Μήνυμα έστειλε η Ζωή Κωνσταντοπούλου για τους υποψήφιους στις Πανελλήνιες Εξετάσεις.
«Καλή επιτυχία σε όλα τα παιδιά που ξεκινούν σήμερα τις εξετάσεις» έγραψε χαρακτηριστικά η Ζωή Κωνσταντοπούλου και πρόσθεσε:
«Το αποτέλεσμα είναι σημαντικό, ακόμη πιο σημαντική όμως είναι η προσπάθεια, η διεκδίκηση του στόχου, με πείσμα κι αισιοδοξία! Να θυμάστε ότι κάθε στόχο σας μπορείτε να τον κατακτήσετε, αρκεί να μην πάψετε να προσπαθείτε. Και στην προσπάθειά σας, να καθρεφτίζεται ο εαυτός σας.
Από την πλευρά μου, σας αφιερώνω μια γλυκιά ανάμνηση της Τρίτης Λυκείου, το άρθρο που έγραψα στο σχολικό μας περιοδικό, το Καμίνι, λίγους μήνες πριν από τις Πανελλαδικές, το 1994, και δημοσιεύθηκε ξανά στην Ελευθεροτυπία έναν χρόνο αργότερα, όταν πια ήμουν φοιτήτρια Νομικής…
Το άρθρο της Ζωής Κωνσταντοπούλου στο σχολικό περιοδικό
«Zωή δέσμια
Η Παιδεία και χρόνου μακρού και κόπου ου σμικρού και τύχης δείται λαμπράς…
Έτσι μου έλεγε ο παππούς μου, Θεός σχωρέσ’ τον, κάθε φορά που μ’ έβλεπε, παιδάκι ακόμη, να τυραννιέμαι με τα βιβλία…
Πού ‘σαι, παππούλη, να με δεις τώρα, να δεις το χρόνο και τον κόπο και να πεις «ποια παιδεία και ποια τύχη λαμπρά;»
Κι όχι μόνο εμένα, παππού μου! Πού να δεις όλα τα παιδάκια της ηλικίας μου πώς βασανίζονται στο σχολείο, στο φροντιστήριο, στο σπίτι… κι όχι βέβαια για την Παιδεία, όχι! Βασανίζονται να μάθουν απ’ έξω το βιβλίο της Φυσικής ή της Πολιτικής Οικονομίας ή της Βιολογίας, ανάλογα με τη Δέσμη στην οποία το καθένα ανήκει…
Δέσμες είναι οι ομάδες που μας έχουν κατατάξει, ανάλογα με τον «προσανατολισμό» μας. Για να σου δώσω να καταλάβεις, τα παιδιά που θέλουν να γίνουν μαθηματικοί ή αρχιτέκτονες και τέτοια πάνε στην πρώτη δέσμη. Όσοι φιλοδοξούν να γίνουν γιατροί, σαν κι εσένα, πάνε στη δεύτερη, ενώ οι μέλλοντες κοινωνιολόγοι και οικονομολόγοι στην τέταρτη.
Η δική μου η δέσμη είναι η τρίτη. Τη λένε αλλιώς και «φυτοδέσμη», όχι άδικα, κατά τη γνώμη μου. Αλλά φυτοδέσμες είναι όλες οι δέσμες, παππού μου, μην κοροϊδευόμαστε. Γιατί σ’ όποια δέσμη και να είσαι, πρέπει να γίνεις φυτό, άνευρο, δηλαδή, ον, που παπαγαλίζει μηχανικά, εάν θέλεις ν’ ανταποκριθείς στις απαιτήσεις των περιβόητων ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ!
Λοιπόν, τα παιδιά της τρίτης Δέσμης, σαν κι εμένα, θέλουν τα περισσότερα να γίνουν δικηγόροι, φιλόλογοι, δάσκαλοι ή δημοσιογράφοι. «Έτσι μου είστε;», μας λέει το Σύστημα. «Τώρα θα δείτε!». Και μας βάζει να μάθουμε 140 σελίδες πετσοκομμένης ιστορίας, κομμένης αλλά όχι ραμμένης, ασυνάρτητης, απ’ έξω! Απ’ έξω, παππού! Με το νι και με το σίγμα! Με την τελεία και με το θαυμαστικό! Και με τα λάθη, ακριβώς όπως είναι μέσα! Παπαγαλία! Και νομίζουν, παππού μου, πως εμείς δεν το καταλαβαίνουμε που παπαγαλίζουμε και που τρώμε τα νιάτα μας σε «άρρητα ρήματα, κουκιά μαγειρεμένα», όπως θα ‘λεγες κι εσύ, επειδή βρήκαν πιο εύηχη λέξη για την παπαγαλία και τη βαφτίσανε «αποστήθιση». Αυτή η Ιστορία, στοιχειό έχει καταντήσει! Μας κυνηγάει παντού. Στις συζητήσεις μας μάς έρχονται συνειρμικά φράσεις στο νου: «Κάτω από την απατηλή αυτή επίφαση, πραγματικός νικητής παρέμενε ο Καποδίστριας»… Ο φίλος μου ο Γιώργος προχθές ήταν άρρωστος, παραμιλούσε στον ύπνο του και ξέρεις τι έλεγε; Μη φανταστείς πως περιέγραφε τίποτε ονειρεμένους τόπους ή νησιά, όχι: την Ιστορία απ’ έξω έλεγε.
Δεν είναι μόνο η Ιστορία, μη νομίζεις. Και τα άλλα μαθήματα τα ίδια είναι. Στα Λατινικά, ιδιαίτερα, μία φοβερή πρόκληση περιμένει τον μαθητή. Βέβαια! Γιατί δεν έχει μόνο να μελετήσει κείμενα υψηλού περιεχομένου, που τιτλοφορούνται «ο ύπατος Αιμίλιος Παύλος και το σκυλάκι του», ή «ο Αύγουστος και η φιλαρέσκεια της κόρης του Ιουλίας» -αυτά στο κάτω κάτω έχουν και το χιούμορ τους και σε ψυχαγωγούν, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό.
Καλείται ακόμη ο μαθητής να αποφασίσει τι Λατινικά θα μάθει, του Σαββαντίδη ή του Τζάρτζανου; Γιατί άλλα Λατινικά διδάσκει η πράσινη Γραμματική του Τζάρτζανου, άλλα το άσπρο το βιβλίο με τα κείμενα, και επειδή οι αρμόδιοι δεν έχουν αποφασίσει ακόμη ποια είναι τα σωστά, αφήνουμε το δύσμοιρο το μαθητάκο να αμφιταλαντεύεται και να αγωνιά.
«Τι χολοσκάς, Ζωίτσα, για την Ιστορία και τα Λατινικά! Αφού έχεις τ’ Αρχαία και την Έκθεση!». Έτσι δεν θα μού ‘λεγες; Έλα όμως που δεν είναι έτσι. Γιατί ούτε στα Αρχαία απαλλασσόμαστε από την αποστήθιση… Απ’ έξω ο Θουκυδίδης που «καταγόταν από δήμο Αλιμούντα και ο πατέρας του λεγόταν Όλορος», απ’ έξω και ο Σοφοκλής. Και η μετάφραση πρέπει να είναι σχολική, ήτοι πιστή στο συντακτικό, έστω κι αν το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι νέα ελληνικά…
Αμ’ αυτή η Έκθεση; Πού να στα λέω τι έχω τραβήξει. Η Έκθεση, παππού, δεν είναι πια δημιουργική. Ή μάλλον δεν είναι «έκθεση», όπως εσύ αντιλαμβανόσουν τη λέξη. Τώρα έκθεση σημαίνει τουλάχιστον τέσσερις σελίδες χαμένο μελάνι, στις οποίες προσπαθείς να δικαιολογήσεις και να αποδείξεις το αυτονόητο ή να δώσεις σωτήριες για την ανθρωπότητα λύσεις: «πώς θα διατηρήσει ο άνθρωπος την αξιοπρέπειά του στη σημερινή εποχή του τεχνολογικού θριάμβου;». Και δεν φτάνει που αναθέτουν σ’ εσένα το δεκαεφτάχρονο να σηκώσεις στους ώμους σου το βάρος της ανθρωπότητας και να αποφανθείς, εισπράττεις και χαρακτηρισμούς όπως «διανοουμενίστικο» ή «σιδερωμένος δοκιμιακός λόγος», ή απ’ την άλλη «λογοτεχνίζον».
Μα τι θέλουν επιτέλους; Να σου πω τι θέλουν: «Γλώσσα Εκθεσιακή», που σημαίνει: λέξεις και φράσεις τετριμμένες, χιλιοειπωμένες, άχρωμες, άοσμες, άνευ νοήματος και ουσίας.
Και ξέρεις τι θα πούνε τώρα μερικοί, παππού μου, που σου τα λέω αυτά κάπως χιουμοριστικά, κάπως με ελαφριά καρδιά: Πως δεν είμαι… «συνειδητοποιημένη» υποψήφια. Γιατί πρέπει εμείς τα τριτολυκειάκια να είμαστε και… «συνειδητοποιημένα» τρομάρα μας!
Ξέρεις τι θα πει αυτό; Πώς πρέπει να τρέμουμε από το άγχος από το πρωί ως το βράδυ, να αναλογιζόμαστε κάθε στιγμή το στόχο μας, τις εξετάσεις. Να μην κάνουμε πλάκα, γιατί κινδυνεύουμε να κατηγορηθούμε για ασυνειδησία.
Δεν φτάνει, δηλαδή, παππού, που σινεμά πια δεν πηγαίνω και το Σάββατο μου έχει καταντήσει η χειρότερη μέρα, γεμάτη Φροντιστήρια, πρέπει και το πρόσωπό μου να ακτινοβολεί από «συνειδητοποίηση»!
Δεν φτάνει που ανεβοκατεβαίνω στην Αθήνα για Φροντιστήριο και αγχώνομαι –προλαβαίνω; Αν μ’ εξετάσει σ’ αυτό που δεν πρόλαβα να διαβάσω; Αν αργοπορήσω; Θα βάλει πολλά για αύριο; Πρέπει και καθημερινά να αποδεικνύω πως όντως αγχώνομαι, να τους πείσω πως αγχώνομαι, για να καθησυχαστούν αυτοί. Ποιοι; Να, όλοι αυτοί που νομίζουν πως συμπάσχουν, πως υποφέρουν εξίσου ή και περισσότερο από ‘μένα…
Δεν είναι λίγοι οι καθηγητές που πιστεύουν πως ενδιαφέρονται πιο πολύ από ‘μένα για την επιτυχία μου. Αλλά ακόμη και η μαμά, η κόρη σου, παππού, νομίζει πως καταπιέζεται όσο κι εγώ, όταν καμιά φορά της λέω την Ιστορία απ’ έξω.
Άλλες φορές, πάλι, «δεν διαβάζεις» μου λέει, «κοροϊδεύεις την κοινωνία!».
Εγώ κοροϊδεύω την κοινωνία ή η κοινωνία εμένα, υποβάλλοντάς με σ’ όλη αυτή τη δοκιμασία; Πες μου, παππού, άδικο έχω; Το ξέρω πως εσύ θα μου ‘λεγες πως έχω δίκιο κι όλοι γύρω μου αυτό μου λένε, όμως δεν βλέπω να κάνει κάτι κανείς για να βελτιωθεί η κατάσταση… Όλοι κατανοούν… και εφησυχάζουν.
Θυμάσαι, παππούλη, τα καλοκαίρια πώς μ’ άρεσε να κοιμάμαι και να ξεκουράζομαι με τις ώρες; Που μου ‘λεγες «γλυκός ο ύπνος την αυγή, γυμνός ο κ… τη Λαμπρή;» Πού τέτοια τώρα! Ούτε γλυκός ο ύπνος την αυγή, κι όσο για Λαμπρή, διαβάζοντας θα την περάσω φέτος. Κι ούτε στην Αιδηψό θα έρθω –πρώτη φορά τόσα χρόνια. Έτσι μέσα στο άγχος τα πέρασα και τα Χριστούγεννα και δεν πήρα μυρουδιά ούτε από γιορτινή ατμόσφαιρα, ούτε τίποτε.
Κι η Μελίζα τα ίδια… Κι όλα τα παιδιά! Όχι πως διαβάσαμε και τίποτα σπουδαίο, μόνο που αγχωνόμασταν καθημερινά γιατί έπρεπε να διαβάσουμε. Με τον Αντρέα είχαμε βάλει στόχο την πρώτη μέρα να κάνουμε επανάληψη τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό.
Τελικά προτιμήσαμε να χαζολογήσουμε και μας έτρωγαν οι τύψεις για μέρες. Μέχρι και την Βασιάννα έμπλεξα, παππού, αναζητώντας κάποια συμπαράσταση, και 10 χρόνων μόμολο μου κράταγε το βιβλίο να της λέω την «τελική ρύθμιση των Συνόρων»…
Είπα για όλους τους άλλους, παππού, κι άφησα τελευταίο να σου πω και για μένα που ήμουνα που ήμουνα –τώρα παραέχω καταντήσει μιγιάγγιχτη, «αστέρω και υστέρω», που λέει και η μαμά.
Πού να δεις την εγγονή σου στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, να ωρύεται και να τα βάζει με όποιον βρει μπροστά της και να μην την αναγνωρίσεις… Αφού και η ίδια δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου.
Στα ‘πα, παππούκο μου, και ξαλάφρωσα. Δεν πειράζει που δεν την άκουσα την απάντησή σου. Ξέρω τι θα ‘λεγες γι’ αυτήν την καθημερινή αλλοτρίωση του χρόνου, της σκέψης και της φαντασίας μας…
Θα ‘λεγες πως η ζωή είναι πέλαγος».