Γιορτάζουν το έπος εκείνων των πολλών και των απλών, το πλήθος των πληβείων και των ολίγων -δυστυχώς- ευγενών που έβαλαν πλάτη και στήθος, που
πρόσθεσανραχοκοκκαλιά στο ύψος της ύπαρξήςμας.
Γιορτάζει ο λαόςενχορδαίςκαιοργάνω τη μεγαλοσύνη του, στεφανώνει τον τρόποτου και προσφέρει χοές στα προτάγματα εκείνα και τα προστάγματα που συνθέτουν την ιδιοπροσωπία και την αυτογνωσίατου. Μεγάλη γιορτή!
Τιμάμε τους νέους με τα «πρησμένα γόνατα που τους έλεγαν αλήτες», που πορεύθηκαν προς το Μέτωπο,
προς τους όλμους και τα πολυβόλα, προς το κρυοπάγημα, τις ψείρες, τα ακρωτηριασμένα πόδια, τον θάνατο του φίλου, του αδελφού, του συντρόφου, προς τον δικόν τους θάνατο,
τιμάμεεκείνους τους νέους, χωριάτες και φοιτητές, εργάτες και γιατρούς που ξεκίνησαν με το χαμόγελο στα χείλη για να συναντήσουν τον τρόμο, το αίμα, την αγωνία, την πείνα, αυτούς
πουτοχαμόγελότουςπάγωσε μπροστά στο βόλι, μέσα στο χιόνι, αυτούς που νίκησαν τον φόβο κι εκείνους που δεν τον νίκησαν.
Ηχούσανοισειρήνες, πολλά απ’ τα πλουσιόπαιδα έτρεχαν στο Φρουραρχείο να πάρουν αναβολή, «χαρτιά» να φύγουν στο εξωτερικό, ο πολύς λαός παρουσιαζόταν στα έμπεδα και τα στρατόπεδα να πάρει φύλλο πορείας για τις μονάδες του κι ύστερα για το Μέτωπο,
μιαπομπήτωνΠαναθηναίων από βοσκούς και ποιητές, διότι αυτό έγινε! με την επιστράτευση, με το προσκλητήριο της Ελλάδας στα παιδιά της, μέσααπ’ τη δικτατορία αναδύθηκε η Δημοκρατία – των «στρατιωτών οι τάξεις που πήγαιναν να πολεμήσουν τον Δάτι και τον Αρταφέρνη», οι πολίτεςοπλίτες,
οιήρωεςκαιταθύματα, οι άγιοι και οι αμαρτωλοί, σφάγιο όλοι στον βωμό ενός δίκαιουαμυντικούπολέμου, όλοι οι Ελληνες (πλην ολίγων ριψάσπιδων που αργότερα θα γίνονταν δωσίλογοι) κάτω απ’ το πρόσταγμα του Εκτορα, αμύνεσθαι περί πάτρης – «θα πολεμήσουμε από σπίτι σε σπίτι κι από αυλή σε αυλή», έγραφε στο γράμμα του ο Ζαχαριάδης, κι έφευγαν
οιπατέρεςμας του σκοτωμού, όμως εορταστικοί, ως άλλη πομπή των Παναθηναίων, για εκεί που η ψείρα δεν θα τους άφηνε να λούζονται όπως οι Σπαρτιάτες πριν τη μάχη, αλλά απλώς να πεθαίνουν όπως ο Διάκος και ο Καραϊσκάκης· για να νικήσουν και να μη χαθούμε.
Οιπερισσότεροι δεν ήξεραν να λένε μεγάλες κουβέντες σαν αυτές που γράφει τώρα η αφεντιά μου – αν τους ρωτούσες μετά τον πόλεμο
τουςεπιζώντεςπουεπέστρεψανέχονταςμέσαστηνκαρδιάτουςτουςπεσόντες «γιατί πολεμήσατε;», σου απαντούσαν κάτι πράγματα απλά: «γιατί μας τοζήτησαν», σαν να ήθελαν να πουν: «για την ελευθερία».
Ή «γιατίέτσιέπρεπε», σαν να ήθελαν να πουν: «έτσι μας έτυχε». Ή πάλι, δεν μιλούσαν καθόλου και σε κοίταζαν με τα μεγάλα μάτια τους, μάτια σαν της Αθηνάς ή της Μεγαλόχαρης, αφήνοντας αυτά τα μάτια να σου αφηγηθούν την ιστορία,
μάτιακιαυτά ίδια με τα φαγιούμ – μάτια των πεσόντων που μας κοιτούν απ’ τις οικογενειακές φωτογραφίες.
Μεγάληλοιπόνηγιορτή και η Δημοκρατίαέχειπάνταανάγκητιςτελετέςτης για να υπενθυμίζει στους πολίτες ποιοι πραγματικά είναι ή ποιοι οφείλουν να είναι, να γίνονται και να μένουν.
Ακόμα και αν σε φθηνούς δεκάρικους ή ρηχές υποκρισίες έχει συχνά εκπέσει η γιορτή, και πάλι απαραίτητη είναι – διότι πάντοτε έρχεται κάποτε η στιγμή που η τελετή ανακτάτονόημάτης
και, όταν ο λαός το έχει ανάγκη, το ανακτά.
Βάζειλοιπόν κάθε τέτοια ιερή ημέρα η Ιστορία τα καλά της, χτενίζει ίσια τη χωρίστρα στα παιδιά της κι έρχεται στη γιορτή
σαναρχαίοςραψωδόςνααφηγηθεί, σαν Σουλιώτισσα να χορέψει, σαν βυζαντινός καλόγερος να ψάλει, σαν Αρβανίτης γλεντοκόπος να φάει τα κοψίδια της, να πιει το κρασί της και σαν τον Τσώρτσιλ να μας πει ότι «οι ήρωες πολεμούν σαν Ελληνες» (κι ας τους άλλαξα ύστερα τον αδόξαστο στα Δεκεμβριανά). Πληνόμως,
πρώτααπ’ όλα,εσείςοιΕλληνεςξέρετε να γιορτάζετε τα πένθησας. Οι νίκες (που θα γίνουν ήττες) και οι ήττες (που θα γίνουν νίκες) δεν έχουν καμμιά σημασία χωρίς τα πένθη που είναι η μνήμητους.
«Ποιαεξαγοράναυπάρχειμιαςκαιτοαίμαστοχώμαχυθείρωτούσε ο Αισχύλος – φοβάμαι, καμμία. Τίποτα δεν μπορεί να αναστήσει αυτόν που πέφτει και ουδέν άλλο αφήνει πίσω του παρά μόνον την αξίατουσκοπού για τον οποίον έπεσε, εν προκειμένω αυτό
το «πνεύματουΜετώπου» που γέννησε ύστερα, αμέσως μετά, την εποποιία της ΕθνικήςΑντίστασης – «αυτή η πεζούλα είναι η πατρίδα μας», έλεγε ο Αρης Βελουχιώτης, «αυτά τα μάρμαρα», έλεγε ο Μακρυγιάννης, η λάσπη και τα γουρνοτσάρουχα που έμαθαν στον Μπάυρον ότι η εξιδανικευμένη αρχαιότης δεν έπιανε μία μπροστά στη λαχτάρα του κλεφτοκοτά για λίγη αξιοπρέπεια. Διότι αυτή είναι η μεγάλη αξία της θυσίας του Λόρδου Βύρωνος: ότι ήρθε, είδε, άρχισε να αμφιβάλλει κι όμως εννόησε.
Μεγάλη λοιπόν η γιορτή ανήμερα 28 Οκτώβρη κάθε χρονιάς. Οι Γυναίκες της Πίνδου, οι μάνες, οι αδελφές, οι σύζυγοι, οι νοσοκόμες επικεφαλής στην πομπή των Παναθηναίων με τσάμικα, γέλια και κλάματα, με το πέπλο της Προμάχου στα χέρια και να τις ακολουθεί από κοντά ο λαμπρόςλαός,
διότι,μηνξεχνάμε, ο λαός είναι που κάνει τη διαφορά, ο λαός είναι που δίνεινόημαστηγιορτή,
αυτός που κρατάει τη σημαία είναι που της δίνειτονόημάτης, άλλο η σημαία στα χέρια του Παπαφλέσσα κι άλλο στα χέρια ταγματασφαλίτη συνεργάτη των Ναζί. Αλλο η σημαία στα χέρια του αντάρτηπαπά και του ελεύθερουπολιορκημένουστοΠολυτεχνείο κι άλλο στα χέρια του αληταρά που χαιρετά φασιστικά.
Σεαυτήντηγιορτή του έθνους και του λαού δεν υπάρχει χώρος για προδότες και για επιγόνους των προδοτών – ας λουφάξουν.
Τέτοια μέρα γιορτάζουν οι ΑθηναίοιΕφηβοι και ο Ιερός ΛόχοςτωνΘηβαίων. Γιορτάζουν οι Θεσπιείς, οι Αλεξανδρινοίγραμματικοί και οι μάρτυρεςτηςΤουρκοκρατίας – στη
γιορτήτηνεξουσίατηνέχειολαός και στεφανώνει Κάλβο, Σολωμό, Καβάφη, Ρίτσο, Ελύτη και στέφεται ίδιος γράμματα και θρύλους, παλιές επιστολές και εικονίσματα, παρακαταθήκες και κληρονομιές, στη γιορτή αυτή μυρίζει μπαρούτι και κατορθώματα, γιαγιάδες που αφηγούνται ιστορίες για διωγμούς και καταστροφές, έρωτες που έσπασαν στα δυο, φοίνικες που ξαναγεννήθηκαν -παραμύθια ελαφροΐσκιωτα, φυλαχτά, που εξ απαλών ονύχων στρατεύουνσεστράτεςκαλέςκιαγαθές τους ανθρώπους- χιλιοειπωμένα πράγματα, τα λέω κι εγώ άλλη μια φορά κι όσο ζω θα τα λέω.
Αλλωστε, αυτό είναι η γιορτή: μιαεπανάληψητουκαλούπουτοδιδάσκειαπ’ τηναρχή…