Bρυξέλλες, του Θάνου Αθανασίου
Η ελληνική νομοθεσία που απαγορεύει σε μοναχό που έχει την ιδιότητα του δικηγόρου σε άλλο κράτος μέλος να εγγραφεί στα μητρώα δικηγορικού συλλόγου, λόγω του ασυμβίβαστου της ιδιότητας του μοναχού με την άσκηση της δικηγορίας, αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης”, έκρινε σήμερα το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ).
Κρίνει δε ότι “η προσκόμιση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής πιστοποιητικού εγγραφής στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής αποτελεί τη μοναδική προϋπόθεση από την οποία πρέπει να εξαρτάται η εγγραφή του ενδιαφερομένου” και ξεκαθαρίζει ότι “ο εθνικός νομοθέτης δεν μπορεί να προσθέτει επιπλέον προϋποθέσεις στις απαιτούμενες για την εγγραφή στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής”.
Επισημαίνεται ότι με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο ερμηνεύει την οδηγία 98/5/ΕΚ, η οποία έχει ως σκοπό να διευκολύνει την επί μονίμου βάσεως άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου με την ιδιότητα του ελεύθερου επαγγελματία ή του εμμίσθου σε άλλο κράτος μέλος, διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκαν τα επαγγελματικά προσόντα.
Το ΔΕΕ υπενθυμίζει ότι η οδηγία καθιερώνει μηχανισμό αμοιβαίας αναγνώρισης των επαγγελματικών τίτλων των μετακινούμενων δικηγόρων οι οποίοι επιθυμούν να ασκήσουν το επάγγελμά τους βάσει του τίτλου που απέκτησαν στο κράτος μέλος καταγωγής, εναρμονίζοντας πλήρως τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την άσκηση του δικαιώματος εγκατάστασης το οποίο αυτή παρέχει.
Κρίνει δε το ΔΕΕ, ότι η προσκόμιση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής πιστοποιητικού εγγραφής στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής αποτελεί τη μοναδική προϋπόθεση από την οποία πρέπει να εξαρτάται η εγγραφή του ενδιαφερομένου στα μητρώα του κράτους μέλους υποδοχής και υπό την οποία του επιτρέπεται να ασκεί το επάγγελμα εντός του δευτέρου κράτους μέλους βάσει του επαγγελματικού τίτλου που απέκτησε στο κράτος καταγωγής.
Το ΔΕΕ κρίνει ότι “οι επαγγελματικοί και δεοντολογικοί κανόνες, αντιθέτως προς εκείνους που αφορούν τις προϋποθέσεις οι οποίες απαιτούνται για την εγγραφή στα μητρώα, δεν έχουν εναρμονισθεί και επομένως εκείνοι του κράτους μέλους υποδοχής δύνανται να διαφέρουν σημαντικά από τους ισχύοντες στο κράτος μέλος καταγωγής” και υπενθυμίζει ότι “ο εθνικός νομοθέτης έχει την ευχέρεια να προβλέπει τέτοια εχέγγυα, υπό την προϋπόθεση ότι οι κανόνες που θεσπίζει προς τούτο δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών”.
Ωστόσο, “οι ισχύοντες στο κράτος μέλος υποδοχής επαγγελματικοί και δεοντολογικοί κανόνες πρέπει, για να είναι σύμφωνοι προς το δίκαιο της Ένωσης, μεταξύ άλλων, να συνάδουν με την αρχή της αναλογικότητας, όπερ σημαίνει ότι δεν πρέπει να υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών”. Κρίνει δε ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας εναπόκειται να προβεί στις αναγκαίες εξακριβώσεις όσον αφορά τον επίμαχο κανόνα περί ασυμβιβάστου.
Το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι “η οδηγία αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία δικηγόρος που έχει την ιδιότητα του μοναχού και είναι εγγεγραμμένος ως δικηγόρος στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής απαγορεύεται να εγγραφεί στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής, προκειμένου να ασκεί εκεί το επάγγελμά του υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής”.