Θανάσης Διαμαντόπουλος: Αθάνατη -ως προς τις συνέπειες- αναλογική;

Θανάσης Διαμαντόπουλος
Ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης

Η διαπίστωση έχει γίνει -από τον Μορίς Ντιβερζέ- εδώ και περισσότερα από 70 χρόνια: Ένα εκλογικό σύστημα, πριν καθορίσει την κατανομή των εδρών, καθορίζει -μέσα από την ανάδειξη των βασικών εκλογικών διακυβεύσεων- την κατανομή των ψήφων.

Γράφει ο Θανάσης Διαμαντόπουλος, Ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης – ΠΗΓΗ: Realnews

Σε όλα τα χρόνια της Μεταπολίτευσης, πλην της περιόδου 1989-90 και των εκλογών του Μαΐου του 2023, όλες οι εκλογικές αναμετρήσεις διεξήχθησαν με εκλογικό σύστημα πλειοψηφικής λογικής, με την έννοια πως ο μηχανισμός κατανομής των εδρών ως βασικό εκλογικό πρόταγμα ανεδείκνυε το αν θα προκύψει αυτοδύναμη μονοκομματική κυβέρνηση και ποιου κόμματος θα ήταν.

Ωστόσο, αυτά τα εκλογικά συστήματα «πλειοψηφικής λογικής» εμφανίστηκαν με δύο εκδοχές: Τις πρώτες δεκαετίες της Μεταπολίτευσης, είχαμε τα αποκαλούμενα συστήματα της «ενισχυμένης αναλογικής» -σε πιο σωστά ελληνικά θα μιλούσαμε για αμβλυμένη ή αποδυναμωμένη ή σχετικοποιημένη αναλογική: «disrepresentative proportional systems»-, με το πλεονέκτημα του πρώτου κόμματος να καθορίζεται είτε από ένα υψηλό όριο, 17% εν προκειμένω, για συμμετοχή στη δεύτερη ή ανώτερη συμμετοχή, όριο που απέκλειε από την κατανομή αυτή τα μικρά κόμματα, είτε/και με τη διπλοκαταμέτρηση των ψήφων των μεγάλων κομμάτων, αφού οι ψήφοι που έδιναν έδρες στην πρώτη κατανομή υπολογίζονταν ξανά στην επόμενη.

Από τη δεκαετία του 1990, όμως, υιοθετήθηκαν μεικτά συστήματα: με έναν αριθμό εδρών, γύρω στις 40-50, προσφερόμενων πλειοψηφικά, δηλαδή συνολικά, σε εθνική βάση στο πρώτο κόμμα, τις δε υπόλοιπες κατανεμόμενες αναλογικά σε όλα. Το μειονέκτημα αυτής της δεύτερης εκδοχής είναι πως για τη διαμόρφωση -ή όχι- μονοκομματικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, άρα και αυτοδύναμης κυβέρνησης, ουδεμία επίπτωση έχει η διαφορά μεταξύ των δύο πρώτων κομμάτων, ενώ καθοριστικό ρόλο παίζει το αθροιστικό ποσοστό των κομμάτων που θα μείνουν εκτός Βουλής. Για παράδειγμα, αν ένα κόμμα έπαιρνε π.χ. 38% και είχε 20 ποσοστιαίες μονάδες διαφορά από το δεύτερο, θα μπορούσε να μην έχει αυτοδυναμία, επειδή ένα μικρό κόμμα θα έπαιρνε ακριβώς 3%. Αντίθετα, αν το πρώτο κόμμα έπαιρνε και πάλι 38% και είχε μόλις μία ψήφο διαφορά από το δεύτερο, θα μπορούσε να έχει αυτοδυναμία, επειδή το ίδιο μικρό κόμμα θα έπαιρνε 2,99%. Παράπλευρες παρενέργειες, δε, της «λογικής» πως μία ψήφος διαφορά μπορούσε να καθορίσει ένα τεράστιο μπόνους* υπέρ του Α ή του Β κόμματος ήταν ο φανατισμός και η πόλωση μεταξύ των δύο μεγάλων, ασφαλώς δε και η παροχολογία.

Από την άλλη, όμως, επειδή ακριβώς ένα τέτοιο σύστημα οδηγεί τους εκλογείς στη νοοτροπία της άμεσης ανάδειξης κυβέρνησης, προκαλείται συσπείρωση των ψήφων στα δύο μεγάλα κόμματα, τα οποία μπορεί να πολώνονται σε ακραίο βαθμό, είναι ωστόσο -ή στην πορεία καθίστανται- κόμματα πραγματιστικά και με κυβερνητική κουλτούρα, κάτι που στην πράξη οδηγεί συχνά σε μετεκλογική εγκατάλειψη των προεκλογικών μεγαλοστομιών. Άρα, αποδυναμώνονται τα μικρά, όχι σπάνια αντισυστημικά, κόμματα διαμαρτυρίας, τα οποία μπορεί μεν σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις να λειτουργούν ως η τόλμη ή η «φαντασία της Δημοκρατίας» (λέγοντας «το άλλο, το αλλιώς και το αλλού», π.χ. βλέπε στάση του Ποταμιού στις συμφωνίες των Πρεσπών), κατά κανόνα, ωστόσο, συνιστούν την πλειοδοσία της δημαγωγίας, εκφράζουν, δε, την αμετροέπεια και τη δυσανεξία προς οποιαδήποτε ευρύτερη συναίνεση… Τούτων λοιπόν δοθέντων…

Χωρίς την τσίπρεια ολοσχερή αναλογική… Με το εκλογικό σώμα, δηλαδή, να έχει ψηφίσει στις 21 Μαΐου με λογική ανάδειξης/επιλογής κυβέρνησης, θα ήταν αδύνατον να έχει αποτυπωθεί στην κάλπη τόσο η φιλική προς την «εναλλακτική Ζωή» διάθεση, που οδήγησε την Πλεύση Ελευθερίας στο 2,9%, όσο και η ακριβώς αντίστοιχη, οιονεί «ΝΙΚΗφόρος», εκλογική απήχηση του κόμματος της θρησκόληπτης πατριδοκαπηλίας και του πολύμορφου φονταμενταλισμού. Χωρίς, δε, τα ποσοστά αυτά, που, επαναλαμβάνω, μόνο με την αναλογική θα μπορούσαν να έχουν επιτευχθεί, θα ήταν αδιανόητη η -σήμερα λογικά επικείμενη και σχεδόν αναπόφευκτη, πλην περαιτέρω ανάπτυξης αυτοκτονικών συνδρόμων-είσοδος στο Κοινοβούλιο ανύπαρκτων έως χθες κομματικών μορφωμάτων, που θα λειτουργούν ως αντιπολίτευση στο «ιδεολογικό corpus συναίνεσης», που βλέπει τη χώρα μας ως δυτικόφιλο κοσμικό κράτος με πραγματισμό στους διεθνοπολιτικούς προσανατολισμούς του. Αυτό, λοιπόν, σημαίνει πως…

Οι επιπτώσεις της ολοσχερούς αναλογικής δεν θα έχουν τελειώσει με τη διεξαγωγή εκλογών με ένα διαφορετικό, πλειοψηφικής λογικής και δυναμικής, εκλογικό σύστημα. Οι συνέπειες του καιροσκοπισμού -ή της ιδεοληψίας- του Τσίπρα και του μεγαλύτερου μέρους του ΣΥΡΙΖΑ που αυτός εξέφρασε θα ακολουθούν τη χώρα για πολύ ακόμα. Ανοίγοντας ρήγμα σε ένα, με μόχθο και κόστος, διαμορφωμένο οικοδόμημα αναγκαίων εθνικών συναινέσεων.

*Συχνά λέγεται το -κραυγαλέα- λάθος πως το μπόνους ήταν, ή θα είναι και τώρα εφόσον το πρώτο κόμμα ξεπεράσει το 40%, 50 έδρες. Άλλο, όμως, ο αριθμός των πλειοψηφικών εδρών και άλλο το μπόνους. Το μπόνους είναι οι πλειοψηφικές έδρες ΜΕΙΟΝ εκείνες που του πρώτο κόμμα θα έπαιρνε αναλογικά. Π.χ., αν η Ν.Δ. ψηφιστεί στις 25 του μήνα από το 41%, θα πάρει γύρω στις 172 έδρες, εφόσον εκτός Βουλής μείνουν κόμματα συναθροίζοντα περί το 15%, ή γύρω στις 160 έδρες με εκτός Βουλής περί το 8%. Με ολοσχερώς αναλογικό σύστημα, πάντα δε όριο εισόδου στη Βουλή το 3%, θα έπαιρνε αντίστοιχα 146 και 135 έδρες. Αρα, το μπόνους είναι 25-26 έδρες.

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ