Ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα των ναζί στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου θεωρείται η Σφαγή των Καλαβρύτων. Στις 13 Δεκεμβρίου 1943 τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής εκτέλεσαν σχεδόν όλο τον ανδρικό πληθυσμό, τους περισσότερους τουλάχιστον πάνω από την ηλικία των 12 ετών, και στη συνέχεια έκαψαν τη μαρτυρική πόλη.
Το Ολοκαύτωμα ή Σφαγή των Καλαβρύτων ήρθε ως αντίποινα στην εκτέλεση 77 Γερμανών αιχμαλώτων, οι οποίοι είχαν συλληφθεί μετά την ήττα των Γερμανών από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στη Μάχη της Κεπίνης κατά την 20ή Οκτωβρίου του 1943.
Για τον αριθμό των θυμάτων και των επιζώντων από τη σφαγή αλλά για τον συνολικό αριθμό των θυμάτων από την επιδρομή των Γερμανών στην περιοχή, έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς διάφοροι αριθμοί με τις περισσότερες αναφορές να κάνουν λόγο για περισσότερους από 800 νεκρούς.
Η «Επιχείρηση Καλάβρυτα» ξεκίνησε στις 4 Δεκεμβρίου 1943. Στόχος ήταν να τρομοκρατηθούν οι ντόπιοι. Μέσο των ναζιστικών στρατευμάτων γι’ αυτό ήταν οι εκτελέσεις αμάχων, οι λεηλασίες, η πυρπόληση οικιών και η ολική εκκαθάριση του ορεινού όγκου του Χελμού από αντάρτες και αντιστασιακούς. Οι φρικαλεότητες ξεκίνησαν από την Πάτρα, την Αιγιαλεία και το Αίγιο και βασικά από την παράκτια περιοχή της Αχαΐας στη βόρεια Πελοπόννησο.
Εξαγριωμένοι οι Γερμανοί για την εκτέλεση των 77 στρατιωτών τους στο Μάζι, ισοπέδωσαν τα πάντα στον δρόμο τους μέχρι τα Καλάβρυτα. Η γερμανική δύναμη υπό τον ταγματάρχη Εμπερσμπέργκερ, εκτέλεσε 143 άνδρες -και παιδιά- στα χωριά Ρωγοί, Κερπινή, Άνω και Κάτω Ζαχλωρού, καθώς και στη Μονή Μεγάλου Σπηλαίου. Επίσης έκαψε περίπου 1.000 σπίτια σε πάνω από 50 χωριά, αφού τα λεηλάτησε. Η λεία τους ανήλθε σε 2.000 πρόβατα και μεγαλύτερα ζώα και σε περίπου 260.000.000 δραχμές.
Εισήλθαν στα Καλάβρυτα την 9η Δεκεμβρίου και δημιούργησαν έναν ασφυκτικό κλοιό γύρω από την πόλη, ώστε να μην μπορεί κανείς να ξεφύγει. Την έντονη ανησυχία των κατοίκων κατάφερε, παραπλανώντας τους, να κατευνάσει ο Γερμανός διοικητής, ο οποίος τους διαβεβαίωσε ότι δεν πρόκειται κανείς να πάθει τίποτε και ότι ο στόχος τους ήταν η εξόντωση των ανταρτών. Προχώρησαν αρχικά στην πυρπόληση σπιτιών που ανήκαν σε αντάρτες και αναζήτησαν την τύχη των Γερμανών τραυματιών της Μάχης της Κερπινής.
Τέσσερις ημέρες μετά την άφιξή τους στα Καλάβρυτα οι Γερμανοί ετοιμάστηκαν για αποχώρηση. Προτού καλά καλά ξημερώσει, το πρωινό της Δευτέρας 13 Δεκεμβρίου σήμαναν τις καμπάνες της εκκλησίας και διέταξαν τους κατοίκους να συγκεντρωθούν στο προαύλιο του δημοτικού σχολείου, αφού πάρουν μαζί τους μια κουβέρτα και τρόφιμα μιας ημέρας.
Στη συνέχεια, διαχώρισαν τον ανδρικό πληθυσμό από τα γυναικόπαιδα και τους υπερήλικες. Στη συνέχεια τα γυναικόπαιδα και οι ηλικιωμένοι κρατήθηκαν στο εσωτερικό του σχολείου, ενώ οι άνδρες και οι έφηβοι άνω των 13 ετών οδηγήθηκαν στη Ράχη του Καππή στις παρυφές της κωμόπολης. Ο λόφος αυτός ήταν μια τοποθεσία προσεκτικά επιλεγμένη καθώς ήταν αμφιθεατρική και επικλινής και στην οποία δύσκολα θα γλύτωνε κάποιος από τα πυρά. Έτσι, οι κρατούμενοι απέμειναν να βλέπουν τις περιουσίες τους, τα σπίτια και το σχολείο όπου παρέμεναν έγκλειστες οι γυναίκες και τα ανήλικα παιδιά τους να παραδίδονται στις φλόγες.
Στη συνέχεια, οι Γερμανοί τους εκτέλεσαν με συνεχείς ριπές πολυβόλων, σκοτώνοντας περίπου 500 (κατά τις νεότερες εκτιμήσεις) ανθρώπους. Άλλες εκτιμήσεις μιλάνε για 600, 700 ή και πάνω από 800 άτομα, ενώ αναφέρεται πως 13 άτομα κατάφεραν να γλυτώσουν.
Οι γυναίκες και τα παιδιά κατάφεραν να αποδράσουν από το σχολείο ενώ οι φλόγες πλησίαζαν απειλητικά το κτίριο. Την επόμενη ημέρα οι ναζί πυρπόλησαν το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, που συνδέεται στενά με την Ελληνική Επανάσταση του 1821, καθώς επίσης και το όμορο χωριό Βυσωκά ενώ είχαν φορτώσει τη λεία τους από το πλιάτσικο στον Οδοντωτό.
Στη θέση του εγκλήματος, ο Λευκός Σταυρός και η Πετρωμένη Καλαβρυτινή Μάνα αποτελούν τα σύμβολα της φρίκης. Κάθε χρόνο γίνεται αναμνηστική εκδήλωση και επιμνημόσυνη δέηση.
Με πληροφορίες από τον Δήμο Καλαβρύτων και τη Βικιπαίδεια