Λάμπρος Κωνσταντάρας: Οι έρωτες της ζωής του και η πρόταση γάμου που αρνήθηκε

Γεννήθηκε στην Αθήνα τον Μάρτιο του 1913. Η οικογένεια του είχε καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη και ρίζες από την Σινώπη του Πόντου. Το 1931 ο Λάμπρος Κωνσταντάρας πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει την τέχνη του χρυσοχόου. Ωστόσο, τυχαία βρέθηκε να παίζει ως κομπάρσος σε μια ταινία και στη συνέχεια σε μια θεατρική παράσταση του Γάλλου σκηνοθέτη Λουί Ζουβέ. Μαγεμένος από τα φώτα της ράμπας αποφάσισε να ασχοληθεί με την υποκριτική.

Είχε δύο αδελφές, την Αλεξάνδρα και την Μήτση.

Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας σπούδασε στη Δραματική Σχολή Θεάτρου του Λουί Ζουβέ από όπου αποφοίτησε με άριστα. Το 1938 επέστρεψε στην Ελλάδα και συμμετείχε στον Θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη με το έργο “Τα παράσημα της γριούλας”.

Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τους θιάσους Βασίλη Αργυρόπουλου, Μιράντα – Παππά, Μουσούρη – Αρώνη, Μαρίκας Κοτοπούλη και κυρίας Κατερίνας. Το 1963 ο αγαπημένος κωμικός ίδρυσε τον δικό του θίασο.

Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας έπαιξε σε περισσότερες από 190 θεατρικές παραστάσεις, στις περισσότερες σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Έκανε την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση το 1939 στην ταινία “Το τραγούδι του χωρισμού”. Συνολικά έπαιξε σε 90 ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου.

Το βιντεοληπτικό υλικό προέρχεται από το κανάλι στο YouTube “Χρώμα στο ασπρόμαυρο”.

Το 1969 στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης κέρδισε το Α’ βραβείο ανδρικού ρόλου για την ερμηνεία του στην ταινία “Ο μπλοφατζής”.

Το 1945 παντρεύτηκε τη νεαρή ηθοποιό Γιούλη Γεωργοπούλου με την οποία απέκτησαν ένα γιο, τον μετέπειτα δημοσιογράφο Δημήτρη Κωνσταντάρα. Το 1949 χώρισαν, αλλά διαζύγιο πήραν πολύ αργότερα, το 1970. Από το 1949 μέχρι το 1954 έζησε έναν θυελλώδη έρωτα με την Άννα Κλαούτα. Ο τρίτος μεγάλος έρωτας του Λάμπρου Κωνσταντάρα ήταν με την Χριστίνα Σύλβα. Η σχέση αυτή δεν κατέληξε σε γάμο λόγω αρνήσεως του ίδιου.

Το 1961 γνώρισε την Φιλιώ Κεκάτου την οποία παντρεύτηκε 10 χρόνια αργότερα. Με την Φιλιώ Κεκάτου έζησαν μαζί μέχρι το 1985, χρονιά που έφυγε από τη ζωή ο Λάμπρος Κωνσταντάρας.

Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας γοήτευε και συνεχίζει να γοητεύει το κοινό μέσα από τις ταινίες του. Θα είναι πάντα ο αγαπημένος γλεντζές, ο Ζάβαλος, το κουρασμένο παλικάρι, το γεροντοπαλίκαρο, ο μπλοφατζής, ο πατέρας της Αλίκης, ο σύζυγος της χαρτοπαίχτρας, ο εφοπλιστής Κασσανδρής, ο στρίγγλος που έγινε αρνάκι και ο υπουργός Μαυρογιαλούρος.

Από το 1978 άρχισε να παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα υγείας. Μια διαβητική κρίση και στη συνέχεια δύο εγκεφαλικά επεισόδια τον οδήγησαν στον θάνατο τον Ιούνιο του 1985 σε ηλικία 72 ετών.

Ο έρωτας με την Χριστίνα Σύλβα και την Άννα Καλουτά

Δεν είναι τυχαίο που στο Παρίσι το 1931, τον φώναζαν «Le beau Grec» δηλαδή ο όμορφος Έλληνας.

Με την Άννα Καλουτά γνωρίζονταν από τον πόλεμο του ’40, όταν τον είχε συναντήσει για πρώτη φορά τραυματισμένο σε νοσοκομείο. Ο έρωτάς τους γεννήθηκε όταν έπαιζαν μαζί στον θίασο της Κοτοπούλη. Αρχικά οι καβγάδες τους ήταν τόσο έντονοι που η Κοτοπούλη τους ρωτούσε αν είναι ερωτευμένοι. Έξαλλοι και οι δύο απαντούσαν θυμωμένα… «Εγώ μ’ αυτή την ψηλογαϊδούρα;» έλεγε ο Λάμπρος. «Εγώ μ’ αυτόν τον άχαρο ψηλέα;» έλεγε η Καλουτά.

Όλα μεταξύ τους άλλαξαν όταν τα ερωτικά φιλιά που έδιναν στην παράσταση από ψεύτικα άρχισαν να γίνονται αληθινά. «Ωραία φιλάς» της είπε ένα βράδυ μετά την παράσταση ο Κωνσταντάρας.

«Κι εσύ» του απάντησε η Καλουτά κι κάπου εκεί ένας έρωτας τρελός ξεκίνησε. Για την Άννα Καλουτά ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ήταν ο άντρας που αγάπησε πιο πολύ στη ζωή της και ο πρώτος άντρας που δόθηκε ερωτικά. Κάποια στιγμή έμεινε έγκυος, έχασε όμως και τα δυο αγόρια από διπλή κύηση. Ο δυνατός αυτός έρωτας, διήρκεσε από το 1949 μέχρι το 1954.

Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας με την Χριστίνα Σύλβα συνεργάζονται το 1957 στο έργο του Σόμερσετ Μομ “Η λαίδη εξοφλεί” στο θέατρο “Ιντεάλ” (οδός Πανεπιστημίου), όπου ο Λάμπρος συμπρωταγωνιστεί δίπλα στην μεγάλη θεατρίνα Κατερίνα Ανδρεάδη και η Χριστίνα Σύλβα κάνει το ντεμπούτο της στην σκηνή.

Σύντομα η γνωριμία θα εξελιχθεί σε μια δυνατή και τρυφερή σχέση, λίγα χρόνια μετά τον θυελλώδη έρωτα του με την μεγάλη κυρία της επιθεώρησης και του μουσικού θεάτρου Άννας Καλουτά.

Στο πρόσωπο της πανέμορφης και ταλαντούχας νεαρής ηθοποιού θα βρει τον άνθρωπο που θα του δώσει ζωντάνια, χαρά και υπέροχα συναισθήματα, εντυπωσιασμένος από τα νιάτα, τον χαρακτήρα και τα συγκλονιστικά πράσινα μάτια της που αποτυπώθηκαν μαγικά από τον κινηματογραφικό φακό.

Εκείνη θα τον ερωτευθεί βαθιά, γοητευμένη από την αρχοντιά και την προσωπικότητά του, αποτελώντας γι’ αυτήν τον μέντορα που θα την βοηθήσει καλλιτεχνικά μέσα από τις γνώσεις και την εμπειρία του και θα την χρίσει πρωταγωνίστρια τόσο στο θέατρο όσο και τον κινηματογράφο.

Για τα επόμενα τέσσερα χρόνια αποτελούν ένα από τα πιο γνωστά καλλιτεχνικά ζευγάρια με κοινές κοσμικές εμφανίσεις, επιτυχημένες συνεργασίες στο πανί και την σκηνή και μια εξίσου επιτυχημένη μεγάλη περιοδεία σε όλη την Ελλάδα την χειμερινή περίοδο 1958-59. Το 1961 αποφασίζουν να τραβήξουν διαφορετικούς δρόμους μετά την άρνησή του στην πρόταση της να παντρευτούν, λόγω διαφοράς της ηλικίας τους.

 

Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

 

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Aris Loupasis (@arisloupasis)

Ένα ακόμη σπάνιο καρέ με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα

Ο «μπον βιβέρ» του ελληνικού κινηματογράφου, Λάμπρος Κωνσταντάρας, γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1913. Βέρος Αθηναίος και γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, δεν άργησε να ξεδιπλώσει το υποκριτικό του ταλέντο, ξεκινώντας από το Παρίσι το 1937. Λίγα χρόνια αργότερα, παρέα με τον Φίνο, έκαναν την πρώτη σύγχρονη ομιλούσα ταινία «Το Τραγούδι του Χωρισμού» (1940).

Η συνέχεια είναι λίγο-πολύ γνωστή, με ταινίες-διαμάντια και ρόλους αξεπέραστους ακόμα και σήμερα.

Όπως γράφει ο συλλέκτης και λάτρης του ελληνικού κινηματογράφου Άρης Λουπάσης, πρόκειται για μία κλασική ταινία που αποτελεί την πρώτη ομιλούσα με σύγχρονο ήχο στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου και την πρώτη και τελευταία απόπειρα του Φίνου.

Αναλυτικά, όπως γράφει ο Άρης Λουπάσης: “Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας στην πρώτη κινηματογραφική του εμφάνιση στην Ελλάδα το 1939 σε ηλικία είκοσι έξι ετών, στην ταινία “Το τραγούδι του χωρισμού”. Μια κλασική πλέον ταινία καθώς αποτελεί την πρώτη ομιλούσα με σύγχρονο ήχο στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου και την πρώτη και τελευταία σκηνοθετική απόπειρα του Φίνου ο οποίος τέσσερα χρόνια αργότερα θα ιδρύσει την δική του εταιρεία αλλάζοντας θεαματικά τα δεδομένα της μεγάλης οθόνης”.

Η ταινία σε παραγωγή Σκούρας Φίλμ κάνει πρεμιέρα τον Απρίλιο του ’40, με τα γυρίσματα να γίνονται το ’39 σε ένα υπερσύγχρονο για την εποχή στούντιο στο Καλαμάκι όπου ο Φίνος αναλαμβάνει όλη την τεχνική επεξεργασία και το οποίο καταστρέφεται στα χρόνια της Κατοχής.

Παρά το γεγονός ότι δεν κάνει την αναμενόμενη εισπρακτική επιτυχία, παραμένει ωστόσο ιστορική και για πολλά χρόνια θεωρείται χαμένη λόγω πολέμου μέχρι που μια φθαρμένη κόπια θα ανακαλυφθεί στην Αίγυπτο και θα αποκατασταθεί από την Ταινιοθήκη της Ελλάδας το ’94. Ο μεγάλος Έλληνας ηθοποιός θα δώσει μέσα από την ερμηνεία του ευρωπαϊκό αέρα στην ταινία καθώς ένα χρόνο πριν το ’38, επιστρέφει από το Παρίσι μετά από επτάχρονη παραμονή στην Γαλλική πρωτεύουσα.

Εκεί με αρχικό στόχο να σπουδάσει χρυσοχοΐα για να συνεχίσει την παράδοση της οικογένειας, θα ασχοληθεί ως μοντέλο και αργότερα θα σπουδάσει υποκριτική όπου θα σημειώσει αξιόλογη πορεία στις θεατρικές σκηνές του Παρισιού και τον γαλλικό κινηματογράφο με το όνομα Κωνστάν Νταράς. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το ’38 για να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, θα εμφανιστεί στην συνέχεια με μεγάλη επιτυχία στις Αθηναϊκές σκηνές, με τον πόλεμο του ’40 να διακόπτει την καριέρα του όπου στην πρώτη γραμμή ως Έφεδρος Ανθυπολοχαγός θα πολεμήσει με όλη του την ψυχή.

Η καριέρα που θα ακολουθήσει για τα επόμενα σαράντα χρόνια είναι πλέον γνωστή γεμάτη δόξα και αμέτρητες επιτυχίες στο πανί και την σκηνή, αποκτώντας την δική του σημαντική θέση στους κορυφαίους Έλληνες κωμικούς που συνεχίζουν μέχρι σήμερα να λατρεύονται με τρόπο ξεχωριστό”.

 

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ