Στη Συρία, ο φόβος του καθεστώτος του Μπασάρ αλ Άσαντ και της μυστικής αστυνομίας του, γνωστής ως «Μουχαμπαράτ», ήταν τόσο έντονος που επηρέαζε κάθε πτυχή της ζωής των πολιτών.
Όπως αναφέρει η Washington Post, σε σχετικό ρεπορτάζ της, οι Σύροι για δεκαετίες ζούσαν υπό τη σκιά της καταστολής, διδάσκοντας από γενιά σε γενιά μια φράση που έγινε συνώνυμη με την καθημερινότητά τους: «Οι τοίχοι έχουν αυτιά».
Ο φόβος ως καθημερινότητα στη Συρία
Σε καφενεία, ταξί, αγορές και ακόμη και μέσα στα σπίτια τους, οι πολίτες δεν τολμούσαν να μιλήσουν ελεύθερα, φοβούμενοι πως οποιοσδήποτε -από έναν γείτονα έως έναν συνάδελφο- θα μπορούσε να είναι πληροφοριοδότης. Ο φόβος αυτός ενισχυόταν από το γεγονός ότι το καθεστώς του Άσαντ είχε φυτέψει τις ρίζες του βαθιά στην κοινωνία.
«Ο φόβος στη χώρα είχε φτάσει σε σημείο που ένιωθες ότι δεν μπορούσες να εμπιστευτείς ούτε την οικογένειά σου», δήλωσε στη Washington Post ο 26χρονος Αϊμάν Ριφάι, κάτοικος Δαμασκού.
Οι πολίτες της Συρίας ζούσαν σε ένα περιβάλλον διαρκούς παρακολούθησης, όπου ο οποιοσδήποτε μπορούσε να είναι πράκτορας του καθεστώτος, είτε εργαζόταν ως οδοκαθαριστής είτε πουλούσε μπαλόνια στον δρόμο.
Η ανάπτυξη της κωδικοποιημένης γλώσσας
Σύμφωνα με την Washington Post, σε αυτή την ατμόσφαιρα φόβου και καχυποψίας, οι Σύροι ανέπτυξαν μια κωδικοποιημένη γλώσσα που τους επέτρεπε να εκφράζονται χωρίς να γίνονται αντιληπτοί.
Η γλώσσα αυτή χρησιμοποιούνταν για να συζητούν από καθημερινά θέματα μέχρι κριτική κατά του καθεστώτος, αλλά μόνο μεταξύ φίλων και συγγενών που εμπιστευόντουσαν.
«Έπρεπε να έχουμε κωδικοποιημένη γλώσσα μεταξύ μας, επειδή δεν υπήρχε πραγματική ελευθερία έκφρασης», δήλωσε η Άλια Μάλεκ, συγγραφέας του βιβλίου «The Home that Was Our Country: A Memoir of Syria».
«Δεν ήξερες ποτέ ποιος σε άκουγε, ανεξάρτητα από το πού βρισκόσουν», πρόσθεσε. «Ακόμα και κατά την απουσία τους, ήταν παρόντες».
Οι Σύροι ανέπτυξαν συγκεκριμένους τρόπους επικοινωνίας για να αναφέρονται στο καθεστώς χωρίς να το κατονομάζουν. Όταν ήθελαν να διαμαρτυρηθούν για την κυβέρνηση, χρησιμοποιούσαν χειρονομίες, όπως να δείχνουν προς το ταβάνι, αντί να εκφράζονται ευθέως.
«Δεν μπορούσες να μιλήσεις καθόλου για το καθεστώς. Αν θέλαμε να γκρινιάξουμε για κάτι, χρησιμοποιούσαμε νοήματα με το δάχτυλο», ανέφερε η Μάισουν, 49 ετών, η οποία μίλησε στο αμερικανικό μέσο ενημέρωσης υπό καθεστώς ανωνυμίας λόγω φόβου.
Άλλες φράσεις, όπως «Αυτό το άτομο έχει ωραίο γραφικό χαρακτήρα», χρησιμοποιούνταν για να υποδηλώσουν ότι κάποιος μπορεί να είναι πληροφοριοδότης.
Η καχυποψία και οι προεκτάσεις του φόβου
Η Μάισουν, που έχει ζήσει στη Δαμασκό, στον Λίβανο και στη Γαλλία, εξήγησε στη Washington Post ότι δεν ένιωσε ποτέ ασφαλής από το καθεστώς Άσαντ, ακόμη και όταν βρισκόταν εκτός Συρίας. «Κάθε φορά που βρισκόμουν σε μια μεγάλη ομάδα Σύριων, αναρωτιόμουν αν κάποιος είχε “ωραίο γραφικό χαρακτήρα”», ανέφερε.
Το 2012, η οικογένειά της έφυγε από τη Δαμασκό και εγκαταστάθηκε στη Βηρυτό, αλλά έναν χρόνο αργότερα αποφάσισαν να επιστρέψουν στη Συρία, ελπίζοντας πως τα χειρότερα είχαν περάσει. Ωστόσο, οι φήμες έλεγαν ότι οι φρουροί στα σημεία ελέγχου ρωτούσαν τα παιδιά ποιος ήταν ο αγαπημένος τους πολιτικός ηγέτης, για να καταλάβουν τις πολιτικές πεποιθήσεις των γονιών τους.

«Πριν φύγουμε, είπα στην κόρη μου: “Μην πιστεύεις αυτά που σου είπαν οι γείτονες για τον Άσαντ. Είναι καλός άνθρωπος. Δεν ξέρουν τι λένε”», θυμάται η Μάισουν, υπογραμμίζοντας ότι έπρεπε να κρύβουν την αλήθεια ακόμα και από τα ίδια τους τα παιδιά.
Η πτώση του Άσαντ και η νέα πραγματικότητα
Η πρόσφατη εκδίωξη του Άσαντ από τους ισλαμιστές αντάρτες έδωσε στους Σύρους την ευκαιρία να μιλήσουν ελεύθερα για πρώτη φορά έπειτα από δεκαετίες καταπίεσης.
«Λέμε στους ανθρώπους “Γιατί μιλάτε ακόμα χαμηλόφωνα;”», ανέφερε ο Ριφάι στην Post, εκφράζοντας την έκπληξή του που μπορούσε να χρησιμοποιήσει το πλήρες όνομά του δημόσια.

«Τώρα μπορώ να χρησιμοποιήσω το πραγματικό μου όνομα», δήλωσε ο Θάμπετ Μπίρο, 60 ετών, επιστήμονας που μεγάλωσε στη Δαμασκό και τώρα ζει στο Ντουμπάι. Ο Μπίρο εξήγησε ότι για χρόνια χρησιμοποιούσε ψευδώνυμα για να εκφράσει τις απόψεις του στο διαδίκτυο, καθώς φοβόταν τις συνέπειες.
Ο διαρκής φόβος της φυλάκισης
Η απειλή της φυλάκισης ήταν μόνιμος φόβος για τους Σύρους από την εποχή του Χαφέζ αλ Άσαντ, πατέρα του Μπασάρ αλ Άσαντ. Όπως αναφέρει η Washington Post, οι πολίτες αναφέρονταν στη φυλακή με κωδικοποιημένη γλώσσα, χρησιμοποιώντας εκφράσεις όπως «το σπίτι της θείας».
Σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, περισσότεροι από 110.000 άνθρωποι έχουν «εξαφανιστεί βίαια» από το καθεστώς από το 2011, ενώ πάνω από 15.000 έχουν πεθάνει από βασανιστήρια.
Ο Αμπντούλ Αλγουάρεθ Λάχαμ, 45 ετών, θυμάται έντονα τη διήμερη κράτησή του το 2012, όταν συνελήφθη κατά τη διάρκεια διαμαρτυρίας κατά του Άσαντ. «Με χτυπούσαν για ώρες με μαστίγια και μεταλλικές ράβδους», δήλωσε στην Washington Post. «Έμεινα έκπληκτος για το πόσα μπορεί να αντέξει το ανθρώπινο σώμα», σχολίασε.

Ο Λάχαμ πέρασε δύο νύχτες στο σκληρό πάτωμα του κελιού του, αποφεύγοντας να φάει ή να πιει νερό, καθώς δεν υπήρχαν τουαλέτες. «Σκεφτόμουν αν θα ξαναδώ τη γυναίκα και το παιδί μου ή όχι», ανέφερε.
Όταν τελικά αφέθηκε ελεύθερος, αισθανόταν περίεργα. «Ήξερα ότι αφήναμε ανθρώπους πίσω μας. Μερικοί από αυτούς δεν θα έβγαιναν ποτέ», είπε.
Ο απόηχος του φόβου
Παρά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ, δεκαετίες φόβου έχουν αφήσει βαθιά τραύματα στους πολίτες της Συρίας. «Ακόμα έχω εφιάλτες ότι όλο αυτό είναι ένα όνειρο», δήλωσε ο Μπίρο στη Post, «και θα έρθουν να με πιάσουν».
Η αλλαγή εξουσίας έχει προσφέρει μια νέα ελπίδα για το μέλλον της Συρίας, αλλά οι πληγές που άφησε πίσω της η εποχή Άσαντ θα χρειαστούν πολύ χρόνο για να επουλωθούν.