Κορονοϊός-Βατόπουλος: Αστάθμητος παράγοντας ο τουρισμός για την πορεία της επιδημίας

Την ελπίδα ότι δεν θα υπάρξουν δυσάρεστες εκπλήξεις αλλά “σποραδικά κρούσματα το καλοκαίρι και μια ελεγχόμενη αύξηση το φθινόπωρο”, αλλά και την πεποίθηση ότι “ο τουρισμός (αν υπάρξει….) είναι όντως ένας αστάθμητος παράγοντας” για την πορεία της επιδημίας του κορονοϊού στη χώρα μας, εκφράζει ο καθηγητής Μικροβιολογίας Αλκιβιάδης Βατόπουλος μιλώντας στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.

Ο κ. Βατόπουλος που είναι μέλος της επιτροπής των ειδικών του υπουργείου Υγείας για τον κορονοϊό, αποκαλύπτει ότι υπάρχει ανοσολογική απάντηση σε όσους μολύνονται από τον κορονοϊό , καθώς “φαίνεται ότι τα IgM αντισώματα αναπτύσσονται μετά την 4-7 ημέρα από την εμφάνιση των συμπτωμάτων και τα IgG μετά την 2η εβδομάδα”.

Ωστόσο είναι εξαιρετικά επιφυλακτικός για το αν αυτή η ανάπτυξη αντισωμάτων μας προστατεύει και για πόσο, τονίζοντας πως “δεν υπάρχουν πολλά δεδομένα ως προς τη διάρκεια της ανοσολογικής απάντησης ή της προστασίας που επιφέρει”, καθώς το νόσημα εμφανίστηκε μόλις πριν από τέσσερις μήνες. “Εργαστηριακές μελέτες μπορεί να δείξουν αν τα αντισώματά είναι προστατευτικά, αν in vitro αδρανοποιούν τον ιό. Όμως αν πραγματικά οι αναρρώσαντες από το νόσημα είναι προστατευμένοι θα φανεί σε επόμενο επιδημικό κύμα, όπου δεν θα πρέπει να αρρωστήσουν ξανά”, αναφέρει,

Ερωτηθείς για το τι θα γίνει με όσους δεν έχουν εκτεθεί στον κορονοϊό και εάν θα αναπτύξουν αντισώματα αργότερα, είναι λακωνικός: “Αυτό το ερώτημα απαντάται δύσκολα. Θα βοηθήσει και η αναπτυσσόμενη συλλογική ανοσία του πληθυσμού”.

Ο καθηγητής Μικροβιολογίας στο πανεπιστήμιο της Δυτικής Αττικής εκτιμά ότι εφόσον ξεκαθαρίσουν τα ζητήματα που αφορούν την ανοσολογική απάντηση στο νέο ιό, ένα αξιόπιστο τεστ θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μελλοντικό “διαβατήριο” για όσους έχουν αναπτύξει αντισώματα “Ήδη κυκλοφορούν δεκάδες κιτ των οποίων η διαγνωστική αξία πρέπει να προσδιοριστεί. Προς τούτο κινούνται πολλοί διεθνείς και εθνικοί οργανισμοί και ελπίζω πολύ σύντομα να έχουμε αξιόπιστα τεστ”, επισημαίνει.

“Σε πολλές χώρες που εφαρμόστηκαν είδαν μια ευαισθησία των τεστ λιγότερο από 50% (δηλαδή έβγαιναν αρνητικά στους μισούς ασθενείς)” τονίζει ο κ. Βατόπουλος και συμπληρώνει ότι πρέπει να βασιζόμαστε σε τεστ που έχουν επαρκή ευαισθησία και ειδικότητα ώστε να έχουμε σωστά δεδομένα και σε επίπεδο ασθενούς και σε επίπεδο πληθυσμού.

Καταλήγοντας αποκαλύπτει ότι “στον σχεδιασμό που γίνεται περιλαμβάνεται η αύξηση τόσο των μοριακών τεστ όσο και αυτά του προσδιορισμού των αντισωμάτων”, μετά το πρώτο κύμα της επιδημίας στην Ελλάδα, όταν ερωτάται αν τότε θα πρέπει να γίνουν μαζικά τεστ στον πληθυσμό.

Πηγή πληροφοριών: ΑΠΕ – ΜΠΕ

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ