Ρωσία – Τουρκία: Μία αμφιλεγόμενη εταιρική σχέση

Χρήστος Μαζανίτης
Δημοσιογράφος

Οι ρωσοτουρκικές σχέσεις διαχρονικά χαρακτηρίζονται από έντονη διακύμανση και επαμφοτερίζουσες αντιλήψεις εκατέρωθεν.

Του Χρήστου Μαζανίτη

Ενδεικτικό αυτής της απρόβλεπτης διακύμανσης αποτελεί το χρονικό διάστημα 2015 – 2021, κατά το οποίο από την απόλυτη ρήξη στις διμερείς σχέσεις των δύο χωρών εξαιτίας της κατάρριψης του διερχόμενου για λίγα δευτερόλεπτα από τον εναέριο χώρο της Τουρκίας ρωσικού μαχητικού Sukhoi από τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, οι δύο χώρες έφτασαν στην απόλυτη γεωπολιτική ταύτιση αναλαμβάνοντας μάλιστα κοινές πρωτοβουλίες, όπως ήταν η συνθήκη της Αστάνα για τον καταμερισμό των ζωνών δικαιοδοσίας τους στην επί χρόνια σπαρασσόμενη από τον εμφύλιο πόλεμο Σύρια.

Πρόσφατα ξανά οι διμερείς τους σχέσεις βρέθηκαν σε βαρομετρικό χαμηλό αυτή τη φορά με αφορμή την απερίφραστη στήριξη του Προέδρου Ερντογάν στον Ουκρανό ομόλογό του Ζελένσκι, στην εν εξελίξει πολεμική σύρραξη της χώρας του με τη Ρωσία. Η Τουρκία όμως πέρα από τη ρηματική στήριξη στην Ουκρανία προχώρησε ένα βήμα παραπάνω προμηθεύοντας την ουκρανική κυβέρνηση με 6 τουρκικά drones τύπου Bayraktar, όμοια με αυτά που έλαβαν το βάπτισμα του πυρός στη σύγκρουση Αζερμπαϊτζάν – Αρμενίας γέρνοντας την πλάστιγγα υπέρ της πρώτης. Και αυτό δεν είναι το μόνο πεδίο στο οποίο οι δύο χώρες έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα. Η ξεκάθαρη στήριξη της Τουρκίας στην κυβέρνηση της Τρίπολης στη Λιβύη και τον Σάρατζ, μέσω της αποστολής χιλιάδων μισθοφόρων και πολεμοφοδίων, ήταν αυτή που τελικά αποσόβησε την οριστική ανατροπή του από τον στρατάρχη Χαφτάρ, ο οποίος με τη σειρά του προμηθευόταν το πολεμικό υλικό για τη συνέχιση των επιχειρήσεων στον εμφύλιο της Λιβύης που του παρείχε αφειδώς ο «άσπονδος» εταίρος της Τουρκίας.

Το «αγκάθι» το ΝΑΤΟ

Το τι επιζητά η κάθε χώρα προσερχόμενη σε αυτήν την αμφιλεγόμενη εταιρική σχέση κινείται σε τελείως διαφορετικό μήκος κύματος. Η Ρωσία εκμεταλλεύεται τις όψιμες νεοοθωμανικές τάσεις της γείτονος, που την καθιστούν ένα διαρκές αγκάθι στα πλευρά τόσο της Ευρώπης όσο και της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, και στοχεύει (γιατί όχι) να την αποσπάσει από την «αγκαλιά της», δημιουργώντας ακόμη έναν πονοκέφαλο στην ευαίσθητη γεωπολιτικά περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου. Το τελευταίο αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός, με το οποίο και η ίδια η Τουρκία φαίνεται να φλερτάρει έντονα με τις πράξεις της, συντηρώντας το ξεκάθαρα αντιδυτικό αφήγημα που έχει εσχάτως υιοθετήσει η ισλαμική τουρκική κυβέρνηση. Άλλωστε ο αφορισμός οποιασδήποτε δυτικής ή ξενόφερτης κουλτούρας είναι αυτό που προβάλλει ως βασική προϋπόθεση η ευόδωση της κυβερνητικής συνεργασίας του AKP με τους ακροδεξιούς του Μπαχτσελί (MHP). Με αυτόν τον τρόπο ο Ερντογάν και οι πέριξ αυτού κατάφεραν να παραμείνουν αγκιστρωμένοι στον θώκο της εξουσίας και να συνασπίσουν γύρω από αυτήν την ανίερη συμμαχία των άκρων, ότι πιο αναχρονιστικό και εθνικιστικό έχει να επιδείξει η Τουρκία.

Η Τουρκία βεβαίως, αν κρίνουμε και από τις επίσημες δηλώσεις των αξιωματούχων της, δεν θέλει να απεμπολήσει πλήρως τη θέση της στο ΝΑΤΟ, επιθυμώντας για τον εαυτό της μια ειδική και προνομιακή σχέση που θα της επιτρέπει να είναι ενεργό μέλος της Συμμαχίας, αλλά ταυτόχρονα να συνδιαλλάσσεται και να συνάπτει συμφωνίες με τους αντιπάλους της. Επωφελούμενη από την πολιτική της ελευθερίας των κινήσεων (laissez-faire) που της παρείχε η προηγούμενη κυβέρνηση των ΗΠΑ, η Τουρκία προσπάθησε να καρπωθεί γεωπολιτικά τα κενά εξουσίας που δημιούργησε αυτή η πολιτική, προκειμένου να αναβαθμίσει το γεωστρατηγικό ειδικό της βάρος.

Όντας δέσμια όμως της ενεργειακής της εξάρτησης από τους υδρογονάνθρακες και το φυσικό αέριο, μεγάλο μέρος του οποίου εξασφαλίζεται από την Ρωσία, και η ίδια συνειδητοποιεί ότι οι αναθεωρητικές της βλέψεις δεν μπορούν να φτάσουν μακριά, ιδιαίτερα όταν την φέρνουν αντιμέτωπη τόσο με το γεωπολιτικό της περίγυρο, όσο και με τις παραδοσιακές δυτικές δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ και η Γαλλία. Προσεγγίζοντας λοιπόν τη Ρωσία και συμπλέοντας μαζί της έστω και πρόσκαιρα, η Τουρκία φιλοδοξεί να αποσπάσει την απαραίτητη τεχνογνωσία στην πυρηνική τεχνολογία που θα την καταστήσει ενεργειακά αυτόνομη και θα της προσδώσει τα εχέγγυα να εφαρμόσει την επιθετική και στρατιωτικοποιημένη εξωτερική της πολιτική με ακόμα πιο αυξημένες φιλοδοξίες.

Οι συμμαχίες άλλωστε που επιδιώκει η Τουρκία ξεχωρίζουν τόσο για τον πρόσκαιρο χαρακτήρα τους όσο και για τους αναθεωρητικούς απώτερους σκοπούς της.

“Λυκοσυμμαχία”

Δεν μας ξενίζει φυσικά το γεγονός ότι την ίδια ώρα που η Άγκυρα σύναπτε τη συμφωνία της Αστάνα και αγόραζε το αντιπυραυλικό σύστημα S-400 από τους Ρώσους, λίγο αργότερα τους αντιμαχόταν έμμεσα στη Λιβύη, στο Ναγκόρνο Καραμπάχ και στην Ουκρανία. Η αντίληψη του τι σημαίνει συμμαχία για την Τουρκία λοιπόν, ουσιαστικά ταυτίζεται με την «λυκοσυμμαχία» και είναι απόλυτα συνυφασμένη με τη συναλλαγή και το κέρδος, είτε αυτό είναι οικονομικό είτε πολιτικό. Η Τουρκία ή νεοοθωμανική αυτοκρατορία όπως αυτάρεσκα αποκαλείται, θα συνεχίσει να ισορροπεί σε τεντωμένο σκοινί και για όσο οι συνθήκες της επιτρέπουν να πιστεύει ότι ο αναθεωρητισμός της περνάει. Και από τη μία πλευρά, θα αποτελεί τον μοναδικό «δυτικότροπο» συνομιλητή και διαμεσολαβητή του Πούτιν προκειμένου να τερματιστεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, από την άλλη θα συνεχίσει να βάζει εμπόδια είτε στο ΝΑΤΟ και στη διεύρυνσή του (περιπτώσεις Σουηδίας, Φινλανδίας) είτε στην ΕΕ σαμποτάροντας την ενεργειακή της ολοκλήρωση μέσω του αγωγού EastMed ή άλλων λύσεων.

Ο τυχοδιωκτισμός της στις διεθνείς σχέσεις άλλωστε έχει πάντα προκαθορισμένο τέλος και αυτό δεν είναι άλλο από το μικροπολιτικό ίδιον όφελος, αδιαφορώντας για αξίες όπως η διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας τόσο σε τοπικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο. Όμως τα διπλωματικά «ήξεις- αφήξεις» της Άγκυρας δεν περιορίζονται μόνο με τη Ρωσία. Την ίδια καιροσκοπική τακτική εφαρμόζει και με την Ε.Ε., την οποία από τη μία ψέγει για τις πολιτικές της υπαινισσόμενη μάλιστα και την υπόθαλψη ισλαμοφοβικών τάσεων στους κόλπους της, και από την άλλη ανάγει σε πολύτιμο εταίρο της. Πανομοιότυπες μεθόδους χρησιμοποιεί και στην περίπτωση των ΗΠΑ, αποβλέποντας στην άμβλυνση των διμερών τους σχέσεων και την άρση των σημαντικών περιορισμών του νόμου CAATSA που της έχουν επιβληθεί και της δημιουργούν ένα σωρό προβλήματα.

Το ερώτημα που τίθεται τελικά είναι εάν μπορεί να πείσει. Με τη στάση που έχει επιλέξει τελευταία σε Μέση Ανατολή, Ανατολική Μεσόγειο και Αφρική δεν πείθει ούτε τους πλέον «αφελείς», αφού οι τακτικισμοί της την έχουν καταστήσει πλήρως αναξιόπιστη. Υπάρχει άραγε χώρα που να εμπιστεύεται την Τουρκία ως σύμμαχο ή εταίρο; Εμείς που βρισκόμαστε στην ίδια Συμμαχία μαζί της για 70 χρόνια, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι και να θέλουμε δεν μπορούμε να την εμπιστευτούμε… Τώρα ήρθε η ώρα και για τους άλλους…

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ