδευση, περιβάλλον, είτε μέσα από θεσμούς, όπως η οικογένεια ή το σχολείο, είτε όχι.
Τατελευταίαχρόνια μέσα από μεικτούςγάμους Ελλήνων με αλλογενείς ή γάμουςαλλοδαπών μεταξύ τους, που έχουν μεταναστεύσει, ζουν, εργάζονται και προκόβουν (ή δεν τα καταφέρνουν) στον τόπο μας, έχουν γεννηθείπολλάπαιδιά.
Αυτάταπαιδιά πηγαίνουν στα ελληνικά σχολεία, μετέχουν της «ελληνικής παιδείας» (όπως κι αν την έχουμε καταντήσει), είναι δηλαδή κι αυτά Ελληνάκια, αλλά Β’ Εθνικής. Διότι δεν απολαμβάνουν της ελληνικήςιθαγένειας.
Γιατί
Ολοι συμφωνούμε (εκτός απ’ τους φασίστες οποιασδήποτε μορφής, εθνικιστή, ρατσιστή, μισάνθρωπου ή αμαθούς) ότι το θέμα του έθνους (και συνεπώς της εθνικής ταυτότητας) δεν βασίζεται σε πρωτόγονες έννοιες όπως του αίματος, ούτε καν αρχαϊκές όπως της φυλής, αλλά στον εκάστοτε πολιτικό προσδιορισμό του συνανήκειν.
(Στο σημείο αυτό να σημειώσω ότι κάθε προσπάθεια να αντιμετωπίσει κανείς τον ατταβισμό των φασιστών για το αίμα ή τον μύθο είναι εφάμιλλη με την προσπάθεια να αντιμετωπίσει κανείς την ευήθεια.)
Τα παιδιά λοιπόν που γεννιούνται στην Ελλάδα από γονείς μετανάστες ή γάμους μεικτούς, που μαθαίνουν τα ελληνικά γράμματα, που αύριο (ή ήδη από σήμερα βγαίνουν και) θα βγουν στην παραγωγή, τα παιδιά αυτά που ως Ελληνες θα βοηθούσαν στην αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματοςτης χώρας, έχουν κάθε δικαίωμα, όπως κάθε άλλο Ελληνόπουλο, να αγαπούν ή να μην αγαπούν, ακόμα και να μισούν την Ελλάδα. Εχουν κάθε δικαίωμα, όπως κάθε άλλο Ελληνόπουλο, να γίνουν πατριώτες, δεξιοί, αριστεροί, απάτριδες ή κοσμοπολίτες. Χριστιανοί, μουσουλμάνοι, άθεοι ή χιλιαστές.
Εν τούτοις έρχεται το Συμβούλιο της Επικρατείας και προκειμένου να δοθεί η ιθαγένεια σε αυτά τα παιδιά, τα καλεί να αποδείξουν τους δεσμούς τους με τη μητέρα πατρίδα!
Παράξενο!
Η πατρίδα δεν σε αγαπάει, αν την αγαπάς. Οφείλει να σε αγαπάει. Ούτε μπορείς να ζητάς απ’ τα παιδιά που γεννιούνται εδώ να αποδείξουν τους δεσμούς τους μαζί της, όταν δεν το ζητάς από όλα τα παιδιά. Για παράδειγμα, ουδείς ζήτησε απ’ τους σεβαστούς δικαστές όταν ήταν παιδιά να αποδείξουν οποιαδήποτε ψυχική ή άλλη σχέση με ο,τιδήποτε.
Ποιο είναι το κριτήριο των δεσμών με την πατρίδα για ένα παιδί, πριν καν δώσει τον «όρκο του πολίτη»;
Και εις ποίαν αγωγή ελευθερίας το εκπαιδεύει η πολιτεία, όταν του ζητά οποιουδήποτε τύπου δήλωση (έστω «ψυχικού δεσμού»), ενώ τη θεωρεί αυτονόητη για τα άλλα παιδιά, χωρίς να τα εξευτελίζει ζητώντας τους να περάσουν κάτω απ’ τα Καυδιανά Δίκρανα μιας προσδιορισμένης απροσδιοριστίας.
Τι πάει να πει «ψυχικός δεσμός»;
Ποιο πιστοποιητικό την πιστοποιεί;
Πόσα Ελληνόπουλα που διέθεταν ως αυτονόητο αυτό το «πιστοποιητικό» δεν αρνήθηκαν όταν ενηλικιώθηκαν κάθε σχέση με τον ελληνισμό, την ελληνικότητα ή, ακόμα χειρότερα, πούλησαν ή πρόδωσαν την πατρίδα τους;
Μετέχει, ας πούμε, των ελληνικών γραμμάτων και διακρίνεται για την ελληνικότητά του ο κ. Κασιδιάρης όταν βαράει γυναίκες και εξετάζεται για την ελληνικότητά του ένα παιδί που, προκειμένου να αποφασίσει για όλα αυτά είτε ως έφηβος είτε ως πολίτης, η ιθαγένεια πρέπει να συνιστά προϋπόθεση κι όχι διάκριση.
Βεβαίως, η πλειοψηφία (περί το προκείμενο) του Συμβουλίου της Επικρατείας δικαιούται να εμφορείται από συντηρητικές, δεξιές, ακόμα και ακροδεξιές αντιλήψεις και, αναλόγως, να τις διατυπώνει και να τις εισηγείται.
Αυτό ακριβώς το δικαίωμα έχουν κι αυτά τα παιδιά που τους ζητείται να αποδείξουν τους «ψυχικούς τους δεσμούς» με την Ελλάδα. Εχουν
κάθε δικαίωμα να γίνουν δεξιά, συντηρητικά, αναρχικά, δημοκρατικά, έχουν δικαίωμα να μην αποκτήσουν ποτέ ψυχικούς δεσμούς με μια χώρα μητριά ή να τη λατρέψουν και να την υπερασπισθούν σαν μάνα.
Αυτό νομίζω ότι προβλέπει το Σύνταγμά μας για τους Ελληνες και όχι ό,τι προβλέπει το τουρκικό Σύνταγμα για τους Τούρκους.
Ελληνες με το στανιό δεν γίνονται. Ούτε η Ελλάδα θέλει τέτοιους Ελληνες, μαθημένους στην υποταγή (φέρ’ ειπείν για να πάρουν την ιθαγένεια) εξ απαλών ονύχων.
Το πώς θα τιμήσει ή θα ατιμάσει ο καθένας το δικαίωμα του Ελληνα πολίτη είναι δικιά του δουλειά και (προ)αίρεση. Και πάντωςη απονομή της ιθαγένειας ως προϋπόθεσης αυτών των πολιτικών δικαιωμάτων δεν είναι προνόμιο κάποιων Τιμητών.
Τους Τιμητές, εάν ενθυμούμαι καλώς, τους έφαγε (με αηδία κατά την κατάποση) το μαύρο σκοτάδι της Ιστορίας εδώ και αιώνες…