MasterChef: Συγκίνησε ο “Μπόμπαινας” – Τι είναι το σύνδρομο Wilson για το οποίο μίλησε

Ο “Μπόμπαινας” είναι ένας από τους πιο πολυσυζητημένους παίκτες του φετινού MasterChef λόγω της συμπεριφοράς του μέσα στο ριάλιτι μαγειρικής και τις περίεργες σχέσεις που έχει με τους συμπαίκτες τους.

Ο Δημήτρης Ταϊρίδης, όπως είναι το όνομά του, στο επεισόδιο που προβλήθηκε την Πέμπτη, προχώρησε σε μία προσωπική εξομολόγηση που συγκίνησε ιδιαίτερα τους τηλεθεατές. Συγκεκριμένα, ο “Μπόμπαινας” αναφέρθηκε στο παιδί της συντρόφου του, το οποίο πάσχει από το σύνδρομο Wilson.

“Θέλω να δηλώσω ότι σήμερα είμαι και λίγο συγκινημένος γιατί είχα επικοινωνία με την Ιωάννα και μίλησα και με την Ζούμπι μας. Η Ζούμπι μας είναι ένα παιδί με σύνδρομο Wilson, το οποίο υπεραγαπάω. Μπορεί να μην είμαι ο βιολογικός της πατέρας, αλλά είναι μια καρδιά μεγάλη και μου έδωσε και δύναμη. Μου είπε, χαίρομαι που σε βλέπω Δημήτρη στην κουζίνα του MasterChef! Εντάξει, είναι αυτές οι μικρές ενεσούλες που σου δίνουν μια ώθηση ρε παιδί μου. Της είπα πόσο πολύ την αγαπάω, της το λέω και από εδώ, θα της το πω και όταν βγω από κοντά. Εντάξει, προχωράω”, είπε ο παίκτης του MasterChef.

Τι είναι το Σύνδρομο Wilson

Η νόσος του Wilson ή ηπατοφακοειδής εκφύλιση είναι μία κληρονομική αυτοσωματική υπολειπόμενη γενετική διαταραχή κατά την οποία ο χαλκός συσσωρεύεται στους ιστούς. Εκδηλώνεται με νευρολογικά ή ψυχιατρικά συμπτώματα και ως ασθένεια του ήπατος. Αντιμετωπίζεται με φαρμακευτική αγωγή που μειώνει την απορρόφηση του χαλκού ή αφαιρεί την περίσσεια του χαλκού από το σώμα, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις η μεταμόσχευση ήπατος είναι απαραίτητη.

Η κατάσταση αυτή οφείλεται σε μεταλλάξεις του γονιδίου ΑΤΡ7Β στο χρωμόσωμα 13. Μια μη φυσιολογική μετάλλαξη του γονιδίου παρουσιάζεται σε 1 στους 100 ανθρώπους, οι οποίοι δεν εκδηλώνουν κανένα σύμπτωμα (είναι φορείς) διότι το φυσιολογικό γονίδιο είναι το κυρίαρχο και το ελαττωματικό είναι το υπολειπόμενο. Εάν ένα παιδί κληρονομήσει το γονίδιο και από τους δύο γονείς μπορεί να αναπτύξει νόσο του Wilson. Τα συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως στην ηλικία μεταξύ 6 και 20 ετών, αλλά έχουν αναφερθεί περιπτώσεις σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. Η νόσος του Wilson εμφανίζεται σε 1 έως 4 ανά 100.000 ανθρώπους. Η νόσος του Wilson πήρε το όνομά της από τον Samuel Alexander Kinnier Wilson (1878-1937), Βρετανό νευρολόγο που πρώτος περιέγραψε την κατάσταση το 1912.

Νόσος Wilson: Οι ενδείξεις και τα συμπτώματα

Τα κύρια όργανα συσσώρευσης χαλκού είναι το ήπαρ και ο εγκέφαλος, και κατά συνέπεια η ηπατική νόσος και νευροψυχιατρικά συμπτώματα είναι τα κύρια χαρακτηριστικά που οδηγούν στην διάγνωση. Τα άτομα με ηπατικά προβλήματα τείνουν να χρίζουν ιατρικής φροντίδας νωρίτερα, γενικά σαν παιδιά ή έφηβοι, από εκείνους με νευρολογικά και ψυχιατρικά συμπτώματα, οι οποίοι τείνουν να είναι στη δεκαετία των είκοσι ή μεγαλύτεροι. Μερικοί εντοπίζονται μόνο επειδή συγγενείς τους έχουν διαγνωστεί με τη νόσο του Wilson. Πολλοί από αυτούς, όταν εξετάζονται, αποδεικνύεται ότι έχουν εμφανίσει συμπτώματα της πάθησης αλλά δεν έχουν διαγνωστεί.

Ηπατική νόσος

Η ηπατική νόσος μπορεί να παρουσιαστεί σαν κόπωση, αυξημένη τάση για αιμορραγία ή σύγχυση (που οφείλεται σε ηπατική εγκεφαλοπάθεια) και πυλαία υπέρταση. Η τελευταία, μια κατάσταση κατά την οποία η πίεση στην πυλαία φλέβα είναι σημαντικά αυξημένη, οδηγεί σε κιρσούς οισοφάγου, τα αιμοφόρα αγγεία στον οισοφάγο μπορεί να αιμορραγήσουν σε απειλητικό για τη ζωή βαθμό καθώς και σε διεύρυνση της σπλήνας και συσσώρευση υγρού στο κοιλιακή κοιλότητα. Κατά την εξέταση, ενδείξεις χρόνιας ηπατικής νόσου, όπως αραχνοειδείς σπίλοι (μικρά διασταλμένα αιμοφόρα αγγεία, συνήθως στο στήθος) μπορεί να παρατηρηθούν. Χρόνια ενεργή ηπατίτιδα έχει προκαλέσει κίρρωση του ήπατος στα περισσότερα άτομα από τη στιγμή που αυτά αναπτύσσουν συμπτώματα. Ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι με κίρρωση έχουν αυξημένο κίνδυνο ηπατοκυτταρικού καρκινώματος (καρκίνος του ήπατος), ο κίνδυνος αυτός είναι σχετικά πολύ χαμηλός για τη νόσο του Wilson.

Στο 5% των ανθρώπων η διάγνωση γίνεται μόνο όταν αυτοί αναπτύσσουν οξεία ηπατική ανεπάρκεια, συχνά στο πλαίσιο μιας αιμολυτικής αναιμίας (αναιμία εξαιτίας της καταστροφής των ερυθρών αιμοσφαιρίων). Αυτό οδηγεί σε ανωμαλίες στην παραγωγή πρωτεϊνών (που προσδιορίζονται από διαταραγμένη πήξη) και στον μεταβολισμό από το ήπαρ. Ο διαταραγμένος μεταβολισμός των πρωτεϊνών οδηγεί στην συσσώρευση των άχρηστων ουσιών, όπως η αμμωνία στην κυκλοφορία του αίματος. Όταν αυτές ερεθίζουν τον εγκέφαλο, το άτομο αναπτύσσει ηπατική εγκεφαλοπάθεια (σύγχυση, κώμα, σπασμούς και, τέλος, απειλητικό για τη ζωή οίδημα του εγκεφάλου).

Νευροψυχιατρικά συμπτώματα

Περίπου μισοί από τους ανθρώπους με νόσο του Wilson έχουν νευρολογικά ή ψυχιατρικά προβλήματα. Οι περισσότεροι αρχικά έχουν ήπια γνωστική υποβάθμιση και αδεξιότητα, καθώς και αλλαγές στη συμπεριφορά. Συγκεκριμένα νευρολογικά συμπτώματα ακολουθούν έπειτα, συχνά με τη μορφή του παρκινσονισμού (δυσκαμψία-σημείο τροχού- βραδυκινησία ή επιβράδυνση των κινήσεων και η έλλειψη ισορροπίας είναι τα πιο κοινά χαρακτηριστικά παρκινσονισμού ) με ή χωρίς ένα τυπικό τρέμουλο χεριού, δυσαρθρία, αταξία (έλλειψη συντονισμού) ή δυστονία (συστροφή και επαναλαμβανόμενες κινήσεις του μέρος του σώματος). Επιληπτικές κρίσεις και ημικρανία φαίνεται να είναι πιο συχνές στη νόσο του Wilson. Η κρίση/γνώση μπορεί επίσης να επηρεαστεί στη νόσο του Wilson. Αυτό εμφανίζεται σε δύο, μη αλληλοαποκλειόμενες, κατηγορίες, ως διαταραχή μετωπιαίου λοβού (μπορεί να παρουσιαστεί ως παρορμητικότητα, μειωμένη κρίση, απάθεια και εκτελεστική δυσλειτουργία με κακό προγραμματισμό και αδυναμία λήψης αποφάσεων) και υποφλοιώδης άνοια (μπορεί να παρουσιαστεί ως βραδύτητα σκέψης, απώλεια μνήμης και εκτελεστική δυσλειτουργία, χωρίς ενδείξεις αφασίας, απραξία ή αγνωσία). Προτείνεται ότι αυτές οι γνωστικές διαταραχές σχετίζονται και συνδέονται άμεσα με τις ψυχιατρικές εκδηλώσεις της ασθένειας.

Ψυχιατρικά προβλήματα που οφείλονται στην νόσο του Wilson μπορεί να περιλαμβάνουν αλλαγές συμπεριφοράς, κατάθλιψη, άγχος και ψύχωση. Τα ψυχιατρικά συμπτώματα παρατηρούνται συχνά μαζί με τα νευρολογικά συμπτώματα, σπάνια εκδηλώνονται μόνα τους. Αυτά τα συμπτώματα συχνά δεν είναι σαφώς καθορισμένα και μπορούν να αποδοθούν σε άλλες αιτίες. Λόγω αυτού, η διάγνωση της νόσου του Wilson είναι γίνεται σπάνια όταν μόνο τα ψυχιατρικά συμπτώματα είναι παρόντα.

Άλλα συστήματα οργάνων

Διάφορες παθολογικές καταστάσεις έχουν συνδεθεί με τη συσσώρευση του χαλκού στη νόσο του Wilson:

Μάτια: Kayser-Fleischer δακτύλιοι (KF δακτύλιοι) μπορεί να είναι ορατοί γύρω από την ίριδα. Προέρχονται κυρίως από την εναπόθεση του χαλκού στη μεμβράνη του Δεσκεμέτειου υμένα του κερατοειδούς. Δεν συμβαίνουν σε όλους τους ανθρώπους και μπορεί να είναι ορατές μόνο σε εξέταση σχισμοειδούς λυχνίας (slit lamp). Η νόσος του Wilson συνδέεται επίσης με καταρράκτη – ηλίανθο(sunflower cataracts), καφέ ή πράσινο χρώμα του προσθίου και οπισθίου περιφακίου (lens capsule). Δεν προκαλέι σημαντική απώλεια της όρασης. Δακτύλιοι KF συμβαίνουν στο 66% των περιπτώσεων, πιο συχνά σε άτομα με νευρολογικά από ό, τι με ηπατικά προβλήματα.
Νεφροί: οξέωση νεφρικών σωληναρίων (renal tubular acidosis), μια διαταραχή χειρισμού του διττανθρακικού από το εγγύς σωληνάρια οδηγεί σε νεφρασβέστωση (nephrocalcinosis) (συσσώρευση ασβεστίου στα νεφρά), εξασθένηση των οστών (λόγω του ασβεστίου και της απώλειας φωσφορικού άλατος) και περιστασιακά αμινοξυουρία (aminoaciduria) (απώλεια αμινοξέων, που απαιτούνται για την πρωτεΐνη σύνθεση).
Καρδιά: η μυοκαρδιοπάθεια (αδυναμία του καρδιακού μυός) είναι ένα σπάνιο αλλά αναγνωρισμένο πρόβλημα στη νόσο του Wilson- Μπορεί να οδηγήσει σε καρδιακή ανεπάρκεια (συσσώρευση υγρού εξαιτίας μειωμένης λειτουργίας της αντλίας) και σε καρδιακές αρρυθμίες (επεισόδια ακανόνιστων και / ή ασυνήθιστα γρήγορων ή αργών καρδιακών χτύπων).
Ορμόνες:. Υποπαραθυρεοειδισμό (υπολειτουργία των παραθυρεοειδών αδένων, που οδηγεί σε χαμηλά επίπεδα ασβεστίου), υπογονιμότητα και σε καθ’έξιν έκτρωση.

Γενετική

Το γονίδιο για τη Νόσο του Wilson (ATP7B) χαρτογραφήκε στο χρωμόσωμα 13 (13q14.3) και εκφράζεται πρωτίστως στο ήπαρ, στο νεφρό και στον πλακούντα. Το γονίδιο κωδικοποιεί έναν P-τύπο (κατιονικού ενζύμου μεταφορά) ATPάσης που μεταφέρει χαλκό μέσα στη χολή και το ενσωματώνει στην κερουλοπλασμίνη. Μεταλλάξεις ανιχνεύονται στο 90%. Οι περισσότεροι (60%) είναι ομόζυγοι για ATP7B μεταλλάξεις (δύο μη φυσιολογικά αντίγραφα), και 30% έχουν μόνο ένα μη φυσιολογικό αντίγραφο. 10% δεν εμφανίζουν ανιχνεύσιμη μετάλλαξη. Παρόλο που 300 μεταλλάξεις του ATP7B έχουν περιγραφεί, στους περισσότερους πληθυσμούς τα περιστατικά της Νόσου Wilson οφείλονται σ’ έναν μικρό αριθμό συγκεκριμένων μεταλλάξεων γι’ αυτόν τον πληθυσμό. Για παράδειγμα, στους δυτικούς πληθυσμούς η H1069Q μετάλλαξη (αντικατάσταση της ιστιδίνης από γλουταμίνη στη θέση 1069 της πρωτείνης) εμφανίζεται στο 37-63% των περιστατικών, ενώ στην Κίνα αυτή η μετάλλαξη είναι πολύ ασυνήθιστη και η R778L (αργινίνη σε λευκίνη στην 778) βρίσκεται πιο συχνά. Σχετικά λίγα είναι γνωστά όσον αφορά το αντίκτυπο ποικίλων μεταλλάξεων, παρόλο που η H1069Q μετάλλαξη φαίνεται να προμηνύει καθυστερημένη εκδήλωση και κατά κύριο λόγο νευρολογικά προβλήματα, σύμφωνα με κάποιες μελέτες. Μία φυσιολογική ποικιλία στο PRNP γονίδιο μπορεί να τροποποιήσει την πορεία της νόσου καθυστερώντας την ηλικία έναρξης και επηρεάζοντας τον τύπο των συμπτωμάτων που αναπτύσσονται. Αυτό το γονίδιο παράγει πρωτογενή πρωτείνη, η οποία είναι ενεργή στον εγκέφαλο και σε άλλους ιστούς και ακόμα φαίνεται να εμπλέκεται στη μεταφορά του χαλκού. Ένας ρόλος για το ApoE γονίδιο αρχικά υποπτεύφθηκε αλλά δε μπόρεσε να επιβεβαιωθεί. Η νόσος κληρονομείται με αυτοσωματικό υπολειπόμενο χαρακτήρα. Προκειμένου να την κληρονομήσει κάποιος, πρέπει και οι δύο γονείς ενός ατόμου να φέρουν από ένα προσβεβλημένο γονίδιο. Οι περισσότεροι δεν έχουν οικογενειακό ιστορικό για τη νόσο. Άτομα με μόνο ένα μη φυσιολογικό γονίδιο καλούνται φορείς (ετεροζυγώτες) και μπορεί να εμφανίζουν ήπιες, αλλά κλινικά ασήμαντες, ανωμαλίες στο μεταβολισμό του χαλκού. Η Νόσος του Wilson είναι η πιο κοινή από την κατηγορία των κληρονομικών ασθενειών που προκαλούν υπερφότωση του χαλκού στο συκώτι. Όλες μπορούν να προκαλέσουν κύρρωση σε μικρή ηλικία. Δεν υπάρχουν μεταλλάξεις σχετιζόμενες με το ATP7B: για παράδειγμα, η ICC έχει συνδεθεί με μεταλλάξεις στο KRTP και στο KRT18 γονίδιο.

Διάγνωση

Η νόσος του Wilson μπορεί να υποπτευθεί, με βάση κάποιο από τα συμπτώματα που αναφέρονται παραπάνω ή όταν ένας στενός συγγενής έχει διαγνωστεί με τη νόσο. Οι περισσότεροι έχουν ελαφρά μη φυσιολογικές δοκιμασίες ηπατικής λειτουργίας όπως αυξημένα επίπεδα ηπατικής τρανσαμινάσης, της τρανσαμινάσης της αλανίνης και της χολερυθρίνης. Εάν η ηπατική βλάβη είναι σημαντική, η λευκωματίνη μπορεί να μειωθεί λόγω της αδυναμίας των κατεστραμμένων ηπατικών κυττάρων να την παράγουν. Επίσης ο χρόνος ζωής της προθρομβίνης(μια δοκιμασία της πήξης του αίματος ) μπορεί να παραταθεί καθώς το ήπαρ δεν μπορεί να συνθέσει πρωτεΐνες που είναι γνωστές ως παράγοντες πήξης. Τα επίπεδα της αλκαλικής φωσφατάσης είναι σχετικά χαμηλά σε άτομα με νόσο του Wilson,που σχετίζονται με οξεία ηπατική ανεπάρκεια. Εάν υπάρχουν νευρολογικά συμπτώματα συνήθως πραγματοποιείται μαγνητική τομογραφία(MRI) του εγκεφάλου: αυτό δείχνει υψηλές εντάσεις στο μέρος του εγκεφάλου που ονομάζεται βασικά γάγγλια στον Τ2 καθορισμό. Η μαγνητική τομογραφία μπορεί να δείξει επίσης το χαρακτηριστικό μοτίβο «πρόσωπο ενός γιγάντιου πάντα». Δεν υπάρχει καμία απολύτως αξιόπιστη εξέταση για τη νόσο του Wilson αλλά τα επίπεδα της σερουλοπλασμίνης και του χαλκού στο αίμα, καθώς και η ποσότητα του χαλκού που αποβάλλεται στα ούρα κατά τη διάρκεια 24 ωρών, χρησιμοποιούνται από κοινού για να σχηματίσουν μια εικόνα για την ποσότητα του χαλκού στο σώμα. Η ιδανικότερη δοκιμασία είναι η βιοψία ήπατος.

Θεραπεία

Διατροφή

Γενικά, συστήνεται μια διατροφή χαμηλής πρόσληψης χαλκού αποφεύγοντας μανιτάρια, ξηρούς καρπούς, σοκολάτα, αποξηραμένα φρούτα, συκώτι και όστρακα.

Φαρμακευτική Αγωγή

Ποικιλία θεραπειών είναι διαθέσιμες για τη Νόσο του Wilson. Κάποιες αυξάνουν την απομάκρυνση του χαλκού από το σώμα, ενώ άλλες αποτρέπουν την απορρόφηση του με σωστή διατροφή. Γενικά, η πενικιλλαμίνη είναι η πρώτης επιλογής θεραπεία που χρησιμοποιείται. Αυτή δεσμεύει το χαλκό (αποσιδήρωση) και οδηγεί σε απέκρισσή του από τα ούρα. Ως εκ τούτου, η παρακολούθηση της ποσότητας του χαλκού στα ούρα μπορεί να γίνει για να εξασφαλίσει ότι μία επαρκής υψηλή δόση προσλαμβάνεται. Η πενικιλαμίνη ωστόσο παρουσιάζει και κάποια προβλήματα: περίπου το 20% έχουν παρενέργειες ή επιπλοκή στη θεραπεία με πενικιλαμίνη, όπως λύκο επαγόμενο από φάρμακο (προκαλεί πόνους στους συνδέσμους και εξανθήματα στο δέρμα) ή μυασθένια (νευρική κατάσταση που οδηγεί σε αδυναμία των μυών). Σε αυτούς που εμφανίζουν νευρολογικά συμπτώματα, σχεδόν οι μισοί εμφανίζουν μία παράδοξη επιδείνωση των συμπτωμάτων τους. Κι ενώ το φαινόμενο αυτό παρατηρείται και σ’ άλλες θεραπείες για τη νόσο, συνήθως λαμβάνεται ως ένδειξη για τη διακοπή της πενικιλαμίνης και την έναρξη μίας δεύτερης σε σειρά θεραπείας. Μη ανεκτικοί σε πενικιλαμίνη μπορούν αντ’ αυτού να ξεκινήσουν υδροχλωρική τριεντίνη, η οποία επίσης έχει δεσμευτικές ιδιότητες. Κάποιοι προτείνουν/ συστείνουν την τριεντίνη σαν πρώτη θεραπεία, αλλά η εμπειρία με πενικιλαμίνη είναι πιο εκτενής.[6] Ένας περαιτέρω παράγοντας με γνωστή δραστηριότητα στη Νόσο Wilson είναι ο τετραθειομόλυβδος. Αυτός βέβαια ακόμα θεωρείται ως πειραματικός παράγοντας, παρόλου που μερικές μελέτες έχουν δείξει ευεργετικό αποτέλεσμα.

Μόλις όλα τα αποτελέσματα επιστρέψουν στα φυσιολογικά, ο ψευδάργυρος (συνήθως με μορφή του οξικού άλατός του zinc acetate που συνταγογραφείται ως Wilzin) μπορεί να χρησιμοποιηθεί αντί για χηλικούς παράγοντες για να διατηρήσει σταθερά επίπεδα χαλκού στο σώμα. Ο ψευδάργυρος διεγείρει τη μεταλλοθειονίνη, μια πρωτείνη στα εντερικά κύτταρα που δεσμεύει χαλκό και αποτρέπει την απορρόφηση και μεταφορά της στο συκώτι. Η θεραπεία με ψευδάργυρο συνεχίζεται εκτός εάν τα συμπτώματα επαναληφθούν, ή εάν η ουρική απέκκριση του χαλκού αυξηθεί.

Σε σπάνιες περιπτώσεις όπου καμία από του στόματος θεραπεία δεν είναι δραστική, ειδικά στη νευρολογική εκδήλωση της νόσου, διμεκαπρόλη είναι ακόμα περιστασιακά απαραίτητη. Αυτή η θεραπεία γίνεται με ένεση ενδομυϊκά (μέσα στο μυ) κάθε λίγες εβδομάδες για ένα διάστημα και έχει έναν αριθμό από ανεπιθύμητα αποτελέσματα όπως ο πόνος.

Οι άνθρωποι που είναι ασυμπτωματικοί (π.χ. αυτοί που διαγνώστηκαν με προσυμπτωματικό έλεγχο οικογένειας ή λόγω μη φυσιολογικών αποτελεσμάτων σε εξετάσεις) πρέπει να θεραπεύονται, γιατί η συσσώρευση του χαλκού μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες βλάβες στο μέλλον. Παρόλα αυτά δεν είναι σαφές αν αυτοί οι άνθρωποι αντιμετωπίζονται καλύτερα με πενικιλλαμίνη ή οξικό ψευδάργυρο.

Φυσικοθεραπεία

Η φυσικοθεραπεία είναι ευεργετική για τους ασθενείς με τη νευρολογική μορφή της νόσου. Η θεραπεία χηλικού χαλκού που χρησιμοποιείται μπορεί να χρειαστεί έως και έξι μήνες για να αρχίσει να έχει αποτέλεσμα, και έτσι η φυσικοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της αταξίας, της δυστονίας, και του ρίγους, καθώς προλαμβάνει και την ανάπτυξη των συσπάσεων που μπορεί να προκύψουν από τη δυστονία.

Μεταμόσχευση

Η μεταμόσχευση ήπατος είναι μια αποτελεσματική θεραπεία για τη νόσο του Wilson, αλλά χρησιμοποιείται μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, λόγω των πολλών κινδύνων και των επιπλοκών που έχει η διαδικασία. Χρησιμοποιείται κυρίως σε άτομα με οξεία ηπατική ανεπάρκεια που δεν ανταποκρίνονται στη θεραπεία, ή σε άτομα με προχωρημένη χρόνια ηπατική νόσο. Μεταμόσχευση ήπατος αποφεύγεται σε σοβαρές νευροψυχιατρικές ασθένειες, στις οποίες το όφελος δεν έχει αποδειχθεί.

*Με πληροφορίες από Wikipedia

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ