Οι δόσεις των COVID εμβολίων, το Ισραήλ και τα μεσοπρόθεσμα επιστημονικά τεκμηριωμένα υγειονομικά μέτρα

Διανύοντας τον 20ο μήνα πανδημίας και με έξαρση της υπέρ-παραπληροφόρησης αλλά και της κόπωσης, το βασανιστικό ερώτημα είναι πώς και πότε θα τελειώσει η πανδημία.

Γράφει ο Βασίλης Μαργαρίτης, Αναπληρωτής Καθηγητής Δημόσιας Υγείας στο Walden University στις ΗΠΑ

H αποκλειστική επένδυση στον εμβολιασμό που πραγματοποιήθηκε από τις περισσότερες δυτικές κυβερνήσεις, όχι μόνο δεν οδηγεί στο τέλος της πανδημίας, αλλά αντίθετα απογοητεύει τους συνεπείς και ενισχύει το αντιεμβολιαστικό κίνημα όταν τα μακροχρόνια οφέλη του εμβολιασμού δεν αναδεικνύονται σωστά.

Πρώτα να θυμίσουμε πως το τέλος της πανδημίας πιθανότατα δεν θα είναι η εξαφάνιση του ιού όπως πολλοί ακόμα ελπίζουν, άλλωστε υπάρχει σε μεγάλα αποθέματα στη φύση, αλλά η μετατροπή του σε έναν σχετικά λιγότερο επικίνδυνο ιό, που μπορεί ατομικά να έχει σοβαρές συνέπειες, αλλά να μην επηρεάζει μεγάλες κοινότητες και τα συστήματα υγείας τους. 

Αυτό το τέλος εικάζεται πως θα έρθει όταν η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού, πχ πάνω από 80%, έχει κάποια βαθμού ανοσία είτε από λοίμωξη, είτε από τα εμβόλια. Θεωρητικά αυτό μπορεί να γίνει τους επόμενους λίγους μήνες στις αναπτυγμένες χώρες.

Όμως ο κόσμος φαίνεται να διχάζεται σε αυτούς που δεν θέλουν ούτε μία δόση, άρα μοιραία οδηγούνται στη λοίμωξη ρισκάροντας για σοβαρές συνέπειες του νέου ιού αλλά συνεισφέροντας στη συλλογική ανοσία, και σε αυτούς που θεωρούν πως αφού οι 2 δόσεις τους προστατεύουν, γιατί όχι τρίτη και τέταρτη κτλ.

Και στις δύο περιπτώσεις η δημόσια υγεία κινδυνεύει γιατί αποδεδειγμένα από όλες τις μελέτες οι μη εμβολιασμένοι αφενός νοσηλεύονται σε μεγαλύτερο βαθμό, και αφετέρου η σπατάλη δόσεων σε ομάδες πληθυσμού που δεν τις χρειάζονται σε λίγες χώρες, στερούν δόσεις από τον υπόλοιπο πλανήτη αφήνοντας τον ιό να μεταλλάσσεται και να επανεισάγεται, ενώ ταυτόχρονα αυξάνουν τις πιθανότητες των σπάνιων ανεπιθύμητων ενεργειών των εμβολίων στους νεότερους.

Επίσης είναι αδύνατο να συνεχίσουμε να ζούμε με ανά εξάμηνο δόση εμβολίου στο διηνεκές, όπως ισχυρίζεται το Ισραήλ. 

Εμβολιασμός

Για τα εμβόλια υπάρχει σημαντική επιστημονική σύγχυση αλλά και στο κοινό.

Αρχικά, πολλές δυτικές χώρες, όπως η Ελλάδα, δεν εκμεταλλεύονται το επιστημονικό δυναμικό που έχουν να πραγματοποιούν τυχαιοποιημένες επιδημιολογικές μελέτες αποτελεσματικότητας (effectiveness) των εμβολίων και να καταρτίσουν το ιδανικό για κάθε χώρα πρόγραμμα εμβολιασμού βάσει των δημογραφικών και άλλων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του πληθυσμού τους, αλλά περιμένουν να «αντιγράψουν» τα παραδείγματα άλλων χωρών ελπίζοντας πως είναι τα σωστά.

Για να είμαστε δίκαιοι μεγάλο ρόλο σε αυτό το επιστημονικό τέλμα που έχουν πέσει πολλές ευρωπαϊκές χώρες είναι και οι πολύ αργές διαδικασίες έγκρισης και αξιολόγησης από τον ΕΜΑ, σε αντίθεση με τις αντίστοιχες αρχές των ΗΠΑ και Ην. Βασιλείου.

Επίσης χώρες όπως η Ελλάδα δεν ενίσχυσαν επαρκώς την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας αλλά ούτε και τα νοσοκομεία, ώστε δυστυχώς να έχουν υψηλό αριθμό θανάτων σε σχέση με τα επιβεβαιωμένα κρούσματα (case fatality rateCFR), συχνά με χειρότερες επιδόσεις από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πχ η Ελλάδα είχε στις 15/9 κυλιόμενο μέσο CFR:1,59% ενώ η ΕΕ: 0.93%.

Και τελικά, το παράδειγμα του Ισραήλ είναι καλό ή όχι; Ενώ λοιπόν ξεκίνησε δυναμικά με γρήγορη διανομή εμβολίων, τώρα βρίσκεται χαμηλά στη λίστα των αναπτυγμένων χωρών παγκόσμια σε ποσοστό εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού του (62%), κάτω από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μόλις 7% πάνω από την Ελλάδα.

Επίσης, χρησιμοποίησε κατά κόρον ένα εμβόλιο, της Pfizer, έχοντας «δεσμευτεί» με όλα τα πλεονεκτήματα αλλά και μειονεκτήματά του, όπως το μικρό διάστημα μεταξύ των δόσεων, σε αντίθεση με το Ηνωμένο Βασίλειο, τον Καναδά κ άλλες χώρες που είχαν μεγαλύτερο διάστημα μεταξύ των δόσεων.

Τα στοιχεία από το Ισραήλ, που θα συζητηθούν οσονούπω στη FDA, δείχνουν πράγματι μια μείωση στην αποτελεσματικότητας τoυ εμβολίου της Pfizer μετά από 6-8 μήνες κυρίως στη μόλυνση αλλά και στη σοβαρή νόσηση κυρίως στους άνω των 60 ετών.

Παρόλα αυτά υπάρχουν αρκετά προβλήματα στην ανάλυσή τους και έρχονται σε αντίθεση με στοιχεία πολλές χώρες όπως η Γερμανία , η Ιταλία  , Ολλανδία και Δανία.

Γιατί τέτοιες διαφορές; Δεν γνωρίζουμε πραγματικά, αλλά το συνολικό ποσοστό εμβολιασμού και φυσικής ανοσίας του πληθυσμού, η απόσταση μεταξύ των δόσεων και η ποικιλία στα εμβόλια, η χρήση μάσκας και γενικά προστασία των κλειστών χώρων, η κουλτούρα κοινωνικών επαφών, το σύστημα επιτήρησης (testtraceisolate) αλλά και το επίπεδο/επάρκεια κλινών νοσοκομειακής περίθαλψης φαίνεται να είναι μόνο κάποιοι από τους παράγοντες που καθορίζουν το βαθμό επιδείνωσης της επιδημίας σε κάθε χώρα. ‘

Όμως, φαίνεται αδιαμφισβήτητο πως για τους άνω των 60-65 ετών, ανοσοκατασταλμένους και ειδικές ομάδες όπως οι υγειονομικοί η 3η δοση θα συμβάλλει σημαντικά στην έστω παροδική αύξηση των αντισωμάτων, άρα και στη περαιτέρω μείωση του ιικού φορτίου και της διασποράς και πιθανότατα της σοβαρής λοίμωξης.

Από την άλλη, αν και η Pfizer και η Moderna μόλις ανακοίνωσαν μείωση της αποτελεσματικότητας των εμβολίων τους συστήνοντας τη χορήγηση 3η δόσης, παραμένει ασαφές σε ποιους, σε ποια δοσολογία και κάθε πόσο χρονικό διάστημα για να έχουμε την καλύτερη αποτελεσματικότητα.

Και επίσης ασαφές παραμένει τι θα γίνει με το AstraZeneca αλλά και το μονοδοσικό Johnson & Johnson που πιθανότατα θα πρέπει να έχει 2η δόση.

Για την επόμενη χρονιά πολλά μπορούν να συμβούν, γιατί δεν απέχει πολύ η ανάπτυξη ενημερωμένων στις παραλλαγές της δέλτα εμβολίων αλλά και νέου ισχυρού μονοδοσικού εμβολίου όπως αυτό που αναπτύσσουν ερευνητές του Χάρβαντ.

Δεν πρέπει να υπάρχει πανικός. Τα επιστημονικά δεδομένα υποδεικνύουν πως υπάρχει επαρκής κυτταρική ανοσία (Β και Τ κύτταρα μνήμης) στον εμβολιασμένο γενικό υγιή πληθυσμό, τα οποία θέλουν λίγες μέρες για να ενεργοποιηθούν όταν μολυνθούμε οπότε τα συμπτώματα που αναπτύσσονται στους εμβολιασμένους στη συντριπτική πλειονότητα θα είναι ήπια.

Αλλά για την άμεση επαναφορά σε μια κανονικότητα που να προσομοιάζει με την προ-πανδημίας εποχή για αυτό το φθινόπωρο/χειμώνα,  δεν αρκεί να επενδύουμε μόνο στα εμβόλια και στις επερχόμενες θεραπείες, λόγω των αβεβαιοτήτων για πχ τα δοσολογικά σχήματα, αλλά να έχουμε ρεαλιστικό στρατηγικό σχεδιασμό δημόσιας υγείας που να περιλαμβάνει:

  1. Εντατικοποίηση της ορθής ενημέρωσης για εμβολιασμό των άνω των 12 ετών για τη σταθερή αποσυμπίεση του συστήματος υγείας. Αν και απαραίτητη, δυστυχώς καμία άλλη ενίσχυση του συστήματος υγείας, της πρωτοβάθμιάς ή των θεραπευτικών πρακτικών δεν φαίνεται πιθανή τους επόμενους μήνες στην Ελλάδα.
  2. 3η δόση στους >60 ετών αλλά και σε όλους με ανοσοκαταστολή ή άλλη σχετική πάθηση ανεξάρτητα από την ηλικία τους ώστε να αποφύγουν σοβαρή λοίμωξη, πάντοτε με σωστή ενημέρωση και συνεργασία με τους θεράποντες ιατρούς τους. Επίσης να μη συνδεθεί το πιστοποιητικό εμβολιασμού ή σχετικά «ανοσοπρονόμια» με την 3η δόση μέχρι να έχουμε σαφή και αδιαμφισβήτητα επιστημονικά δεδομένα και τις αντίστοιχες πλήρεις εγκρίσεις του σχήματος δόσεων.
  3. Επένδυση στα rapid τεστ που αποδεικνύονται στην παρούσα φάση το σημαντικότερο και αμεσότερο εργαλείο πρόληψης της μετάδοσης και της αποφυγής κλεισίματος επιχειρήσεων και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
  4. Επένδυση στα δημόσια και ιδιωτικά κτήρια για το σωστό αερισμό και μείωσης συνωστισμού σε κλειστούς χώρους, σε συνδυασμό με τη σωστή χρήσης μάσκας. Η επένδυση αυτή θα είναι παρακαταθήκη για τις εποχιακές λοιμώξεις αλλά για την επόμενη επιδημία αερογενώς μεταδιδόμενου νοσήματος που δυστυχώς αργά ή γρήγορα θα συμβεί.

Οποιαδήποτε άλλη πρόβλεψη πέρα των επομένων 5-6 μηνών είναι εντελώς παρακινδυνευμένη αλλά η ενδημικότητα του ιού φαίνεται να πλησιάζει.

Ο Βασίλης Μαργαρίτης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Δημόσιας Υγείας στο Walden University στις ΗΠΑ

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ