Σκοτώνειακαριαία όπως το δηλητήριο της κόμπρας ή αργά και μεθοδικά, αλλά το ίδιο αποτελεσματικά όσον οι μελετημένες δόσεις του αρσενικού.
Ιδιαιτέρωςεναντίοντωνγυναικών έκπαλαι η συκοφαντία, αλλά και στις ημέρες μας είναι ακόμα πιο θανατηφόρα, διότι γαργαλάει κι ενεργοποιεί ανδρικούς ατταβισμούς, αρχετυπικούς και δασύτριχους.
Η κυρία Ζωή Κωνσταντοπούλου βρίσκεται στο στόχαστρο τέτοιων συκοφαντιών από την πρώτηστιγμή της εισόδου της στον πολιτικόστίβο, όταν απέδειξε αμέσως ότι είναι αυτόφωτη,
με τις επιχειρήσεις λάσπης εναντίον της να κορυφώνονται, όταν η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ ορίσθηκε απ’ το κόμμα της μέλος στην Προανακριτική Επιτροπή της Βουλής για τη λίστα Λαγκάρντ.
Ηπρώτη (και κατ’ εμέ κορυφαία) συκοφαντία εναντίον της κυρίας Κωνσταντοπούλου δεν αφορούσε στην πολιτικήτηςστάση, αλλά στην επιστημονικήτηςσυγκρότηση, την επαγγελματικήτηςυπόσταση και την ηθικήτηςακεραιότητα. Ετσι ώστε
ηφθορά της κυρίας Κωνσταντοπούλου ως φυσικού και δημοσίου προσώπου να κάνει εύκολη την ακύρωσήτης ως πολιτικού.
Κατηγορήθηκε λοιπόν η Ζωή ως συνήγορος βιαστών. Κι επιπροσθέτως ότι, ως συνήγορος, μετήλθε αμφιλεγόμενων δικονομικών μεθόδων, προκειμένου να παρατείνει χρονικώς την εκδίκαση της υπόθεσης που είχε αναλάβει.
Κατήγορος: η οργάνωση γυναικών του ΠΑΣΟΚ, ο κατάλληλος δηλαδή ευαίσθητος χώρος (γυναίκες γαρ) του πιο «ευαίσθητου» σε θέματα ισονομίας και ισηγορίας κόμματος από γενέσεως νεοελληνικού κράτους – του ΠΑΣΟΚ.
(Ειρήσθω εν παρόδω, ότι η φυτιλιά της κατηγορίας αποδόθηκε σε «συντρόφισσες» της Ζωής από τον ΣΥΡΙΖΑ, φυτιλιά την οποίαν «ανέδειξαν» στη συνέχεια οι γυναίκες του ΠΑΣΟΚ, ούτως ώστε η κατηγορία να φανεί πιο πειστική.)
Αυτοί όμως που εξαπέλυσαν τέτοιες κατηγορίες όφειλανναγνωρίζουν (καθώς μάλιστα συχνά-πυκνά αναφέρονται στον «νομικό πολιτισμό») ότι ένας «βιαστής» δικαιούται συνήγορο υπεράσπισης.
Οφειλαν επίσης να γνωρίζουν (πόσω μάλλον καθώς μονίμως, συνεχώς κι ανελλιπώς καταφέρονται εναντίον του λαϊκισμού) ότι δεν υπήρχεκανείς
«βιαστής», αλλά κάποιος κατηγορούμενος για βιασμό, κάτοχος, όπως όλοι μας, του τεκμηρίουτηςαθωότητος, ώσπου η Δικαιοσύνη να αποφανθεί.
Στοιχειώδηπράγματα. Ναι, αλλά όχι για τους συκοφάντες. Κι εν προκειμένω για τον κ. Βενιζέλο, ο οποίος αναφέρθηκε από το βήμα της Βουλής απαξιωτικά κατά της κυρίας Κωνσταντοπούλου, μιας υπερασπίστριας βιαστών. Τόσονκαλά,
αλλάόχιμόνον! Διότι και η άλλη κατηγορία κατά της κυρίας Κωνσταντοπούλου, ότι δηλαδή χρησιμοποιούσε δικονομικά τεχνάσματα για να αποφύγει την εκδίκαση της υπόθεσης, κατέπεσεβροντωδώς.
Από τον ίδιο τον αντίδικό της δικηγόρο στην ίδιαν αυτήν υπόθεση. Οπου ο άνθρωπος (μάλιστα ΠΑΣΟΚ το θρήσκευμα) εξήγησε δημοσίως ότι για τις υπαρκτές καθυστερήσεις δεν ευθυνόταν η κυρία Κωνσταντοπούλου, αλλά τα κρατούντα στις αίθουσες και τα πινάκια, περί της δυσπραγίας των οποίων όλοιγνωρίζουμε.
Κατόπιντούτων, όλοι πιστεύαμε ότι η υπόθεση έληξε, ξεκαθαρίστηκε, ο διαιτητής σφύριξε τη λήξη. Αμ δε!
Σαν να μην άκουσε τίποτα ο κ. Πρετεντέρης, σαν να μη διάβασετίποταγιαόλααυτά, πήρε την «υπόθεση» και την ξανάγραψε στη στήλη του στα «ΝΕΑ», σε ένα απ’ τα πιο αισχρά συκοφαντικά κείμενα στην ιστορία του ελληνικού Τύπου.
Δεν πά’ να λέει η νομικήδεοντολογία, δεν πά’ να υπαγορεύει το δικανικόσύστημα, δεν πά’ να παραδέχεταιο αντίδικος της Ζωής το δίκιο της, η συκοφαντία έπρεπενασυνεχισθεί (λέγε-λέγε-λέγε, που έλεγε και ο Γκαίμπελς, κάτι θαμείνει), ανέλαβε λοιπόν ο κ. Πρετεντέρης και συνέχισε ο κ. Βενιζέλος – όλα αυτά πριν λίγο καιρό, αλλά οι συκοφαντίες προς πάσαν κατεύθυνση δεν τελείωσαν, συνεχίζονται.
Μόλις προ τριών-τεσσάρων ημερών
ο κ. Βενιζέλος, καθ’ έξιν πλέον συκοφάντης, συκοφάντησε την επανεκδοθείσα «Ελευθεροτυπία» ως «όργανο κόμματος» (κατά την κατάθεσή του στην Προανακριτική). Σε επανειλημμένες αιτιάσεις
τηςεφημερίδας προς τον κ. Βενιζέλο να «ονομάσει το κόμμα» που εννοεί αλλοιώς «είναι κοινός συκοφάντης» ο κ. Βενιζέλος κάνειτηνπάπια, αποδεικνύοντας ότι όντως είναι ένας «κοινός συκοφάντης» -αν και, η ταπεινότης μου διαφωνώ με το «κοινός», διότι αντιθέτως είναι πολυτάλαντος (συκοφάντης)- τώρα, αναισχύντως, προσπαθεί να ταυτίσει την κυρία ΖωήΚωνσταντοπούλου με τον κ. Κασιδιάρη, τη Χρυσή Αυγή με τον ΣΥΡΙΖΑ – θα πει κάποιος: αυτό δεν είναι συκοφαντία, είναι πολιτική. Οχι, είναι συκοφαντική πολιτική,
η πολιτική έχει πάντα πρόσημα, αριστερή, δεξιά, καθαρή, βρώμικη, εθνική, προδοτική – πάντα η πολιτική έχει πρόσημο.
Και η πολιτική που μετέρχεται ο κ. Βενιζέλος, όταν προτάσσει τη θεωρίατωνδύοάκρων ταυτίζοντας τον ΣΥΡΙΖΑ με τη Χρυσή Αυγή, είναι μια συκοφαντικήπολιτική διότι
η μόνηεπαφή που έχουν τα δύο άκρα είναι όταν η θρασύδειληγροθιά ενός Κασιδιάρη προσγειώνεται στο ανυπεράσπιστοπρόσωποτηςκυρίας Κανέλλη.
Αυτό, που μόνον ένα φασιστοειδές γουρούνι μπορεί να κάνει, ουδεμία σχέση έχει με το ήθος της Αριστεράς και αυτό ο κ. Βενιζέλος το γνωρίζει, συνεπώς
συνειδητάσυκοφαντεί, διότι αυτός είναι ο μόνοςδρόμος που του έχει απομείνει.
ΗαπαξίωσητηςΠροανακριτικής είναι εκ των ων ουκ άνευ για το σύστημα και ως εκ τούτου η απαξίωσητηςκυρίαςΚωνσταντοπούλου προϋπόθεση.
Ποιο είναι το σύστημα;
Αυτό που παρέστη στην παρουσίαση του βιβλίου Πρετεντέρη σύσσωμο, από τον κ. Σημίτη έως τον κ. Στουρνάρα, απ’ την κυρία Δαμανάκη και τον κ. Κουβέλη έως όλους τους πολιτικούςθαμώνες της ΜεγάληςΒρετανίας – ένα σύστημα τρομακτικό και τρομερό
απόγραβατοφορεμένουςφονιάδεςτωνμισθών, από αρπακτικάσπιτιών, από φορομπήχτες και διαπλεκόμενους, το σύστημα που υπηρετεί
ο κ. Βενιζέλος και ο κ. Σαμαράς
ότανεξετάζει ο κ. Σαμαράς τον κ. Βενιζέλο αν είναι ένοχος για το στικάκι, σαν να εξετάζει ο Γιωργάκης αν είναι ένοχος για το Μνημόνιο ο ίδιος.
Αλλά, όταν γράφεις ένα άρθρο 420λέξεων για τον Τσάβες και λες 824ψέματα για αυτόν, όπως έκανε σε άλλο μνημειώδες άρθρο του ο κ. Πρετεντέρης, σιγά που δεν θα την πέσεις στην κυρία Κωνσταντοπούλου γιατί υπερασπίζεται «βιαστές» (που, αυτοί, μπορεί να αποδειχθούν κι αθώοι,
ενώ εσύ εν σχέσει με την αλήθεια, αποκλείεται).
Διότι τι άλλο από βιαστέςτηςαλήθειας είναι οι συκοφάντες