Τέμπη: «Ήμουν μια μπάλα που κοπανιόταν ανελέητα, όλα ήταν μια μάζα» – Συγκλονίζουν οι μαρτυρίες επιβατών

Συγκλονίζουν οι μαρτυρίες επιβατών της μοιραίας αμαξοστοιχίας Intercity 62 που κατάφεραν να βγουν ζωντανοί από το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη.

Τέμπη: Στο μικροσκόπιο οι ταχογράφοι των δύο τρένων – Τι εξετάζουν οι επιθεωρητές της Ρυθμιστικής Αρχής Σιδηροδρόμων

Ο Άγγελος Τιαμούρας, φοιτητής Διοίκησης Επιχειρήσεων βρισκόταν στο βαγόνι 6 και όπως είπε στον Alpha, «οι εφιάλτες δεν θέλουν να με αφήσουν ακόμα. Ίσως να θέλουν να μου πουν κάτι».

«Κάθε βράδυ έχω εφιάλτες. Τα τρία πρώτα βράδια δεν κοιμήθηκα αλλά μετά ξεκίνησα να έχω τρεις, τέσσερις, πέντε ώρες ύπνου. Γενικώς με επισκέπτονται και δεν με αφήνουν να κοιμηθώ. Δεν θέλουν να με αφήσουν ακόμα. Ίσως να θέλουν να μου που κάτι. Να ξυπνήσω κάποιον; Δεν ξέρω» ανέφερε ο Άγγελος και πρόσθεσε:

Τέμπη: Έρευνα για μαύρο χρήμα στις συμβάσεις του ΟΣΕ

«Κάτι όμως θέλουν σίγουρα να μου πουν. Βλέπω συνέχεια την Ιφιγένεια, δεν με έχει αφήσει ακόμα. Την πρώτη βραδιά που κοιμήθηκα είδα και το άλλο παιδί που ήταν στο βαγόνι αλλά πολύ θολά. Η Ιφιγένεια έρχεται όμως καθαρά ακόμα» προσθέτει ο 18χρονος φοιτητής από την Κρήτη.

«Βρισκόμουν στο βαγόνι 6 όπου η σύγκρουση δεν ήταν ισχυρή. Εγώ δηλαδή δεν το κατάλαβα ότι έγινε σύγκρουση. Σταματάει όμως το τρένο, υπήρχε μια γιαγιά που είχε χτυπήσει και είχε κόψει το φρύδι της, ξεκινούν τα ουρλιαχτά οπότε καταλαβαίνω πως κάτι είχε συμβεί. Στην αρχή ασχολήθηκα με την γιαγιά, γιατί έπρεπε να την βγάλω κάτω από το βαγόνι, ενώ υπήρχαν και άνθρωποι που δεν τους ένοιαζε αυτό. Τους ένοιαζε απλά να βγάλουν τη βαλίτσα τους και να φύγουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν αν και δεν υπήρχε καν σύγκρουση ή κίνδυνος στο δικό μας βαγόνι» τόνισε χαρακτηριστικά ο Άγγελος και συμπλήρωσε:

Διάλογοι που προκαλούν σοκ μετά την τραγωδία στα Τέμπη: «Υπάρχει περίπτωση να είναι τρένο με τρένο;» – «Λογικά όχι»

«Το καταλαβαίνω, μπορώ να το δικαιολογήσω και κάπως πως ήθελαν να σώσουν το τομάρι τους. Έπειτα έφυγα από εκεί προς τα μπροστινά βαγόνια, φώναζα αν είναι κανείς μέσα στο τρένο και στην αρχή δεν έπαιρνα απάντηση. Μετά πήρα απάντηση, υπήρχαν κι άλλοι που έψαχναν εκείνη την ώρα και ένας από αυτούς ήταν ο κ. Γιώργος ο οποίος ήταν πραγματικά σαν άγιος που εμφανίστηκε σε μένα εκείνη την βραδιά. Δεν μπορώ να το εξηγήσω» σημειώνει.

Και συνεχίζει: «Μαζί με τον κ. Γιώργο από το βαγόνι τέσσερα φύγαμε από τα παράθυρα, γιατί οι πόρτες ήταν εγκλωβισμένες και κατευθυνθήκαμε στο βαγόνι τρία. Εκείνος ήταν που ανέβηκε πρώτος στο βαγόνι τρία, πάτησε στα συντρίμμια για να μου δείξει που να πατήσω και να μην κοπώ. Δηλαδή θυσίασε τα δικά του χέρια ώστε να κοπεί αυτός και μετά να ανέβω εγώ για να δούμε τι θα δούμε. Προτού όμως ανέβω πάνω, μου είπε να πάω να φωνάξω την ΕΜΑΚ για να φέρουν ψαλίδια και φορεία».

«Όλα ήταν μια μάζα, ένα χάος…»

Τις τρομακτικές στιγμές που έζησε κατά τη σιδηροδρομική τραγωδία περιέγραψε στον ALPHA και ο Στέργιος Μιναέμης.

«Βρισκόμουν στη θέση 51 στο βαγόνι 3 με σκοπό να φτάσουμε Θεσσαλονίκη, να βρω ένα μέρος να νοικιάσω γιατί με περίμενε ήδη ο αδελφός μου και να ξεκινήσουμε μια νέα αρχή. Μια μεγάλη βαλίτσα, ένα μπουφάν, τον υπολογιστή μου και το κινητό μου. Δεν σώθηκε τίποτα. Έγιναν όλα κάρβουνο. Διάβαζα ένα άρθρο στο κινητό μου και θυμάμαι το παιδί που καθόταν απέναντι μου. Πρώτα είδα το παιδί να πετάγεται στα αριστερά μου και να σκάει δίπλα μου και μετά κατάλαβα ότι υπήρχε φρενάρισμα ή σύγκρουση. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε εκείνη τη στιγμή τι έγινε. Αν είχε πεταχτεί κάτι στις ράγες, αν εκτροχιαστήκαμε ή αν τρακάραμε με άλλο τρένο».

«Το πρώτο μου μέλημα ήταν να βρω από που θα φύγουμε. Δεν συγκρίνεται το βαγόνι από το πώς μπήκαμε με το πως ήταν όταν φύγαμε. Δεν είχες την αίσθηση του χώρου, δεν σου ήταν κάτι οικείο αλλά όλα ήταν μια μάζα, ένα χάος δεν ήξερες τι ήταν κουπέ, τι ήταν διάδρομος, τι ήταν τζάμι. Δεν ήξερες ποιο ήταν το πάνω, το κάτω, το αριστερά και το δεξιά. Μας έδωσε ο Θεός εκείνη τη στιγμή ένα παράθυρο, μέσα από τον καπνό, που βλέπαμε καθαρά τον δρόμο. Μέσα από ένα απόλυτο σκοτάδι, φωτιές δίπλα από το παράθυρο, καπνός, δεν είχαμε οξυγόνο και ήμασταν με μια δυο ανάσες. Τρίτη ανάσα δεν ξέρω αν πρόλαβε κάποιος να πάρει πριν κλείσουν όλα. Είδαμε την πίσσα, τον δρόμο, τα φώτα και από εκεί καταλάβαμε ότι θα σωθούμε».

«Το ύψος ήταν μεγάλο, περίπου στα δύο μέτρα. Μέσα δεν μπορούσαμε να πάρουμε ανάσα, καιγόμασταν κιόλας. Εκεί λέω «αγόρι μου ή θα πηδήξεις και αν ακρωτηριαστείς, ακρωτηριάστηκες γιατί κάτω είχε σίδερα σαν λεπίδες από το τρακάρισμα, ή θα καείς ζωντανός και θα μείνεις από οξυγόνο». Οπότε δεν ήταν κάτι διαπραγματεύσιμο. Ήταν μονόδρομος και προσπαθούσαμε να βγούμε προς τον δρόμο που δεν ήταν τόσο εύκολο» συμπλήρωσε, ακόμα, ο 28χρονος προγραμματιστής στην εκπομπή του Σταύρου Θεοδωράκη στον Alpha.

«Ήμουν μια μπάλα που κοπανιόταν ανελέητα»

Η Ευδοκία Τσαγκλή κατάφερε να σωθεί από αυτή την τραγωδία.

«Έκανα κάθε βδομάδα το ίδιο δρομολόγιο και τις ίδιες ώρες. 19:22. Κάθε βδομάδα από το 2019 ξεκίνησα να είμαι μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αθήνας. Θα ήθελα να μάθω πόσες ώρες έχω περάσει στα τρένα. Διχάζομαι εάν πρέπει να σταματήσω τα δρομολόγια. Λένε πώς εάν σε φοβίζει κάτι πρέπει να το κάνεις γρήγορα ξανά. Αλλά είναι αυτός ο διχασμός μέσα μου, αυτή η σύγκρουση, της ζωής και του θανάτου, της ελπίδας και του θανάτου. Και εγώ έχω αυτό το ερώτημα, θα το ξανακάνω; Για εμένα έχει απλωθεί και λίγο παρακάτω. Η μητέρα μου είναι επιστήμονας, οδηγάει ήρεμα, με χαμηλή ταχύτητα και πάντα με νευρίαζε που οδηγούσε αργά και πλέον της λέω “κόψε”. Τα σοβαρά τραύματα δεν τα βλέπεις. Από τη μία λέω σώθηκες και από την άλλη λέω πέθαιναν. Το κάταγμα δεν είναι σωματικό, είναι ψυχικό. Ο πόνος είναι πολύ λίγος και έχω σπάσει πολλά πράγματα πάνω μου.

Όταν συνέβη προφανώς ο κόσμος ούρλιαζε πολύ και δεν θα το ξεχάσω. Εγώ φώναζα όλα καλά θα πάνε, ηρεμία. Το έλεγα πιο πολύ στον εαυτό μου, δεν πίστεψα στιγμή ότι θα πεθάνω. Καθόμουν στη θέση 104 μαζί με 5 παιδιά και έναν γάτο. Ήταν μια κοπέλα που είχε τον γάτο και τον πήγαινε βόλτα για να μην κλαίει. Τον περπατούσε 2.5 ώρες πάνω κάτω και της λέω “Έλα κάτσε θα τον κάνω εγώ βόλτα”. Κάποια στιγμή σήκωσε τα αυτιά του πάνω και νιαούριζε πολύ και λέω “Μάλλον, Λου θες τη μαμά σου”. Πάω πίσω, καθόμαστε αλλά σύντομα έγινε αυτό.

Μαυρίζουν όλα και αρχίζει “ξύλο”. Κουλουριάζομαι. Ήμουν μια μπάλα που κοπανιόταν ανελέητα σε ένα μαύρο. Εάν υπάρχει κάτι σε κόλαση, είναι ό, τι πιο κοντά έχω φτάσει. Δεν ήταν βαγόνι πια αυτό που έχω εικόνα. Σήκωσα μέταλλα, σίδερα, είχε φωτιά από κάτω. Η πρώτη σκέψη ήταν “πρέπει να βγεις, θα καείς”. Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να δω ότι είμαι αρτιμελής. Θυμάμαι την αγωνία ότι μετακινούσα σίδερα, βλέπω τον ουρανό και βλέπω και είμαι πάνω και κάτω είχε πέτρες. Μία κοπέλα ουρλιάζει και πέφτει κάτω και σπάει. Μία άλλη κοπέλα κρέμεται να πέσει και με παρακάλεσε να τη σηκώσω γιατί δεν θέλει να πεθάνει. Δεν θα ξεχάσω τα μάτια της.

Είχε φωτιά από κάτω, από πίσω και αριστερά. Εκείνη την ώρα σκέφτεσαι “Θα γίνει έκρηξη; Μήπως έχω δευτερόλεπτα; Κλάσματα δευτερολέπτου;”. Συγγνώμη, κάνω κάποια black out, έχω διαλείψεις. Μου έχουν πει ότι θα σταματήσει γιατί είναι σοκ του οργανισμού. Βλέπω μια μάζα με σίδερα στο πλάι και λέω ότι δεν θα πάω εκεί γιατί θα σκοτωθώ. Και θυμάμαι να φυσάει και να φέρνει φωτιά, πίσσα, σκόνη, ζέστη. Αφήνω τα χέρια μου και πέφτω κάτω. Πέταξα το μπουφάν για να κάνω πιο μαλακή την επιφάνεια. Σκέφτηκα να μην πέσω με τα πόδια γιατί μπορεί να γίνει κάτι και να μην μπορέσω να τρέξω», ανέφερε αρχικά.

Και συνέχισε: «Κατάλαβα ότι χτύπησα αλλά δεν πονάς εκείνη την ώρα. Μου θύμισε όπως όταν ρίχνεις νερό σε μυρμήγκια και φεύγουν σε διάφορες κατευθύνσεις. Έτσι και εμείς, δεν ξέραμε πού να πάμε. Ήμουν η πρώτη που μπήκα στο ασθενοφόρο, η πρώτη που μπήκε στο νοσοκομείο.

1η Μαρτίου, της Αγίας Ευδοκίας και με παραλαμβάνει μια νοσηλεύτρια που την έλεγαν και εκείνη Ευδοκία. Πες μου εσύ για τύχη! Εγώ πιστεύω και για εμένα η ουσία είναι η πίστη. Οι άνθρωποι κάνουν σχέδια και ο Θεός γελάει λένε. Όσο πιο κοντά έχεις έρθει στον θάνατο, τόσο πιο κοντά έχεις έρθει και στη ζωή. Από τη μία λες γιατί έγινε αυτό και από την άλλη είμαι ζωντανός. Η πιο σκοτεινή στιγμή της νύχτας είναι πριν την αυγή.

Σίγουρα έχουν σβηστεί πολλά κομμάτια του εαυτού μου και έχουν αναγεννηθεί άλλα. Μου άρεσαν τα πιο ακραία ντυσίματα, και είμαι σε μια ένταση θανάτου και ζωής. Αυτό το ντου γίνεται συνέχεια μέσα μου και πολύ γρήγορα. Τα χάνω. Με διχάζει και μέσα μου αυτό. Γιατί είναι και τα δύο ακραία, το σκέφτομαι πολύ βαθιά, πολύ φιλοσοφικά και μετά δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα, απλά αισθάνομαι».

«Όλοι φώναζαν βοήθεια»

Και ο Μιχάλης Κλάψης βρισκόταν το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου στο τρένο του θανάτου στα Τέμπη. Μιλώντας στον ALPHA περιέγραψε όλα όσα έζησε και πώς το λάθος εισιτήριο κατέληξε να είναι αυτό της επίγειας κόλασης και της απόλυτης τραγωδίας.

«Έσπασαν τα παράθυρα, κρατήθηκα από παντού. Δίπλα μου είχα μία κοπέλα, την Ευγενία. Μετά ακολούθησε ένα δεύτερο και ένα τρίτο χτύπημα. Το βαγόνι είχε πάρει μία κλίση αρκετά μεγάλη και δεν μπορούσαμε να περπατήσουμε στο πάτωμα αλλά πλάγια στις καρέκλες. Φωνές από παντού, “βοήθεια”. Αυτή τη δύναμη μου την έδωσε η εικόνα του Αγίου Λουκά που την έχω πάντα πάνω μου. Το πρώτο “βοήθεια” που άκουσα ήταν από την μητέρα του μωρού όπου την ώρα της σύγκρουσης η μητέρα τάιζε το μωρό στην αγκαλιά της. Ξεκίνησε να φωνάζει βοήθεια γιατί είχε χάσει το μωρό από τα χέρια της. Της έλεγα ότι θα το βρούμε και το βρίσκουμε κάτω από το κάθισμα. Μέχρι να γίνει όλο αυτό τα παιδιά μπροστά είχαν σπάσει ένα παράθυρο και ξεκίνησαν να βγαίνουν σιγά σιγά. Μετά ήρθε η Ευγενία και μου λέει “σε παρακαλώ βοήθησε με”. Άκουγα το αγόρι της να τη φωνάζει και να μπορέσουμε να τη βγάλουμε. Η μισή ήταν από μέσα και η μισή απέξω. Οι λαμαρίνες την είχαν κολλήσει πάνω στο βαγόνι. Την πιάνουμε και καταφέρνουμε και τη βγάζουμε και την βάζουμε στην καρέκλα να δούμε εάν ζει. Θυμάμαι να έχει σφυγμό. Έξω ήταν χειρότερα από ότι μέσα.

Παίρνω αγκαλιά την Ευγενία και της είπα «πάτα πάνω μου». Είχαν έρθει άλλα δύο παιδιά και κατέβαζαν τον κόσμο. Βρίσκω ένα κινητό, ανοίγω τον φακό και πήγα προς την Ευγενία. Δεν θέλω να πω λεπτομερώς το πώς ήταν αλλά δεν είχε τις αισθήσεις της. Βγαίνω έξω, κατεβαίνω, είχα το κινητό που λειτουργούσε και κάλεσα τη μητέρα μου. Της είπα ότι είμαι εντάξει, ότι το βαγόνι έφυγε από τις ράγες γιατί αυτό νομίζαμε. Με την Ευγενία επικοινώνησα πριν από λίγες ημέρες, το ίδιο και με τη μητέρα του μωρού.

Οι στόχοι μου μένουν ίδιοι. Θέλω να γίνω ναυτικός, μηχανικός πιο συγκεκριμένα και ελπίζω να το πάω όσο πιο ψηλά μπορώ. Δεν ξέρω πόσοι χάθηκαν από το βαγόνι μου και δεν θέλω να μάθω. Από μικρά πράγματα μας δείχνουν πόσο πίσω είμαστε σαν χώρα».

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ