Μάτι: Συγκλονίζει εγκαυματίας που έχασε την σύζυγό του – «Δεν μπόρεσα να πάω στην κηδεία της»

Ο 93χρονος σήμερα Χρήστος Πολίτης κατάφερε να σωθεί από τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι. Έχασε όμως την σύζυγό του, στην κηδεία της οποίας δεν κατάφερε να παρευρεθεί, όπως είπε, καθώς νοσηλευόταν με εγκαύματα.

Μάτι: «Καμένα μωρά και μανάδες, ήμασταν εντελώς μόνοι μας» – Συγκλονίζουν οι νέες μαρτυρίες στη δίκη

Της Άννας Κανδύλη

«Έμεινα 3 εβδομάδες στο Σισμανόγλειο. Δεν μπόρεσα να πάω στην κηδεία της γυναίκας μου. Δεν μπορώ να πω τίποτα περισσότερο από τον μεγάλο μου πόνο. Οι άνθρωποι δεν γυρίζουν. Αλλά κι εμείς που μείναμε… ο άνθρωπος που σας μιλάει έχει εγκαύματα τρίτου βαθμού. Ήμουν καμένος ο μισός. Αυτός είναι ο μεγάλος καημός που θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί. Δεν βοηθηθήκαμε, δεν υπήρχε σχέδιο, το κράτος ήταν απών» ανέφερε ο κ. Πολίτης.

Μάτι: «Στον πρώτο μαύρο σάκο ήταν ο γιος μου και στον τέταρτο η σύζυγός μου» – Συγκλονίζουν οι καταθέσεις μαρτύρων στη δίκη

Ο μάρτυρας βρισκόταν στο σπίτι του με την σύζυγο του, Ευγενία, όταν ξαφνικά κατάλαβαν πως η φωτιά είναι δίπλα τους. «Κάποια στιγμή αντιληφθήκαμε ότι η φωτιά της Πεντέλης έφτασε στον Βουτζά και μετά από πέντε λεπτά σε εμάς. Είμαι εγώ και η γυναίκα μου, η συγχωρεμένη η Ευγενία, οδοντίατρος. Όταν έφτασε η φωτιά και καιγόμαστε. Η γυναίκα μου ήταν στο δίπλα σπίτι και δεν πρόλαβε να βγει. Η φωτιά μας είχε κουλουριάσει. Σκέφτηκα ότι ίσως προλάβω να πάω στους αξιωματικούς και να βρω βοήθεια. Βγήκα στην Μαραθώνος και είχε φωτιά παντού. Άρχισα να πηγαίνω προς τη θάλασσα. Μια διαδρομή πέντε λεπτών με το αυτοκίνητο, την έκανα μια ώρα. Έφτασα στη θάλασσα. Δεν ήταν δυνατό να κατέβω από τα σκαλάκια που υπήρχαν, προχώρησα κι άλλο και βρέθηκα στη θάλασσα. Εκεί με τη βοήθεια ενός ανθρώπου, που τον ευχαριστώ και εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου, μπόρεσα να περάσω και βγω και με πήρε ένα αμάξι της Πυροσβεστικής με πήγε στην Ραφήνα και από εκεί στο Σισμανόγλειο».

Ο κ. Πολίτης ολοκληρώνοντας την κατάθεση του μίλησε για την ταλαιπωρία που υφίσταται μέχρι και σήμερα από την Πολιτεία. «Θα μπορούσε το κράτος να με βοηθήσει και όχι να μου ζητεί συνέχεια χαρτιά για το σπίτι μου, τα οποία εγώ δεν είμαι σε θέση να βρω. Ευτυχώς δεν είμαι στο δρόμο έχω τα παιδιά μου».

Μάτι: Συγκλονίζει εγκαυματίας – «Καιγόμαστε σαν τα ποντίκια και φύγαμε σαν τα ποντίκια»

Στο δικαστήριο κατέθεσε και η κόρη του, Καλλιόπη Πολίτη. Την ώρα της κατάθεσης της μάλιστα κι ενώ περιέγραφε πώς σώθηκε ο πατέρας της , ένας εκ των κατηγορουμένων πετάχτηκε από τη θέση του και είπε: «Εγώ τον συνέλεξα τον κ. Πολίτη. Με συγχωρείτε για την διακοπή. Συγκινήθηκα τώρα. Ζει ε; Τον είχα βρει εγώ, ήταν κρυμμένος. Φοβόταν».

Η κ. Πολίτη στην κατάθεση της ανέφερε πως η μητέρα της τηλεφώνησε γύρω στις 18.20 και δεν ήταν ιδιαίτερα ανήσυχη. Λίγο αργότερα όμως, όπως είπε η μάρτυρας «άκουσα τον μπαμπά να ουρλιάζει από το κινητό “βοηθήστε μας! Καιγόμαστε. Δεν βρίσκω τη μαμά σου”. Τότε πήρα μια απόφαση να του υποδείξω να φύγει. Η μητέρα μου προσπάθησε να φύγει, να πάρει το αμάξι. Είχε να διανύσει 70-80 μέτρα. Στάθηκε μοιραίο αυτό. Ο μπαμπάς… του είπα να πάει προς τη θάλασσα. Περπάτησε 1,5 χιλιόμετρο. Που να ήξερα κι εγώ. Έφτασε στην θάλασσα. Έχει πολλά εγκαύματα από τη θερμοκρασία. Στα 88 του είναι αδιανόητο πως τα κατάφερε. Δεν συνάντησε κανέναν στον δρόμο του».

Η κ. Πολίτη περιέγραψε και το χάος που επικρατούσε, ενώ λίγο αργότερα αναφερόμενη στο πως εντόπισε την μητέρα της, είπε: «Κάποια στιγμή άνοιξαν το δρόμο και φτάσαμε στο σπίτι. Η κατάσταση δεν περιγράφεται. Αναθάρρησα όταν είδα ένα σκυλί μας ζωντανό. Περάσαμε πολλές φορές δίπλα από τη μητέρα μου. Δεν την καταλάβαμε. Είχε απανθρακωθεί».

Την μητέρα της έχασε και η Αλεξάνδρα Νιτσοτσόλη. «Την ημέρα εκείνη βρισκόμουν στο γραφείο μου. Με πήρε τηλέφωνο η μητέρα μου και μου είπε ότι είχε πιάσει φωτιά. Ήταν μόνη της στο σπίτι και μου ζήτησε να γυρίσω. Όταν μπήκα στη Μαραθώνος δεν είδα περιπολικά, πυροσβεστικά, σειρήνες. Δεν υπήρχε κινητοποίηση, ούτε εναέρια μέσα άκουσα. Κάποια στιγμή μίλησα μαζί της και μου είπε “κλείσε, κλείσε να προλάβω να ντυθώ να φύγω”. Και αυτή ήταν η τελευταία συνομιλία που είχα με την μαμά μου».

Η κ. Νιτσοτσόλη, στην προσπάθειά της να επιστρέψει στο σπίτι, τράκαρε με το αυτοκίνητο και βλέποντας την φωτιά να έχει φτάσει στα δέντρα μπήκε σε άλλο αμάξι που την μετέφερε σε ξενοδοχείο στη θάλασσα. «Η κατάσταση ήταν κατάσταση πανικού. Βγήκα να δω τι γίνεται και οι δύο κολπίσκοι ήταν γεμάτοι από κόσμο. Μετά στο ξενοδοχείο είπαν ότι η φωτιά πέρασε την Μαραθώνος και πρέπει να εκκενώσουμε. Η λογική η δική μου λέει ότι πρέπει να πάω στη Νέα Μάκρη και πήγα με οτοστόπ. Ο Γολγοθάς μου ήταν να συνεχίσω να ψάχνω να βρω τη μαμά μου».

Όταν κατάφερε να φτάσει στο σπίτι είδε το αυτοκίνητο ολοσχερώς καμένο. «Πλησιάζω τρέμοντας…. Δεν ήταν στο σπίτι. Φεύγουμε ξανά γιατί υπήρχαν και άλλες εστίες φωτιάς. Στην διάρκεια της νύχτας γυρίσαμε ξανά. Οι συγγενείς μου είχαν πάει σε όλα τα εφημερεύοντα νοσοκομεία. Μετά πήγα στο λιμάνι της Ραφήνας και περίμενα τις βάρκες μήπως βρω την μητέρα μου. Το χάραμα πήγα στο σπίτι ξανά όπου είχα πάει άλλες τρεις φορές όλο το βράδυ… εκεί βρήκα τη μαμά μου».

 

 

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ