Σε κλίμα θλίψης και συγκίνησης είπαν φίλοι και συγγενείς το τελευταίο “αντίο” στον Κώστα Βουτσά.
Επικήδειους λόγους εκφώνησαν ο Κώστας Γεωργουσόπουλος συγγραφέας και κριτικός θεάτρου, ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας, ο δήμαρχος Αθηναίων Κώστας Μπακογιάννης, ο πρόεδρος της ΑΕΚ Δημήτρης Μελισσανίδης, ο Νίκος Γαλανός ηθοποιός κι εκπρόσωπος από το Σωματείο Πνευματικών Δικαιωμάτων «ο Απόλλωνας», η συνεργάτιδά του ηθοποιός Μιμή Ντενίση, ο Δημήτρης Λιγνάδης καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, η κόρη του Νικολέτα και ο Ανθιμος Ανανιάδης.
Ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας αποχαιρετώντας τον μεγάλο ηθοποιό Κώστα Βουτσά είπε μεταξύ άλλων τα εξής:”Συνήθιζες να λες πως μια μέρα χωρίς γέλιο, είναι μια μέρα χαμένη.
Δυστυχώς μάς είναι αδύνατο αυτές τις μέρες να συμμορφωθούμε μ’ αυτή την προτροπή σου.
Μας φαίνεται πολύ παράξενο όλη η χαρά και το γέλιο που μας χάριζες απλόχερα όχι μόνο από τη σκηνή και την οθόνη, αλλά και σε κάθε μαζί σου ζωντανή επαφή, σήμερα να έχει μετατραπεί σε πόνο και θλίψη.
Δεν μας άφησες και πολλά περιθώρια για να προετοιμαστούμε.
Δεν πέρασε ούτε μήνας από τότε που γελαστός και γεμάτος ζωή ήσουν πάνω στη σκηνή.
Εργαζόσουν ως την τελευταία σου πνοή, γιατί ήξερες πως η εργασία δίνει στον άνθρωπο την ανθρώπινη, την κοινωνική υπόστασή του.
Και πως η εργασία είναι πάλι που τον βοηθά να υψώνεται πάνω από τις στοιχειώδεις ανάγκες του, απλά για την επιβίωση.
«Αν θες την υγειά σου, να εργάζεσαι σ’ όλη σου τη ζωή, αδιάκοπα», συμβούλευες σοφά.
Την αγάπη μας, την αγάπη όλου του κόσμου την είχες επάξια κερδίσει.
Η πλατιά αναγνώριση, η δόξα και οι τιμές ποτέ δεν σε παρέσυραν.
Έμεινες απλός, ζεστός, εγκάρδιος, αξιολάτρευτος, μια μεγάλη καρδιά, γεμάτη από το κέφι και τη χαρά εκείνου που γνωρίζει την αξία της ζωής.
Πίστευες πως ο άνθρωπος που έχει ουσία, ο πραγματικά σημαντικός άνθρωπος, είναι ταπεινός.
Και πως, εκτός από ταπεινός, είναι και γενναιόδωρος με όλους τους άλλους, ειδικά με αυτούς που υπήρξαν λιγότερο τυχεροί απ’ αυτόν.
Ποτέ δεν ξέχασες τα λόγια της μητέρας σου: «Πρόσεξε να μην αδικήσεις κανέναν, γιατί είσαι γιός κομμουνιστή».
Γι’ αυτές τις αρετές σου όσοι ζούσαν και δούλευαν μαζί σου, όλοι οι συνεργάτες σου, σε σέβονταν και σε υπεραγαπούσαν.
Ζυμωμένος από νωρίς στα βάσανα της στέρησης, αλλά και στον πόθο και τον αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο, εξέπεμπες όλο εκείνο το ηθικό μεγαλείο των λαϊκών ανθρώπων, την καλοσύνη, τη γνησιότητα των αισθημάτων, την ανθρωπιά.
Και πώς να γίνει αλλιώς; Αφού από τα 10 σου κιόλας χρόνια, εκεί που μπαίνουν οι βάσεις της ανθρώπινης προσωπικότητας, ήσουν Αετόπουλο και μοίραζες προκηρύξεις του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ, που τύπωνε ο κομμουνιστής πατέρας σου.
Τα σκληρά παιδικά σου χρόνια, οι διωγμοί των δικών σου γιατί δεν υποτάχτηκαν, η βιοπάλη για να συμπληρώνεις με δουλειές του ποδαριού, τα λιγοστά εισοδήματα της οικογένειάς σου, δεν σκλήρυναν την καρδιά σου, που έμεινε ευαίσθητη μέχρι το τέλος.
Αντίθετα, σε όπλισαν με το θάρρος να βάζεις ολοένα και υψηλότερους στόχους στη ζωή σου, με τη δύναμη να υπερνικάς κάθε εμπόδιο.
Όταν στα 21 σου γύρισες από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, απόφοιτος της σχολής θεάτρου του Μακεδονικού Ωδείου, σε είχε ήδη διαλέξει το επάγγελμα.
Σε είχαν ήδη διαλέξει ο κινηματογράφος και το θέατρο.
Στην Αθήνα μέσα από την συνεργασία σου με ιερά τέρατα της υποκριτικής τέχνης, ανέδειξες το αστείρευτο και πηγαίο κωμικό ταλέντο σου.
Έγινες δικαιωματικά ο κύριος κληρονόμος της γενιάς του Αυλωνίτη, του Μακρή, του Λογοθετίδη, του Σταυρίδη, του Χατζηχρήστου, του Φωτόπουλου.
Μα δε βασίστηκες μόνο στο ταλέντο σου.
Πίσω από κάθε επιτυχία σου κρυβόταν μεγάλη προσπάθεια για να κατακτήσεις τη γνώση, κρυβόταν πολύ δουλειά.
«Η κατάκτηση του ρόλου είναι σκληρή και επώδυνη διαδικασία. Όταν βγει το ξίφος πρέπει να χτυπήσει αποφασιστικά για να φέρει αποτέλεσμα. Έτσι κι ο ηθοποιός, όταν βγει στη σκηνή, πρέπει να γίνει ξίφος…», έγραψες.
Το μεγάλο κατόρθωμά σου είναι ότι όποιον χαρακτήρα κι αν ερμήνευες, ακόμη και σε απλά, εμπορικά έργα, τον αγαπούσες και τον έκανες να φαντάζει σπουδαίος.
Έπλασες ένα απόλυτα δικό σου, αυθεντικά λαϊκό, ευφάνταστο, πάντα ελεύθερο και πάντα παιχνιδιάρικο υποκριτικό κώδικα, ανοιχτό και πρόσφορο σ’ όλα τα είδη της κωμωδίας.
Το μεγάλο όμως όπλο της υποκριτικής σου, ήταν ότι δεν επαναπαύτηκες.
Είχες την εγρήγορση, επιστράτευες όλο σου το “είναι” σε κάθε ερμηνεία.
Μια διαρκής, καθημερινή αναδημιουργία, έξω από τις ευκολίες και τη ρουτίνα της τυπικής επανάληψης, που σε έκανε να ξεχωρίζεις όχι μόνο με την τέχνη σου, αλλά και με την εντιμότητά σου απέναντι στο κοινό, που ζούσε μαζί σου κάθε παράσταση.
Στις θεατρικές σου ερμηνείες δεν έλειψαν και οι κλασσικοί ρόλοι, όπως στις Σφήκες του Αριστοφάνη και στον Αρχοντοχωριάτη του Μολιέρου.
«Εάν δεν αντέχεις όλα τα είδη του θεάτρου, δεν είσαι ηθοποιός», έλεγες.
Απόδειξη, πως ποτέ σου δεν βολεύτηκες στην τυποποίηση, είναι και το ότι -αν και καταξιωμένος ως καρατερίστας κωμικός- δεν απέφυγες τη συμμετοχή σου σε κοινωνικά δράματα, όπως ο “Κατήφορος” και ο “Νόμος 4000”.
Εκεί όμως που φάνηκε όλο το εύρος των δυνατοτήτων και το βάθος της τέχνης σου ήταν στις ταινίες του Βασίλη Βαφέα.
Ειδικά για τον Έρωτα του Οδυσσέα, το πιο σπουδαίο δεν είναι ότι τόλμησες, αλλά ότι κατάφερες να αποσπάσεις και βραβείο για τον ρόλο αυτό, δημιουργώντας ένα χαρακτήρα με τον οποίο αναμετρήθηκες για πρώτη φορά στην καριέρα σου.
Πλούσια ήταν και η παρουσία σου σε δεκάδες σειρές της ελληνικής τηλεόρασης.
Είναι γνωστός ο σεβασμός που έδειχνες απέναντι στο κοινό.
Πάντα υποστήριζες πως «η σχέση με το κοινό είναι ανιδιοτελής, δεν έχει κανένα συμφέρον από μένα ένα κοινό που μ’ αγαπάει».
Γι’ αυτό δεν απέφυγες ποτέ την ζωντανή επαφή με τον κόσμο μετά την παράσταση, τα αυτόγραφα και τις φωτογραφίες.
Το θεωρούσες αυτονόητη υποχρέωσή σου και ο κόσμος στο ανταπέδιδε με την αγάπη και τον θαυμασμό του.
Αγαπημένε μας Κώστα,
Το μόνο που μας παρηγορεί είναι πως πέρασες μια γεμάτη ζωή.
Μια ζωή με πάθος για την τέχνη, για τον έρωτα, για τα πρωτοπόρα ιδανικά.
Φρόντιζες να δίνεις «ζωή στα χρόνια σου κι όχι χρόνια στη ζωή».
Γιατί πίστευες πως «η τύχη δεν είναι μόνο για τους τολμηρούς, αλλά και γι’ αυτούς που κάνουν όνειρα».
Πως «για να ανθήσει ο άνθρωπος θέλει φτερά».
Δικά σου λόγια όλα αυτά.
Αυτές οι απόψεις σου, η αγωνιστική παράδοση της οικογένειάς σου, του πατέρα, του αδερφού κι εσένα του ίδιου, το χρέος σου απέναντί της, η συνειδητοποίηση της ανισότητας μέσα από τα ίδια σου τα βιώματα, μα πάνω από όλα η πεποίθηση, ότι το ιδανικό ενός καλύτερου, δίκαιου κόσμου μπορεί να γίνει πραγματικότητα, είναι που σε έφεραν κοντά στο ΚΚΕ, με μια απόφαση ζωής μέχρι το τέλος.
Έλεγες: «δεν είμαι κομμουνιστής με την ουσιαστική έννοια του όρου, γιατί για να είναι κανείς κομμουνιστής χρειάζεται μεγάλη αφοσίωση, αλλά από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, από την πρώτη φορά μέχρι τώρα, με περηφάνεια ψηφίζω ΚΚΕ».
Το στήριξες το ΚΚΕ. Όχι μόνο με την ψήφο σου, αλλά με δηλώσεις και παροτρύνσεις να συστρατευθούν όλοι οι καταπιεσμένοι μαζί του.
Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ ότι σε μια δύσκολη στιγμή, όταν το 2000 διώχθηκε ο “Ριζοσπάστης” με δύο μηνύσεις από τον τότε Υπουργό Δικαιοσύνης, πρόσφερες το θέατρο όπου έπαιζες για να γίνει εκδήλωση συμπαράστασης και με όπλα το χιούμορ και τη σάτιρα έδωσες μαζί μας τη μάχη για τον διωκόμενο Ριζοσπάστη.
Παρακολουθώντας αδιάκοπα την πολιτική του κόμματός μας, οι τοποθετήσεις σου ήταν πάντα εύστοχες και επίκαιρες.
Σε θυμόμαστε στις τελευταίες εκλογές να δηλώνεις πως «το ΚΚΕ είναι το μόνο κόμμα που λέει αλήθειες…»
Ξέρουμε πως δεν είναι εύκολη η παρηγοριά στους δικούς σου ανθρώπους, στις τρεις κόρες και τους δυο γιούς σου, στις γυναίκες της ζωής σου, στη σύζυγό σου Αλίκη Κατσαβού.
Θα λείψεις κι από μας και απ’ όλο τον κόσμο.
Μα όσοι αγαπήθηκαν, πάντα θα ζουν.
Κι εσύ που αγαπήθηκες πολύ, θα είσαι πάντα παρών με το έργο σου, τους ρόλους σου και προπαντός με την ανεπανάληπτη, την αξέχαστη προσωπικότητά σου.
Θα είσαι μαζί μας και στους αγώνες μας τους τωρινούς και τους αυριανούς, καθώς η ζωή θα συνεχίζει την κίνησή της μέχρι ν’ ανθήσει ο άνθρωπος, όπως κι εσύ το ονειρεύτηκες.
Καλό σου ταξίδι”.